Αίθυια

Οι θησαυροί του ναού του Σολομώντος

| Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Βασιλιάς Σολομώντας και η Βασίλισσα του Σαββά
Peter Paul Rubens, 1620

Οι σημαντικότεροι ναοί όλων των μονοθεϊστικών ή πολυθεϊστικών Θρησκειών δεν ήταν μόνο τόποι λατρείας, αλλά και ιεροί χώροι στους οποίους συγκεντρώνετο ένα πλήθος από πολύτιμα αντικείμενα, τα οποία είτε προορίζονταν για λατρευτική χρήση είτε ήταν διαφόρων ειδών αφιερώματα. Τα πολύτιμα αυτά αντικείμενα ενίοτε είχαν τόση μεγάλη αξία, ώστε να χαρακτηρίζονται ως «θησαυροί». Ένας τέτοιος ναός, ο οποίος συνδέθηκε άρρηκτα με την ιστορία του Ιουδαϊσμού και κατά συνέπεια της θρησκείας του, ήταν ο ναός του Σολομώντος. Οι θησαυροί που κατά καιρούς υπήρχαν στον πρώτο ναό (Σολομών), στο δεύτερο (Ζοροβάβελ) και στον τρίτο (Ηρώδης) έγιναν ένα μεγάλο δέλεαρ για τους εκάστοτε ισχυρούς, οι οποίοι θέλησαν να τους αποκτήσουν, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε ανεπιτυχώς. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε από την αρχή μέχρι το τέλος την «τύχη» αυτών των θησαυρών, οι οποίοι έγιναν αιτία πολλών δεινών για τον απλό λαό και πηγή πλούτου και δύναμης για εκείνους που κατάφεραν να τους αποκτήσουν.

Προσολομώντια λατρευτικά ιερά

Ο λόγος που θα αναφερθούμε στα προσολομώντια ιερά, όπου οι Ισραηλίτες λάτρευαν τον Γιαχβέ, είναι η ύπαρξη πολύτιμων λατρευτικών αντικειμένων, τα οποία πιθανόν να τοποθετήθηκαν στον πρώτο ναό της Ιερουσαλήμ, ο οποίος εκτίσθη επί βασιλείας Σολομώντος. Μετά την περιπετειώδη έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο υπό την ηγεσία του Μωϋσέως, μάλλον επί βασιλείας του Φαραώ Ραμσή Β (1290 - 1223 π.Χ.), δεν εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε κάποιον τόπο, αλλά περιφέρονταν πριν εγκατασταθούν στην σημερινή Παλαιστίνη, τότε γη Χαναάν. Η νομαδική αυτή ζωή των Εβραίων δεν τους επέτρεψε να λατρεύσουν τον Θεό των πατέρων τους σε ένα μόνιμο τόπο, αλλά σ’ ένα ιερό χώρο, ο οποίος κάθε φορά που μετακινούντο, ετοποθετείτο σε διαφορετικό μέρος. Ο ιερός αυτός χώρος ήταν η σκηνή του μαρτυρίου, εντός της οποίας τοποθετήθηκε η Κιβωτός της Διαθήκης.

Πληροφορίες για την Σκηνή του Μαρτυρίου δυστυχώς δεν διαθέτουμε πολλές, αλλά κι αυτές όμως που έχουμε, παρουσιάζουν μεταξύ τους κάποιες διαφορές. Εμείς επιλέξαμε ως πιο αξιόπιστη την διήγηση της πηγής του P (ιερατικού κώδικα), χωρίς βεβαίως να παραβλέψουμε και τις άλλες διηγήσεις. Δεν γνωρίζουμε εάν επραγματοποιούντο λατρευτικές τελετές εντός ή έμπροσθεν αυτής. Γνωρίζουμε όμως, όσον αφορά την κατασκευή της, ότι στηριζόταν σ’ ένα ξύλινο σκελετό και διέθετε ένα είδος τοίχων από επιχρυσωμένες σανίδες (Έξοδ. 26). Όλη αυτή η ξύλινη κατασκευή ήταν επενδεδυμένη με πολύτιμα υφάσματα. Το μήκος της ήταν τριάντα πήχεις, το πλάτος της δώδεκα και το ύψος δέκα. Εσωτερικά ήταν χωρισμένη σε δύο μέρη. Στο πρώτο, το ιερώτερο, ήταν τοποθετημένη η κιβωτός της διαθήκης και ονομάζετο άγιο των αγίων. Στο δεύτερο ήταν τοποθετημένη η τράπεζα των άρτων της προθέσεως, η επτάφωτη λυχνία και το θυσιαστήριο του θυμιάματος. Τα δύο προαναφερθέντα μέρη διαιρούντο μεταξύ τους με παραπετάσματα, τα οποία ήταν κατασκευασμένα από πολύτιμα υφάσματα. Έμπροσθεν των δύο αυτών μερών, υπήρχε ένας ασκεπής χώρος, εν είδη αυλής, στον οποίον ήταν τοποθετημένος ένας βωμός για θυσίες. Δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες γι’ άλλα λατρευτικά αντικείμενα, αλλά και γι’ αυτά που γνωρίζουμε ότι περιείχε, μόνο υποθετικά μπορούμε να πούμε ότι ήταν κατασκευασμένα από πολύτιμα υλικά, εκτός από τις επιχρυσωμένες σανίδες και την κιβωτό της διαθήκης, για την οποία θ’ αναφερθούμε στην επομένη παράγραφο.

Εν αντιθέσει προς την σκηνή του μαρτυρίου, οι πληροφορίες που υπάρχουν για την Κιβωτό της Διαθήκης είναι πολλές. Οι σχετικές με αυτήν διηγήσεις παρουσιάζουν, όπως και για την σκηνή του μαρτυρίου, κάποιες διαφορές, τις οποίες λάβαμε υπ’ όψιν μας, ακολουθώντας όμως κι εδώ ως πιο αξιόπιστη διήγηση, αυτήν της πηγής του P. Η εμφάνισή της συνδέεται με μία από τις σημαντικότερες χρονικές περιόδους της ιστορίας του Ισραήλ. Ξεκινάει από την πολύ δύσκολη πορεία του στην έρημο, έως την καταστροφή του πρώτου ναού το 587 μ.Χ.

Οι διαστάσεις της ήταν 1,25 x 0,75 x 0,75 μ. και το βασικό υλικό κατασκευής της ήταν ξύλο ακακίας. Στα τέσσερα μέρη των πλευρών της κιβωτού υπήρχαν κρίκοι, μέσα από τους οποίους περνούσαν δύο μακροί ξύλινοι ράβδοι, οι οποίοι χρησίμευαν για την μεταφορά της. Η κιβωτός, οι κρίκοι και οι ράβδοι ήταν καλυμμένα με φύλλα χρυσού. Στο επάνω μέρος της είχε τοποθετηθεί μία πλάκα χρυσού, το ιλαστήριο, στα άκρα της οποίας υπήρχαν δύο χερουβείμ, τα οποία είναι πολύ πιθανόν να ήταν κι αυτά επιχρυσωμένα.

Μετά από την περιπετειώδη πορεία των Ισραηλιτών μέσα στην έρημο (1250 - 1220 π.Χ.), από το 1220 έως το 1012 π.Χ., εντός των οποίων συνετελέσθη η εγκατάστασή τους στη γη Χαναάν και μέχρι την ίδρυση ενιαίου Ισραηλιτικού βασιλείου από τον Δαυΐδ (998 π.Χ.), η πρωτεύουσα του οποίου (Ιερουσαλήμ) έγινε ο μόνιμος τόπος λατρείας του Γιαχβέ, υπήρξαν κι άλλοι τόποι, στους οποίους υπήρξαν και συνέχισαν να υπάρχουν λατρευτικά ιερά του Γιαχβέ και μετά την οικοδόμηση του ναού του Σολομώντος. Η Συχέμ ήταν το πρώτο λατρευτικό κέντρο των Ισραηλιτών στη γη Χαναάν, το οποίο μάλιστα απετέλεσε και πολιτικό κέντρο, αφού σ’ αυτό λειτούργησε μια αμφικτιονία των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. Ένα άλλο ήταν η Βαιθήλ, η οποία για κάποιους λόγους έγινε το νέο θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο του Ισραήλ. Επίσης τα Γάλγαλα και η Σηλώ απετέλεσαν και αυτά ιεροί τόποι της μονοθεϊστικής Ισραηλιτικής θρησκείας.

Στα ως άνω θρησκευτικά κέντρα είχε τοποθετηθεί η κιβωτός της διαθήκης και μάλιστα στο τέταρτο κατά σειρά, δηλαδή στη Σηλώ, έχουμε πληροφορίες ότι υπήρχε ναός λατρείας του Γιαχβέ. Από αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι και στα άλλα τρία ίσως υπήρχε ναός του Γιαχβέ. Δυστυχώς δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτούς τους ναούς. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι εκτός από την κιβωτό και κάποιο βωμό, ίσως υπήρχαν και κάποια πολύτιμα λατρευτικά αντικείμενα εντός των προαναφερθέντων ιερών.

Πολιτική και οικονομική κατάσταση του Ισραήλ
Πριν αναφερθούμε στο ναό και στα πολύτιμα αντικείμενα που υπήρχαν σ’ αυτόν, κρίναμε σκόπιμο ν’ αναφέρουμε την πολιτική και οικονομική κατάσταση του Ισραηλιτικού κράτους την περίοδο της βασιλείας του Δαυΐδ και του διαδόχου του Σολομώντος, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα το γεγονός, ότι ο πρώτος ναός δεν ήταν το σημαντικότερο κέντρο λατρείας ενός μικρού και ανίσχυρου κράτους στην περιοχή της μέσης ανατολής, αλλά το ακριβώς αντίθετο.

Οι πόλεμοι των Ισραηλιτών εναντίων των Χαναναίων με ηγέτες τους Κριτές (1220 - 1012 π.Χ.) και εναντίον των Φιλισταίων με βασιλέα τον Σαούλ (1012 - 1004 π.Χ.), δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την δημιουργία ενός Ισραηλιτικού κράτους. Ο Δαυΐδ (1004 - 965 π.Χ.), βασισθείς στους προαναφερθέντες πολυετείς πολεμικούς αγώνες αλλά και στις δικές του πολεμικές και πολιτικές ικανότητες, δημιούργησε ένα από τα ισχυρότερα και πλουσιότερα βασίλεια στον χώρο της Μέσης Ανατολής.
Αφού ο Δαυΐδ κατέλαβε την Χεβρώνα και είχε υπό την κυριαρχία του την Σεκελάκ και την γύρω περιοχή, ανακηρύχθηκε βασιλιάς του Ιούδα (1004 π.Χ.). Μετά από οκτώ περίπου έτη, οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ μετέβησαν στην Χεβρώνα, χρίζοντάς τον βασιλιά και του Ισραήλ (998 π.Χ.). Έτσι ο Δαυΐδ έγινε μονάρχης ολοκλήρου του Εβραϊκού έθνους, δηλαδή του νοτίου Εβραϊκού βασιλείου (Ιούδα) και του βορείου Εβραϊκού βασιλείου (Ισραήλ). Όπως ήταν φυσικό, η δημιουργία του εν λόγω κράτους προκάλεσε την βίαιη αντίδραση των Φιλισταίων. Ο Δαυΐδ χρησιμοποιώντας ανώτερη στρατηγική και ένα άριστο μισθοφορικό σώμα, όχι μόνο κατάφερε με δύο αποφασιστικές μάχες να νικήσει τους Φιλισταίους, αλλά και να τους κάνει φόρου υποτελείς του. Επίσης προϊόντος του χρόνου τους αφόπλισε, καθιστώντας τους ανίκανους για οποιαδήποτε μελλοντική εξέγερση.

Μετά την οριστική επικράτησή του επί των Φιλισταίων, στράφηκε εναντίον της Χαναανιτικής πόλης των Ιεβουσαίων Ιερουσαλήμ, λόγω της στρατηγικής της σημασίας (ήταν σχεδόν στο κέντρο του νέου του βασιλείου) και της φυσικής οχυρής της θέσης, την οποία κατέκτησε (997 π.Χ.) και έκανε πρωτεύουσα του νεότευκτου βασιλείου του. Επίσης εξεστράτευσε εναντίον των Μωαβιτών, Αμμωνιτών, Αραμαίων και Εδωμιτών, τους οποίους νίκησε μετά από πολυετείς πολεμικές επιχειρήσεις. Τέλος κατέστειλε και δύο Ισραηλιτικές εξεγέρσεις εναντίον του, εκ των οποίων η πρώτη υποκινήθηκε από τον δευτερότοκο υιό του και διεκδικητή του θρόνου του Αβεσσαλώμ και η δεύτερη από τον Σαβεέ, έναν αυτονομιστή από την φυλή Βενιαμίν, ο οποίος επεδίωξε ανεπιτυχώς την ανεξαρτητοποίηση του βορείου βασιλείου.

Συμπερασματικά, το κράτος που ίδρυσε και δημιούργησε ο Δαυΐδ απετελείτο: από τις περιοχές της φυλής Ιούδα και των νοτίων Κενιτικών φυλών, οι οποίες συναποτελούσαν με τον Ιούδα ομοσπονδία (νότιο βασίλειο), από το υπόλοιπο του μεγαλυτέρου τμήματος του Ισραήλ (βόρειο βασίλειο), από τις πρώην ανεξάρτητες περιοχές των Χαναανιτικών πόλεων κρατών, από την πόλη κράτος της Ιερουσαλήμ, δηλαδή από την πόλη και τα περίχωρά της και από τις επικράτειες των Φιλισταίων φεουδαρχών, οι οποίες προσαρτήθηκαν στο ηνωμένο Ισραηλιτικό κράτος, δηλαδή όσο το σημερινό κράτος του Ισραήλ και σχεδόν ολόκληρος ο Λίβανος.
Εκτός όμως από τις προαναφερθείσες περιοχές κατακτήθηκαν το Μωαβιτικό και Αμμωνιτικό βασίλειο και οι Αραμαϊκές πόλεις κράτη, με κυριότερη την πλούσια σε μεταλεύματα πόλη κράτος Σουβά, δηλαδή σχεδόν ολόκληρη την σημερινή δυτική Συρία και βορειοδυτική Ιορδανία. Επίσης κατέκτησε την Εδώμ, σημερινή νοτιοδυτική Ιορδανία, η οποία ήταν πλούσια σε μεταλεύματα και η οποία είχε πρόσβαση στον κόλπο της Άκαμπα, εξασφαλίζοντας έτσι πρόσβαση στην Ερυθρά και Αραβική θάλασσα και στον Ινδικό ωκεανό. Επίσης, παρόλο που ευρίσκοντο εκτός της επικράτειας του μεγάλου και ισχυρού Ισραηλιτικού βασιλείου κάποιες παραλιακές Φοινικικές και Φιλισταϊκές πόλεις κράτη, κυριώτερες των οποίων ήταν οι: Βύβλος, Σιδών, Τύρος (σημερινό νοτιοδυτικό Λίβανο) και Ιόππη, Ασκαλών και Γάζα (στο σημερινό δυτικό Ισραήλ), μέσω του λιμανιού της πόλεως Δωρ, είχε πρόσβαση στην Μεσόγειο θάλασσα.

Ο διάδοχός του Σολομών (965 - 926 π.Χ.), ο οποίος κληρονόμησε ένα μεγάλο, ισχυρό και πλούσιο βασίλειο, τρεις φορές περίπου μεγαλύτερο από το σημερινό κράτος του Ισραήλ, δεν συνέχισε την επιτυχημένη επεκτατική πολιτική του πατέρα του. Άφησε μάλιστα να αυτονομηθεί ένα τμήμα της Εδώμ υπό την ηγεσία του Ιδουμαίου Άδερ και να ανεξαρτητοποιηθεί η Δαμασκός υπό την ηγεσία του Αραμαίου Ραζών. Η πολιτική που επέλεξε ο Σολομών θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εσωστρεφής, αλλ’ όχι με την αυστηρή έννοια κι αυτό διότι ενώ φρόντισε για την πολιτική, στρατιωτική και πνευματική αναδιοργάνωση του κράτους του, παράλληλα ανέπτυξε σε πολύ μεγάλο βαθμό το εμπόριο, ιδίως το εξαγωγικό. Κατασκεύασε το λιμάνι της Γασιών Γαβέρ κοντά στην παραλιακή πόλη λιμάνι Ελάτ του συγχρόνου νοτίου Ισραήλ, δια του οποίου εξήγαγε κυρίως μεταλεύματα (χαλκό, σίδηρο κ.α.) από τα πλούσια ορυχεία των Σουβά και Εδώμ και εισήγαγε χρυσό και πολύτιμους λίθους από την Αφρική και την νοτιοδυτική Αραβία, όπως επίσης και από την νοτιοδυτική Ισπανία, ναυλώνοντας Φοινικικά εμπορικά πλοία. Εισέπρατε επίσης μεγάλα χρηματικά ποσά από φόρους, τους οποίους πλήρωναν οι ηγεμόνες που είχε υποτάξει ο πατέρας του και λόγω του γάμου του με μία Αιγύπτια πριγκίπισσα, απέκτησε το προνόμιο, να έχει το μονοπώλειο του εμπορίου ίππων και πολεμικών αρμάτων, τα οποία αγόραζε από την Αίγυπτο και μετεπωλούσε σε διάφορους ηγεμόνες της εγγύς ανατολής. Το δέκατο κεφάλαιο του τρίτου βιβλίου των βασιλειών μας δίδει μία γενική εικόνα του πλούτου, ο οποίος συσωρεύθηκε κατά την διάρκεια της τεσσαρακονταετούς βασιλείας του Σολομώντος:

14. Το βάρος του χρυσού που ερχόταν στο Σολομώντα κάθε χρόνο, ήταν εξακόσια εξήντα έξι τάλαντα χρυσού (είκοσι - τριάντα χιλιάδες κιλά). 15 Σε αυτά δεν περιλαμβάνεται το χρυσάφι που προήρχετο από τους φόρους εισαγωγών, που πλήρωναν τα εμπορικά πλοία ή από την φορολόγηση των εμπόρων ή την φορολόγηση των βασιλιάδων της Αραβίας (υποτελείς Χαναναίους κ.α.) ή από τις εισπράξεις που πραγματοποιούσαν οι διοικητές των επαρχιών.

21. Στις μέρες του Σολομώντος το ασήμι δεν είχε καμιά αξία. 22 Κι αυτό, επειδή ο βασιλιάς είχε το στόλο που ονομάζετο Θαρσίς, που μαζί με τα πλοία του βασιλιά Χιράμ έκαναν μακρινά ταξίδια. Μία φορά στα τρία χρόνια, τα πλοία Θαρσίς έρχονταν φορτωμένα χρυσάφι και ασήμι, ελεφαντόδοτο. 23. Ο βασιλιάς Σολομών ξεπερνούσε όλους τους βασιλιάδες της γης στον πλούτο και στη σοφία. 24. Όλοι ήθελαν να τον δουν για ν’ ακούσουν τα λόγια της σοφίας του, με την οποία τον είχε προικίσει ο Θεός. 25 Κάθε χρόνο έφερνε καθένας το δώρο του, αντικείμενα ασημένια και χρυσά, ρούχα, όπλα και αρώματα

27. Ο βασιλιάς είχε κάνει το ασήμι ν’ αφθονεί στην Ιερουσαλήμ σαν τα λιθάρια, και τους κέδρους να είναι πολυάριθμοι σαν τις συκομουριές στην πεδιάδα. (Βασιλειών Γ΄ 10. 14 - 15, 21 - 25, 27. σελ. 435)

Παρόλο που η προαναφερθείσα εικόνα περί του πλούτου, τον οποίο διέθετε ο Σολομών, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υπερβολική, μπορούμε όμως να ισχυρισθούμε ότι κατά την βασιλεία του, περίοδος κατά την οποία εκτίσθη ο πρώτος ναός, στο Ισραηλιτικό βασίλειο είχε συσωρευθεί τόσος πλούτος, όσο ποτέ άλλοτε.

Ο ναός του Σολομώντος
Οι προετοιμασίες για την ανέγερση ενός ναού στην Ιερουσαλήμ για την λατρεία του Γιαχβέ ξεκίνησαν από τον Δαυΐδ. Ο «προφητάναξ» βασιλιάς φρόντισε για την εξεύρεση του τόπου, όπου θα οικοδομείτο ο ναός και μερίμνησε για τα υλικά, τα οποία θα ήταν απαραίτητα για την κατασκευή του (Παραλ. Α΄, 28, 11 κ.εξ.). Το δύσκολο αυτό έργο ολοκλήρωσε ο διάδοχός του Σολομών, ο οποίος για την κατασκευή του διέθεσε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Εκτός από τα κοινά υλικά (ξυλεία, πέτρες, χαλκός, σίδηρος κ.α.), χρησιμοποιήθηκαν μεγάλες ποσότητες πολύτιμων μετάλλων και λίθων.

Οι διαστάσεις του ναού ήταν σαράντα μέτρα μήκος, δέκα μέτρα πλάτος και δέκα πέντε μέτρα ύψος και εδιαιρείτο σε τρία μέρη: το άδυτο (τα Άγια των Αγίων), τον κυρίως ναό (τα Άγια) και τον πρόναο. Σύμφωνα με την διήγηση του βιβλίου Γ΄ Βασιλειών και Β΄ Παραλοιπομένων (Β΄ Χρονικών), ολόκληρο το εσωτερικό του ναού από την οροφή μέχρι το δάπεδο καλύφθηκε με χρυσό και πολύτιμους λίθους:

20. Τα άγια των αγίων είχαν πρόσοψη είκοσι πήχεις πλάτος και είκοσι πήχεις ύψος, και καλύφθηκε όλη από καθαρό χρυσάφι. 21. Ακόμα ο Σολομών κάλυψε το ναό εσωτερικά με καθαρό χρυσάφι, κι έκανε χώρισμα με χρυσές αλυσίδες μπροστά στα άγια των αγίων και το κάλυψε με χρυσάφι. 22. Όλο το ναό τον κάλυψε με χρυσάφι. 30.Το δάπεδο όλου του ναού είχε καλυφθεί με χρυσάφι. (Βασ. Γ΄ 22, 30. σελ. 426)

4. Εσωτερικά ο πρόναος καλύφθηκε με καθαρό χρυσάφι. 5. Τον κυρίως ναό τον επένδυσε από μέσα με ξύλο από κυπαρίσσι και τον κάλυψε με καθαρό χρυσάφι 6. Στόλισε επίσης το εσωτερικό του ναού με πολύτιμα πετράδια για ομορφιά. Το χρυσάφι ήταν από τη Φαρουΐμ. 7. Με το ίδιο χρυσάφι κάλυψε επίσης τα δοκάρια, τους στύλους, τους τοίχους και τις πόρτες του. 8. Έπειτα ο Σολομών κατασκεύασε τα άγια των αγίων του ναού, και τα επένδυσε με καθαρό χρυσάφι εξακοσίων ταλάντων. 9. Το βάρος των καρφιών ήταν πενήντα σίκλοι χρυσού. Τα πάνω δωμάτια τα επένδυσε κι αυτά με χρυσό. (Παραλ. Β΄ 3. 4 - 9. σελ. 541)

Η προαναφερθείσα διήγηση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, δικαίως, υπερβολική. Ο χρυσός δεν χρησιμοποιήθηκε προφανώς για την κάλυψη ολόκληρης της εσωτερικής επιφάνειας του ναού, αλλά για την διακόσμηση των τοίχων, της οροφής και των θυρών του. Οι πολύτιμοι λίθοι που χρησιμοποιήθηκαν, τοποθετήθηκαν κατά πάσα πιθανότητα στους τοίχους και όχι σε άλλες επιφάνειες του ναού. Παρόλο που δεν αναφέρεται πουθενά τι είδους πολύτιμοι λίθοι χρησιμοποιήθηκαν, αυτοί μάλλον θα ήταν: μαλαχίτης, αιματίτης, λάπις λαζούλι και χρυσόλιθος.

Όσον αφορά το υλικό κατασκευής των διαφόρων λατρευτικών αντικειμένων του ναού, η διήγηση των προαναφερθέντων βιβλίων είναι αποκαλυπτική:

48. Ο Σολομών επίσης διέταξε να κατασκευαστούν όλα τα σκεύη που προορίζονταν για το ναό του Κυρίου: το χρυσό θυσιαστήριο και η χρυσή τράπεζα, πάνω στην οποία τοποθετούσαν τους άρτους της προθέσεως. 49. οι λυχνίες από καθαρό χρυσάφι, πέντε δεξιά και πέντε αριστερά, μπροστά στα άγια των αγίων, με τα διακοσμητικά λουλούδια, οι λύχνοι και οι λαβίδες από χρυσάφι. 50. επίσης οι λεκάνες και τα λυχνοψάλιδα, τα περιρραντήρια, οι κρατήρες, τα θυμιατήρια και οι σχάρες από καθαρό χρυσάφι... 51. Όταν είχε τελειώσει όλη η εργασία της ανοικοδόμησης του ναού του Κυρίου, ο βασιλιάς Σολομών έφερε τα ασημένια, τα χρυσά και διάφορα άλλα σκεύη, που ο πατέρας του ο Δαυΐδ τα είχε αφιερώσει στον Κύριο, και τα τοποθέτησε στο θησαυροφυλάκιο του ναού.(Βασ. Γ΄ 7. 48 - 51. σελ. 429)

3. Όταν συγκεντρώθηκαν οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ, οι ιερείς σήκωσαν την κιβωτό 4. και την έφεραν στο ναό. Με την βοήθεια των λευϊτών μετέφεραν και την σκηνή του Μαρτυρίου καθώς και όλα τα ιερά σκεύη της σκηνής. (Βασ. Γ΄ 8. 3 - 4. σελ.429)

19. Επίσης, ο Σολομών κατασκεύασε από καθαρό χρυσάφι όλα τα σκεύη που προορίζονταν για το ναό του Κυρίου: το θυσιαστήριο και τα τραπέζια, πάνω στα οποία τοποθετούνταν οι άρτοι της προθέσεως 20. τις λυχνίες με τους λύχνους τους για να καίνε στα άγια των αγίων, σύμφωνα με τα καθορισμένα 21. τα διακοσμητικά λουλούδια, τους λύχνους και τα λυχνοψάλιδα 22. τα περριραντήρια, τις λεκάνες και τα θυμιατήρια την είσοδο του ναού, τις εσωτερικές πόρτες του προς τα άγια των αγίων, καθώς και τις πόρτες του κυρίως ναού, όλα από χρυσάφι. (Παραλ. Β΄ 4. 19 - 22. σελ. 542)

4. Όταν συγκεντρώθηκαν οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ, οι λευίτες σήκωσαν την κιβωτό 5. και την έφεραν στο ναό. Με τη βοήθεια των λευιτών μετέφεραν και τη σκηνή του Μαρτυρίου καθώς και όλα τα ιερά σκεύη της σκηνής. (Παραλ. Β΄, 5. 4 - 5. σελ. 543)

Από τις ως άνω παράλληλες διηγήσεις μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι το μεγαλύτερο μέρος των σκευών, τα οποία επροορίζοντο για λατρευτική χρήση, ήταν κατασκευασμένα κυρίως από χρυσό και δευτερευόντως από ασήμι. Επίσης πληροφορούμαστε ότι στο ναό τοποθετήθηκαν λατρευτικά σκεύη, αφιερώματα και αντικείμενα, τα οποία υπήρχαν πριν την κατασκευή του ναού και ένα μέρος αυτών εχρησιμοποιείτο για λατρευτική χρήση στο προσολομώντιο ιερό, την σκηνή του μαρτυρίου, όπως π.χ. η κιβωτός της διαθήκης, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα ήταν κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα. Ακόμη μαθαίνουμε, ότι υπήρχε στο ναό θησαυροφυλάκιο, στο οποίο τοποθετήθηκε ένα μέρος των προαναφερθέντων πολύτιμων αντικειμένων. Για το που ακριβώς ευρίσκετο το θησαυροφυλάκιο, δηλαδή σε ποιο μέρος του ναού, πουθενά σε ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει έστω κάποια ένδειξη, εκ του οποίας να μπορούσαμε να υποθέσουμε που ευρίσκετο· κι αυτό, όπως μπορεί εύκολα κανείς να καταλάβει, έγινε για ευνοήτους λόγους.

Μετά τον Σολομώντα όλοι σχεδόν οι διάδοχοί του έκαναν επιδιορθώσεις, τροποποιήσεις (Δ΄ Βασ. 15. 35, 16. 10 – 18, 18. 16, 23. 4 εξ.), αλλά και δώρα, αυξάνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τον θησαυρό του ναού. Ο βασιλιάς του Ιούδα (νότιο βασίλειο) Ασά (908 - 868 π.Χ.), πρόσφερε στο ναό διάφορα σκεύη και αφιερώματα από χρυσό και άργυρο. (Γ’ Βασ. 15. 9 - 15). Ο βασιλιάς του Ιούδα Εζεκίας, διέθεσε μεγάλες ποσότητες χρυσού, προκειμένου να επικαλυφθούν με χρυσό οι πόρτες του ναού και οι παραστάδες (Δ΄ Βασ. 18. 16).

Εκτός όμως από τις προσφορές των βασιλέων του Ιούδα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι στους θησαυρούς του ναού, προστέθηκαν μετά το έτος 722 π.Χ. και άλλοι, οι οποίοι προήρχοντο από τα Γιαχβικά λατρευτικά ιερά του Ισραήλ (βορείου βασιλείου). Γνωρίζουμε ότι το ενιαίο Ισραηλιτικό βασίλειο διαιρέθηκε επί βασιλείας Ροβοάμ, το έτος 926 π.Χ., σε δύο βασίλεια: στο βόρειο βασίλειο (Ισραήλ) με πρωτεύουσα την Σαμάρεια (876 π.Χ.) και στο νότιο βασίλειο (Ιούδα) με πρωτεύουσα την αρχαία Ιεβουσιτική πόλη Ιερουσαλήμ. Στο νεοπαγές αυτό βασίλειο κτίσθηκαν ιερά στα οποία ελατρεύετο ο Γιαχβέ, όπως στην Βαιθήλ, το οποίο μέχρι την πτώση του βορείου βασιλείου ήταν το σημαντικότερο και στη Δαν. Κατά πάσα πιθανότητα κτίσθηκαν επίσης ιερά και στις πόλεις Συχέμ (στην πόλη αυτή υπήρχε ιερό ήδη από την εποχή των Κριτών), Φανουήλ, Θερσά και Σαμάρεια, οι οποίες ήταν κατά καιρούς πρωτεύουσες του βορείου βασιλείου. Μετά την άλωση της Σαμάρειας (722 π.Χ.) από τους Ασσυρίους, ένα μέρος των Ισραηλιτών εξορίστηκε, άλλοι έμειναν και κάποιοι κατέφυγαν στο νότιο Εβραϊκό βασίλειο, το οποίο απέφυγε μεν την ολοκληρωτική υποταγή στον Σαργών Β, αλλά έγινε φόρου υποτελές σ’ αυτόν δε. Βάσει των προαναφερθέντων μπορούμε να πιθανολογήσουμε, ότι κάποια λατρευτικά αντικείμενα μεταφέρθηκαν από Ισραηλίτες πρόσφυγες στο νότιο βασίλειο και τοποθετήθηκαν στο ναό του Σολομώντος ή σε άλλα λατρευτικά ιερά.
Πέραν όμως της αύξησης των πολύτιμων αντικειμένων του ναού της Ιερουσαλήμ, κατά καιρούς κάποιοι βασιλείς του Ιούδα αναγκάστηκαν και αφαίρεσαν μεγάλες ποσότητες χρυσού απ’ αυτόν, προκειμένου να πληρώσουν πολύ μεγάλα ποσά για στρατιωτικούς και πολιτικούς λόγους. Ο βασιλιάς Ροβοάμ (926 - 910 π.Χ.) αναγκάστηκε να δώσει μία μεγάλη ποσότητα χρυσού, όχι μόνο από τον θησαυρό του ναού, αλλά και του παλατιού (Γ΄ Βασ. 14. 25 - 26 και Β΄ Παραλ. 12. 1 - 9), στον Αιγύπτιο Φαραώ Σισάκ Α, ο οποίος έφθασε με τα στρατεύματά του έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ με σκοπό να την πολιορκήσει, προκειμένου να μην την πειράξει. Ο βασιλιάς Ασά (908 - 868 π.Χ.) κατέβαλε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, από το ταμείο του ναού, στον Αραμαίο βασιλιά της Δαμασκού Βεναδάδ Α (Άδερ), προκειμένου να τον υποστηρίξει στρατιωτικά στο πολεμικό μέτωπο που είχε ανοίξει με τον Βασά (906 - 883 π.Χ.), βασιλιά του βορείου Ισραηλιτικού βασιλείου (Γ΄ Βασ. 15. 18 - 20). Ο βασιλιάς Ιωάς (840 - 801 π.Χ.) αναγκάστηκε να πληρώσει ένα βαρύ φόρο υποτέλειας, από το ταμείο του ναού, στον Αραμαίο βασιλιά Αζαήλ, για να μην εκστρατεύσει εναντίον της Ιερουσαλήμ με τους συμμάχους του Φιλισταίους (Δ΄ Βασ. 12. 18 - 19 και Β΄ Παρ. 24. 23 - 24). Επί βασιλείας Ιωά (818 - 802 π.Χ.) στο βόρειο βασίλειο και επί βασιλείας Αμασία (801 - 773 π.Χ.) στο νότιο βασίλειο έγινε μία πολεμική σύρραξη μεταξύ των δύο προαναφερθέντων Εβραϊκών βασιλείων, εκ της οποίας νικητής εξήλθε ο Ισραήλ. Ο Αμασίας ηττήθη κατά κράτος και η Ιερουσαλήμ και ο ναός λεηλατήθηκαν από τον Ισραηλιτικό στρατό (Δ΄ Βασ. 14. 11 - 14). Ο βασιλιάς Αχάζ (736 - 725 π.Χ.) απειλήθηκε από τον βασιλιά του Ισραήλ Φεκάχ (736 - 732 π.Χ.) και τον Αραμαίο βασιλιά Ρεσίν, οι οποίοι συμμάχησαν εναντίον του. Ο Αχάζ αδυνατούσε ν’ αντιμετωπίσει τα ηνωμένα βασιλικά στρατεύματα και προκειμένου ν’ αποφύγει μία καταστροφική ήττα, έδωσε μία μεγάλη ποσότητα χρυσού, αφού αφαίρεσε από τον διάκοσμο του ναού κάθε τι το χρυσό και το αργυρό, στον Ασσύριο βασιλιά Τιγλάθ Πιλέσερ Γ΄, για να τον βοηθήσει στρατιωτικά. Ο βασιλιάς Εζεκίας (725 - 697 π.Χ.), ενώ αρχικά ακολούθησε την φιλοασσυριακή πολιτική του πατέρα του Αχάζ, μετά από μία δεκαετία περίπου στο θρόνο του Ιούδα έλαβε μέρος σ’ ένα αντιασσυριακό συνασπισμό. Αποτέλεσμα αυτών των στρατιωτικοπολιτικών εξελίξεων ήταν η επιτυχής εκστρατεία (711 - 701 π.Χ.) του βασιλιά των Ασσυρίων Σενναχηρίμ εναντίον των φόρου υποτελών κρατών που επαναστάτησαν. Ο ηττημένος Εζεκίας για ν’ αποφύγει τα χειρότερα, αναγκάστηκε να δώσει, από το θησαυροφυλάκιο του ναού και του παλατιού, στο νικητή Ασσύριο βασιλιά ένα μεγάλο ποσό χρυσού και αργύρου (τριακόσια τάλαντα ασήμι και τριάντα τάλαντα χρυσό) ως φόρο υποτέλειας (Δ΄ Βασ. 18. 14 - 16).

Η πτώση της Ασσυριακής αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν οι περιοχές της Συρίας και της Παλαιστίνης φόρου υποτελείς στους Αιγυπτίους. Η άνοδος όμως στο ιστορικό προσκήνιο του Ναβοπολάσαρ (625 - 605 π.Χ.), ιδρυτή της νεοβαβυλωνιακής (Χαλδαϊκής) αυτοκρατορίας και ιδίως του υιού και διαδόχου του Ναδουχοδονόσωρος Β΄ (604 - 562 π.Χ.), ο οποίος νίκησε τους Αιγυπτίους στην μάχη της Χαρκεμίς (605 π.Χ.) στον Ευφράτη, έθεσε τέλος στην βραχύχρονη Αιγυπτιακή κυριαρχία στις προαναφερθείσες περιοχές, οι οποίες εξακολούθησαν να πληρώνουν τους βαρείς φόρους υποτέλειας στους νέους πλέον κυρίαρχους, τους Βαβυλωνίους. Εξαίρεση απετέλεσε ο βασιλιάς του Ιούδα Ιωακείμ (Ελιακείμ) (608 - 598 π.Χ.), ο οποίος είχε κερδίσει τον θρόνο με την υποστήριξη του Αιγυπτίου Φαραώ Νεχώ (609 - 594 π.Χ.). Οι συνέπειες της άρνησης καταβολής του φόρου υποτέλειας από το νότιο βασίλειο στους Βαβυλωνίους ήταν γι’ αυτό πάρα πολύ βαριές. Ο Βαβυλώνιος αυτοκράτορας Ναδουχοδονόσωρ εξεστράτευσε εναντίον του Ιούδα και πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας ο βασιλιάς Ιωακείμ πέθανε και ανέλαβε ο υιός του Ιωαχίν (Ιεχονίας) (598 - 597 π.Χ.), ο οποίος μετά από τρεις μήνες αποφάσισε να παραδώσει την πρωτεύουσα. Ο Ιωαχίν, η βασιλική οικογένεια και η Ιουδαϊκή αριστοκρατία εξορίστηκαν στη Βαβυλώνα (Α Βαβυλώνια αιχμαλωσία). Η Ιερουσαλήμ επειδή παραδόθηκε δεν καταστράφηκε, αλλά οι θησαυροί του ναού και του παλατιού λαφυραγωγήθηκαν από τους Βαβυλωνίους (Δ Βασ. 24. 13). Στην θέση του Ιωαχίν ο Ναβουχοδονόσωρ τοποθέτησε ένα θείο του, τον Σεδεκία (Μαθανιάν) (597 - 587 π.Χ.), ο οποίος ήταν ο τελευταίος δαυΐδης που ανέβηκε στο θρόνο της Ιερουσαλήμ και κυβέρνησε επίσημα ως φόρου υποτελής βασιλιάς στους Βαβυλωνίους. Ο Σεδεκίας όμως, μερικά χρόνια από την άνοδό του στον θρόνο, ξεκίνησε μυστικές επαφές με τους ηγεμόνες της Τύρου, της Σιδώνος, της Εδώμ, της Μωάβ, της Αμμών και τους Αιγυπτίους, με σκοπό ν’ αποτινάξει από το βασίλειό του την βαβυλωνιακή κυριαρχία. Οι ενέργειές του αυτές προκάλεσαν την οργή των Βαβυλωνίων, οι οποίοι εξεστράτευσαν εναντίον του Ιούδα. Το εκστρατευτικό σώμα που έστειλαν για βοήθεια οι Αιγύπτιοι νικήθηκε από τους Βαβυλωνίους (588 π.Χ.) και η Ιερουσαλήμ βρέθηκε πάλι πολιορκούμενη από τον Βαβυλωνιακό στρατό. Το έτος 587 ο βασιλιάς Σεδεκίας αποφάσισε να παραδώσει κι αυτός την πρωτεύουσα του βασιλείου του στον Ναβουχοδονόσωρα, πιστεύοντας ότι θα συνέβαινε, ότι συνέβη και με τον προκάτοχό του Ιωαχίν. Ο Ναβουχοδονόσωρ όμως αυτή την φορά έπραξε το ακριβώς αντίθετο. Οι υιοί του εκτελέστηκαν και ίδιος τυφλώφηκε και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Βαβυλώνα μαζί με ένα μεγάλο μέρος των υπηκόων του (Β Βαβυλώνια αιχμαλωσία). Η Ιερουσαλήμ και ο ναός λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες και τα τείχη της κατεδαφίστηκαν. Τα όποια πολύτιμα σκεύη είχαν διασωθεί από την πρώτη άλωσή της μεταφέρθηκαν κι αυτά στη Βαβυλώνα.

Η μεταιχμαλωσιακή πολιτική και οικονομική κατάσταση
Η πολιτική κατάσταση κατάσταση στον Ιούδα θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι ήταν ανεκτή, κι αυτό διότι οι Βαβυλώνιοι σε αντίθεση με τους Ασσυρίους, δεν επέβαλαν μία ξένη αριστοκρατία στους εναπομείναντες Ιουδαίους, αλλά διόρισαν διοικητή τον Ιουδαίο Γεδαλία (587/6 π.Χ.), ο οποίος έλαβε κάποια οικονομικοπολιτικά μέτρα, τα οποία έδωσαν μία ώθηση κυρίως στην γεωργική ανάπτυξη του υπό Βαβυλωνιακή κατοχή Ιούδα. Η δολοφονία του από κάποιον Ιουδαίο αξιωματικό ονόματι Ισμαήλ δεν επέφερε ευτυχώς αλλαγή στην οικονομική πολιτική που χάραξε, αλλά προκάλεσε όμως την φυγή κι άλλων Ιουδαίων προς την Αίγυπτο, φοβούμενοι προφανώς αντίποινα από τον Βαβυλωνιακό στρατό. Οι Βαβυλώνιοι μετά από αυτή την ενέργεια, δεν όρισαν νέο Ιουδαίο διοικητή για την επαρχία του Ιούδα, αλλά την υπήγαγον στην επαρχία της Σαμάρειας. Επίσης οι Βαβυλώνιοι έλαβαν κι αυτοί κάποια μέτρα, τα οποία αναζωογόνησαν την κατεστραμένη από πολέμους γη της Ιουδαίας. Σε γενικές γραμμές η οικονομική κατάσταση των Ιουδαίων που έμειναν στην πατρίδα τους θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σχεδόν καλή.

Οι Ιουδαίοι που ακολούθησαν το δρόμο της εξορίας, όσον αφορά την ποιλιτική τους κατάσταση, αυτή ήταν παρόμοια με αυτών που δεν εξορίσθηκαν, όσον αφορά όμως την οικονομική τους κατάσταση, αυτή ήταν πάρα πολύ καλύτερη, όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό εκ πρώτης όψεως. Οι Ιουδαίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του κάτω Ευφράτη και του Τίγρη και ζούσαν ως ένας ημιαυτόνομος πληθυσμός, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους. Οι εξόριστοι μπορούσαν να έχουν ιδιοκτησίες και προϊόντος του χρόνου, ένα μέρος αυτών, αφού δραστηριοποιήθηκε στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, αποκόμισε τεράστια κέρδη. Μία από τις δύο μεγαλύτερες τράπεζες του 7ου αιώνα π.Χ., ο οίκος Egibi, είχε ιδρυθεί και ήταν στα χέρια Ισραηλιτών ή Ιουδαίων. Επίσης ο τραπεζικός οίκος Muraschu του 5ου αιώνα π.Χ., ο οποίος ευρίσκετο στη Νιππούρ, στα νοτιοανατολικά της Βαβυλώνος, ήταν κι αυτός σε ισραηλητικά ιουδαϊκά χέρια.

Η πτώση της Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας, λόγω των ανίκανων διαδόχων του Ναδουχοδονόσωρος Ναβόννηδου και Βαλτάσαρ, επήλθε το έτος 539 π.Χ., όταν ο στρατηγός του Πέρση βασιλιά Κύρου Gobryas κατέλαβε την πρωτεύουσα της Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας. Δύο εβδομάδες αργότερα ο Κύρος έφθασε στην Βαβυλώνα, στην οποία ανακηρύχθηκε μέγας βασιλιάς μιας αχανούς αυτοκρατορίας, η οποία εκτείνετο από την Ινδία μέχρι τις Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας.

Η ανέγερση του δεύτερου ναού
Η άνοδος στο ιστορικό προσκήνιο της Περσικής αυτοκρατορίας, είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή των περισσοτέρων εξορίστων Ισραηλιτών και Ιουδαίων στην πατρίδα τους. Σύμφωνα με το βιβλίο του Β’ Έσδρα, ο Κύρος (539 - 529 π.Χ.) αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας εξέδωσε ένα διάταγμα (538 π.Χ.), βάσει του οποίου δόθηκε η άδεια στους εξορίστους Ιουδαίους και Ισραηλίτες, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και ν’ ανοικοδομήσουν τον κατεστραφέντα από τους Βαβυλωνίους ναό της Ιερουσαλήμ. Το περιεχόμενο του κειμένου το οποίο διασώζει ο χρονικογράφος για το κτίσιμο του ναού είναι λίαν διαφωτιστικό:

2. Ο Κύρος, βασιλιάς της Περσίας, λέει: Ο Κύριος, ο Θεός του Ουρανού, έδωσε σ’ εμένα όλα τα βασίλεια της γης και με πρόσταξε να του κτίσω έναν ναό στην Ιερουσαλήμ, στην Ιουδαία. 3. Όποιος από εσάς ανήκει στο λαό του - ο Θεός του ας είναι μαζί του - ας επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ, στην Ιουδαία, για να ξανακτίσει το ναό του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, του Θεού της Ιερουσαλήμ. 4. Οποιονδήποτε απέμεινε, σε οποιονδήποτε τόπο και αν παροικούσε, οι άνθρωποι του τόπου ας τον βοηθήσουν με ασήμι και χρυσάφι, με διάφορα αγαθά και κτήνη, παράλληλα με την προαιρετική του προσφορά για τον οίκο του Θεού στην Ιερουσαλήμ. 5. Τότε οι αρχηγοί των συγγενειών των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν, οι ιερείς και οι λευίτες, και γενικά όλοι, όσους ο Θεός προδιέθεσε, ετοιμάστηκαν να πάνε και να ξανακτίσουν το ναό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ. 6. Όλοι οι γείτονές τους τους βοήθησαν με κάθε τρόπο, με ασήμι, με ασημένια σκεύη και χρυσάφι, διάφορα αγαθά και κτήνη, καθώς και με πολύτιμα αντικείμενα, εκτός από τις προαιρετικές προσφορές. 7. Ο ίδιος ο βασιλιάς παραχώρησε τα σκεύη του ναού του ναού του Κυρίου, τα οποία είχε πάρει ο Ναδουχοδονόσωρ από την Ιερουσαλήμ και τα είχε τοποθετήσει στο ναό του Θεού του. 8. Ο βασιλιάς των Περσών, τα παραχώρησε στο Μιθριδάτη, το θησαυροφύλακα, κι αυτός τα παρέδωσε ένα προς ένα στο Σεσαβασσάρ, το διοικητή της Ιουδαίας. 9. Επρόκειτο για: Τριάντα λεκάνες χρυσές και χίλιες ασημένιες, είκοσι εννέα δοχεία, 10. τριάντα χρυσά κύπελλα και τετρακόσια δέκα ασημένια, και χίλια διάφορα άλλα σκεύη. 11. Συνολικά πέντε χιλιάδες τετρακόσια σκεύη από χρυσάφι και ασήμι. Ο Σεσαβασσάρ τα μετέφερε όλα μαζί του, όταν επέστρεψε μαζί με τους αιχμαλώτους από την Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ (Β΄ Έσδρας 1. 2 - 11. σελ. 609)

68. Μόλις έφθασαν στο ναό του Κυρίου, στην Ιερουσαλήμ, μερικοί αρχηγοί συγγενειών έκαναν προαιρετικές προσφορές για να ξανακτιστεί ο ναός του Θεού στη θέση όπου ήταν πρωτύτερα. 69. Έδωσαν ό,τι μπορούσαν για να κτισθεί το έργο: Εξήντα μία χιλιάδες χρυσούς δαρεικούς, πέντε χιλιάδες ασημένιες μνες και εκατό ιερατικές στολές. (Β΄ Έσδρας 2. 68 - 69. σελ. 611)

14. Επίσης, ο βασιλιάς Κύρος πήρε από το ναό της Βαβυλώνας τα χρυσά και τα ασημένια σκεύη του ναού του Θεού και τα παρέδωσε σε κάποιον που ονομαζόταν Σεσαβασσάρ και που ο ίδιος ο βασιλιάς τον διόρισε κυβερνήτη της Ιουδαίας. Τα σκεύη αυτά ο Ναβουχοδονόσωρ τα είχε αφαιρέσει από το ναό της Ιερουσαλήμ και τα είχε τοποθετήσει στο ναό της Βαβυλώνας. 15. Ο Κύρος, λοιπόν, ανέθεσε στο Σεσαβασσάρ να παραλάβει τα σκεύη και να πάει να τα τοποθετήσει στο ναό της Ιερουσαλήμ, κι επίσης να δώσει την άδεια ανοικοδόμησης του ναού στην παλιά του θέση. (Β΄ Έσδρας 5. 14 - 15. σελ. 614)

Η ως άνω διήγηση μας δίδει την πολύτιμη πληροφορία ότι ένα μεγάλο μέρος των θησαυρών του πρώτου ναού, το οποίο εφυλάσσετο στην Βαβυλώνα, επεστράφη στην Ιερουσαλήμ και τοποθετήθηκε στο δεύτερο ναό, ο οποίος αποπερατώθηκε το 515 π.Χ. (Β΄ Έσδρας 6. 15 - 18) επί βασιλείας Δαρείου Α΄ (521 - 486 π.Χ.). Την αποπεράτωση του δύσκολου αυτού έργου ο Κύρος την ανέθεσε σ’ ένα ανώτερο κρατικό αξιωματούχο, τον Ιουδαϊκής καταγωγής διοικητή της Ιουδαίας Σεσαβασσάρ. Εκτός όμως από τους επιστραφέντες θησαυρούς, στο προαναφερθέν κείμενο υπονοείται ένας αναγκαστικός «έρανος» για το κτίσιμο του ναού από τους λαούς της Περσικής Αυτοκρατορίας. Όπως ήταν φυσικό στον έρανο αυτό συνέβαλλαν και οι πρώην εξόριστοι Ιουδαίοι, οι οποίοι όπως αποδεικνύεται από την διήγηση του ως άνω κειμένου, αλλά και από τα λεχθέντα περί της οικονομικής τους κατάστασης, δεν ήταν σε καμμία περίπτωση ένας εξαθλιωμένος προσφυγικός πληθυσμός.

Κατά την διάρκεια της περσικής κυριαρχίας, 538 - 331 π.Χ, οι Ιουδαίοι απόλαυσαν μιας σχετικής ευημερίας, αποτέλεσμα της ανοχής της Περσικής αυτοκρατορίας έναντι της εθνικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής ζωής των λαών του αχανούς κράτους των Αχαιμενιδών. Η ανοχή αυτή, σε συνδυασμό με κάποιες εσωτερικές αναταραχές, πολεμικές ήττες των Περσών, την ανοικοδόμηση των τειχών της Ιερουσαλήμ (445 π.Χ.), το μεταρρυθμιστικό έργο των Έσδρα και Νεεμία και την αυτονομία της Ιουδαίας σε ιδιαίτερη επαρχία, γέννησε στους Ιουδαίους την ελπίδα ότι μπορούσαν ν’ ανεξαρτητοποιηθούν και να ιδρύσουν το καταλυθέν από τους Βαβυλωνίους κράτος τους. Τέτοιες κινήσεις, οι πιο σημαντικές, έγιναν από τον διοικητή της επαναπατρισθείσης Ιουδαϊκής κοινότητας Ζοροβάβελ (520 π.Χ.), με την υποστήριξη του αρχιερέα Ιησού και του προφήτη Ζαχαρία, επί βασιλείας Ξέρξη (486 - 465 π.Χ.) το έτος 485 π.Χ. και επί βασιλείας Αρταξέρξη Γ΄ (358 - 338) το έτος 340 π.Χ. Όλες αυτές κατεστάλησαν από τον Περσικό στρατό, χωρίς όμως καταστροφικές συνέπειες για την Ιερουσαλήμ και τον δεύτερο ναό της, του οποίου οι θησαυροί παρέμειναν άθικτοι.

Η πολιτική κατάσταση: αλεξανδρινοί - ελληνιστικοί χρόνοι και ρωμαϊκή εποχή
Τα προνόμια τα οποία παραχωρήθηκαν από τους Πέρσες στην Ιουδαϊκή κοινότητα δεν καταργήθηκαν από τον Μεγάλο Αλέξανδρο (336 - 323 π.Χ.). Η ίδια πολιτική ακολουθήθηκε κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, από τους νέους κυρίαρχους της Παλαιστίνης: αρχικά την δυναστεία των Σελευκιδών και μετά την δυναστεία των Πτολεμαίων. Όταν όμως η Παλαιστίνη επανήλθε υπό την εξουσία των Σελευκιδών το έτος 198 π.Χ., επί βασιλείας Αντιόχου Γ΄ (223 - 187 π.Χ.), συνέβησαν κάποια γεγονότα, τα οποία άλλαξαν την κατάσταση που είχε παγιωθεί πριν από αυτόν τον μεγάλο και άτυχο Σελευκίδη βασιλιά. Ο Αντίοχος υπέστη μία πολύ βαριά στρατιωτική ήττα στην μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ.), από την ανερχόμενη κοσμοκράτειρα Ρώμη και υποχρεώθηκε, μεταξύ άλλων, να καταβάλλει πολύ μεγάλες αποζημιώσεις, οι οποίες όπως ήταν φυσικό εξοικονομήθηκαν από επιπροσθέτους φόρους, που επεβλήθησαν στους υποτελείς των Σελευκιδών. Ο υπουργός του Σελεύκου Δ΄ του Φιλοπάτωρος (187 - 175 π.Χ.), διαδόχου του Αντιόχου Γ΄, Ηλιόδωρος, επεχείρησε να δημεύσει, ανεπιτυχώς, τους θησαυρούς του ναού της Ιερουσαλήμ, για να μπορέσει να πληρώσει τις πολεμικές αποζημιώσεις (Β Μακκ. 3. 1 - 30). Η υποφώσκουσα ένταση μεταξύ του Ιουδαϊσμού και των Σελευκιδών μεγάλωσε με την προσπάθεια του βίαιου εξελληνισμού των πρώτων από τους δευτέρους. Επίσης, η φιλοπτολεμαϊκή στάση ενός μέρους των Ιουδαίων, η οποία όπως ήταν φυσικό θεωρήθηκε προδοτική από τους Σελευκίδες, σε συνδυασμό με την ανάληψη της εξουσίας από τον Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή (175 - 164 π.Χ.), διαδόχου του δολοφονηθέντος Σελεύκου Δ΄, οδήγησαν στην οριστική ρήξη μεταξύ των Ιουδαίων και της δυναστείας των Σελευκιδών.

Η ρήξη αυτή επήλθε, όταν ο Αντίοχος Δ΄ το έτος 169 λεηλάτησε το ναό της Ιερουσαλήμ, παίρνωντας ένα μέρος από τους θησαυρούς του, εξόντωσε και εξανδραπόδισε πολλούς από κατοίκους της (Α Μακκ. 20 - 28) και όταν μετά από δύο χρόνια (167 π.Χ.) έστειλε τον Απολλώνιο, για να καταστείλει μία Ιουδαϊκή εξέγερση, ο οποίος κατεδάφισε τα τείχη της Ιερουσαλήμ, απαγόρευσε την λατρεία του Γιαχβέ στο ναό της Ιερουσαλήμ, στον οποίο πλέον θα ελατρεύετο ο Ολύμπιος Δίας (Β΄ Μακκ. 6. 1 - 7. Α΄ Μακκ. 1. 54. Δαν. 11. 31 και 12. 11). Ο Αντίοχος Δ΄ με διάταγμά του, έθεσε υπό διωγμό την Ιουδαϊκή θρησκεία (Α΄ Μακκ. 1. 44 - 50) και απαγόρευσε στους Εβραίους να ζουν με τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμά τους. Ένα χρόνο μετά (166 π.Χ.) ξέσπασε η Μακκαβαϊκή επανάσταση, ως αντίδραση στην προαναφερθείσα πολύ σκληρή πολιτική των Σελευκιδών. Αποτέλεσμα της προαναφερθείσης εξέγερσης ήταν να ξεσπάσει ένα πόλεμος, μεταξύ του Ιούδα του Μακκαβαίου (166 - 161 π.Χ.) και του Αντιόχου Δ και των διαδόχων του Φιλίππου, Αντιόχου Ε του Ευπάτωρος (164 - 162 π.Χ.) και του Δημητρίου Α΄ του Σωτήρος (162 - 151 π.Χ.). Οι Μακκαβαίοι απελευθέρωσαν την Ιερουσαλήμ και το ναό της από τους Ελληνιστές (165 π.Χ.).

Ο Ιούδας, αφού περιτείχισε το ναό, τον κατέστησε ένα ισχυρό φρούριο, το οποίο δέσποζε πάνω στο λόφο Σιών της παλαιάς πρωτεύουσας του Δαυΐδ. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο Δημήτριος Α μπόρεσε και νίκησε τον Ιούδα τον Μακκαβαίο στην μάχη της Ελασά (161 π.Χ.) και ανεκατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Οι Ιουδαίοι όμως, προϊόντος του χρόνου, επωφελήθηκαν από τις συνεχείς εσωτερικές διαμάχες των Σελευκιδών και κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος, το βασίλειο των Ασμοναίων (150 - 63 π.Χ.). Καθ’ όλη την διάρκεια της Μακκαβαϊκής επανάστασης και μέχρι το τέλος της κυριαρχίας των Σελευκιδών (141 π.Χ.) στην περιοχή της Ιουδαίας, ο ναός δεν λεηλατήθηκε, κι αυτό διότι όποιοι τον καταλάμβαναν, Ελληνιστές ή Ιουδαίοι, τον έκαναν ιερό της δικής τους λατρείας.

Η αποστολή του στρατηγού Πομπήϊου (66 π.Χ.) στον Πόντο, με σκοπό την νίκη επί του βασιλιά Μιθριδάτη και τον περιορισμό του Αρμένιου βασιλιά Τιγράνη, σήμανε την οριστική απόφαση της Ρώμης να επεκτείνει την κυριαρχία της στην Ανατολή. Μεταξύ των δύο διεκδικητών του βασιλικού και αρχιερατικού αξιώματος Αριστοβούλου Β΄ (67 - 63 π.Χ.) και Υρκανού Β΄, ο Ρωμαίος στρατηγός υποστήριξε τον δεύτερο. Ο Αριστόβουλος δεν δέχθηκε αυτήν την απόφαση και προέβαλε αντίσταση, υποχωρώντας στην οχυρωμένη περιοχή του ναού. Μετά από τρεις μήνες πολιορκία ο ναός εκπορθήθηκε, χωρίς όμως να λεηλατηθούν οι θησαυροί του (63 π.Χ.). Ο Πομπήϊος επέτρεψε να συνεχιστεί η ιουδαϊκή λατρεία στο ναό και τα μέτρα που έλαβε, ήταν εν γένει ήπια. Το κράτος των Σελευκιδών διαλύθηκε και έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Οι διοικητές της νέας Ρωμαϊκής επαρχίας Σκαύρος και Γαβίνιος ακολούθησαν κι αυτοί μία ήπια πολιτική και με διάφορες μεταρρυθμίσεις, έδωσαν μία νέα ώθηση στην οικονομική ανάπτυξή της. Οι σχετικά καλές σχέσεις όμως μεταξύ των Ιουδαίων και των νέων κυριάρχων τους διαταράχθησαν σοβαρά από τη σύλληση των θησαυρών του ναού από τον Κράσσο (54 π.Χ.), με σκοπό να χρηματοδοτήσει μία ανεπιτυχή εκστρατεία του εναντίον των Πάρθων. Τα πράγματα καλυτέρευσαν για τους Ιουδαίους όταν πήρε την εξουσία στην Ρώμη ο Καίσαρ, αλλά η δολοφονία του είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή της κατάστασης προς το χειρότερο για τους Ιουδαίους, λόγω της σκληρής οικονομικής τους εκμετάλευσης, από τους διαδόχους του Καίσαρα. Αυτή η δυσαρέσκεια οδήγησε τον τελευταίο της δυναστείας των Ασμοναίων Αντίγονο, σε μία εκ των προτέρων καταδικασμένη εξέγερση. Η Ιερουσαλήμ και ο ναός κυριεύθηκαν από τους Ρωμαίους (37 π.Χ.) και λεηλατήθηκαν. Ο δε Αντίγονος εκτελέστηκε κατόπιν επιθυμίας του αντίζηλου και διεκδικητή του θρόνου του Ηρώδη.

Ο «τρίτος» ναός
Ο αραβικής καταγωγής Ηρώδης (37 - 4 π.Χ.), ο οποίος είχε αποκτήσει την εύνοια των Ρωμαίων, επειδή είχε συμμαχήσει μαζί τους εναντίον του Αντιγόνου, χρίσθηκε βασιλιάς της Ιουδαίας (νότια Παλαιστίνη) και της Σαμάρειας (κεντρική Παλαιστίνη). Ο νέος αυτός ηγεμόνας, μεταξύ άλλων, επεδόθη σε μία έντονη οικοδομική δραστηριότητα. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του ήταν η αποκατάσταση και αναμόρφωση του δευτέρου ναού, η οποία άρχισε το έτος 20 ή 19 π.Χ. και τελείωσε το 64 μ.Χ επί επιτρόπου Αλμπίνου. Ο Ιδουμαίος ηγεμόνας όχι μόνο αποκατέστησε το ναό του Ζοροβάβελ, αλλά έκανε και σημαντικές προσθήκες σ’ αυτόν, δίδοντάς του μνημειακή μορφή. Πριν ξεκινήσει την ανέγερσή του, επεξέτεινε τον χώρο στον οποίο ευρίσκετο με επιχωματώσεις και αναχώματα. Πέριξ του ναού κατασκεύασε στοές και αυλές, τις οποίες περιέβαλε και προτάτευσε με την κατασκευή ενός ισχυρού τείχους. Χαρακτηριστικό του μεγέθους του έργου, το οποίο συνετελέσθη, ήταν ο αριθμός των εργατών που χρησιμοποιήθηκαν, ο οποίος έφθασε τις 18.000. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένας από τους λαμπρότερους, ωραιότερους και πλουσιότερους ναούς της αρχαιότητας σύμφωνα με τις περιγραφές του Ιωσήπου. Ενώ όμως ο ναός του Ηρώδη υπερτερούσε σε μέγεθος έναντι των δύο προαναφερθέντων, του Σολομώντος δηλαδή και του Ζοροβάβελ, υστερούσε σε πολύτιμα λατρευτικά αντικείμενα. Ο θησαυρός του ναού αποτελείτο κυρίως από χρήματα και όχι από πολύτιμα αφιερώματα, τα οποία συσσωρεύθηκαν από εισφορές και προσφορές των Ιουδαίων της Παλαιστίνης και της Διασποράς και έγιναν η τελική αφορμή για να ξεσπάσει μία επανάσταση, της οποίας κατάληξη ήταν η καταστροφή του τρίτου ναού και η οριστική απώλεια ολοκλήρου του θησαυρού του.

Παρ’ όλο που ο Ηρώδης και οι διάδοχοι του (4 π.Χ. - 100 μ.Χ.) προσπάθησαν να εφαρμόσουν μία πολιτική εξευμενισμού της Ρωμαϊκής εξουσίας και ταυτόχρονα κατευνασμού των αντιρωμαϊκών αισθημάτων των υποδούλων Ιουδαίων, η Ρωμαϊκή πολιτική με την υπερβολική φορολογία, την τυραννική διοίκηση της Ιουδαίας από τους Ρωμαίους επιτρόπους και την απαίτηση να λατρεύεται ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ως θεός, αλλά και ο έντονος Ιουδαϊκός εσχατολογικός μεσσιανισμός της εποχής εκείνης, είχαν ως αποτέλεσμα να μεγαλώσει το μίσος τους εναντίον της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Η αφορμή για την έναρξη αντιρωμαϊκής εξέγερσης δόθηκε από τον Ρωμαίο επίτροπο Γέσσιο Φλώρο (64 - 66 μ.Χ.), ο οποίος αφαίρεσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό (17 τάλαντα) από το θησαυροφυλάκιο του ναού. Οι εξεγερθέντες κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και μερικά σημαντικά οχυρά. Ο αυτοκράτορας Νέρων διέταξε τον στρατηγό Φλάβιο Βεσπασιανό να καταστείλει την Ιουδαϊκή επανάσταση. Ο Βεσπασιανός μαζί με τον υιό του Τίτο κατάφεραν σχετικά εύκολα να καταπνίξουν στο αίμα την Ιουδαϊκή εξέγερση, προελαύνοντας στην Παλαιστίνη μ’ έναν ισχυρότατο στρατό εξήντα χιλιάδων λεγεωναρίων. Μετά την αυτοκτονία όμως του Νέρωνος (68 μ.Χ.), έναν σύντομο εμφύλιο πόλεμο και την ανακήρυξη του Βεσπασιανού από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες ως νέου αυτοκράτορα (69 - 79 μ.Χ.), ο τελευταίος αναγκάσθηκε να μεταβεί στην Ρώμη, αφήνοντας στον υιό του Τίτο να τελειώσει αυτό που ξεκίνησαν μαζί πριν από τέσσερα περίπου χρόνια.

Προκειμένου ο στρατηγός Τίτος να ολοκληρώσει την καταστολή της Ιουδαϊκής επανάστασης, έπρεπε να καταλάβει την Ιερουσαλήμ, το μοναδικό ελεύθερο μέρος που είχε απομείνει και δεν παρεδίδετο. Ο Ρωμαίος στρατηγός έχοντας στην διάθεσή του τέσσερις λεγεώνες και πολλές εφεδρείες ξεκίνησε την πολιορκία της ιερής πόλης την άνοιξη του έτους 70 μ.Χ. Ο Ρωμαϊκός στρατός εισήλθε στην ιερή πόλη από το αδύναμο βόρειο τμήμα της. Οι ηρωϊκοί υπερασπιστές της όμως δεν παραδόθηκαν και αποσύρθηκαν εντός των τειχών του ναού και του ισχυρού φρουρίου Αντωνία συνεχίζοντας να πολεμούν. Η πείνα όμως, οι επιδημίες και η στρατιωτική υπεροχή των Ρωμαίων, έκαμψαν την ηρωϊκή αντίσταση των Ιουδαίων αγωνιστών, οι οποίοι υπέκυψαν τελικά τον Αύγουστο του ιδίου έτους.

Οι Ρωμαίοι εόρτασαν τη νίκη τους αυτή μ’ ένα όργιο δολοφονιών και λεηλασιών. Τα προφητικά λόγια του Κυρίου για την καταστροφή της πόλης του Δαυΐδ και τα δεινά των κατοίκων της επαληθεύθηκαν λέξη προς λέξη: «Όταν θα δείτε την Ιερουσαλήμ να κυκλώνεται από στρατεύματα, τότε να ξέρετε πως έφθασε η καταστροφή της. Πολλοί θα θανατωθούν με ξίφος κι άλλοι θα οδηγηθούν αιχμάλωτοι σ’ όλον τον κόσμο, και η Ιερουσαλήμ θα καταπατείται από τους εθνικούς...» (Λουκάς 21. 20. 24). Περίπου εκατό χιλιάδες Ιουδαίοι θανατώθηκαν (σταυρώθηκαν, ακρωτηριάστηκαν κ.α.) και άλλοι τόσοι σκλαβώθηκαν. Η Ιερουσαλήμ υπέστη μεγάλες ζημιές και ο ναός λεηλατήθηκε και παραδόθηκε στις φλόγες. Ένα χρόνο αργότερα (71 μ.Χ.) ο Τίτος εόρτασε επίσημα τη νίκη του στην Ρώμη, με μία θριαμβευτική πορεία από επτακόσιους Ιουδαίους αιχμαλώτους και πολύτιμα λάφυρα, μεταξύ των οποίων ήταν η επτάφωτη λυχνία και η τράπεζα των άρτων, κατασκευασμένες από ατόφιο χρυσάφι. Το γεγονός αυτό απαθανατίστηκε στην γιγαντιαία επονομασθείσα αψίδα του Τίτου, η οποία σώζεται στην Ρώμη μέχρι τις ημέρες μας και κτίσθηκε για ν’ απαθανατίσει την επιτυχή έκβαση της πολεμικής εκστρατείας του εναντίων των Ιουδαίων. Είναι προφανές, ότι και οτιδήποτε άλλο πολύτιμο υπήρχε εντός του ναού, μεταφέρθηκε κατά πάσα πιθανότητα και αυτό στην αιώνια πόλη, στην οποία χάθηκαν οριστικά τα ίχνη του θησαυρού του τελευταίου σπουδαιοτέρου Ισραηλιτικού ιερού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΚΑΤ’ ΕΠΙΛΟΓΗΝ): Πηγές: • Rahlfs Alfred (ed.), Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο΄, εκδ. Αποστολική διακονία της εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1981. • Septuaginta, Η Π. Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα με κριτικό υπόμνημα, Deutsche Bibelgesellschaft Stuttgart, Germany, 1979• (Α.Γ.) Η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, (εισαγωγές - μετάφραση - σχόλια - χρονολογικοί πίνακες), Ελληνική Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα, 1997 • Ιωσήπου, Άπαντα,, Κάκτος, Αθήνα, τόμ. 15, 1997 Βοηθήματα: • Anderson G.W., History and Religion of Israel, Oxford University Press, 1974 • Bright J., A History of Israel, Westminster Press, Philadelphia, U.S.A., 1981 • Finegan Jack., Handbook of Biblical Chronology, Hendrickson Publishers Inc,U.S.A., 1998 • Schroeter Daniel J., Israel: An Illustrated History, Oxford University Press, 1999 • Boardman J. - Griffin J. - Murray O. (eds), The Oxford History of Greece and the Hellenistic World, Oxford University Press, Oxford - New York, 2001 • The Oxford History of the Roman World , Oxford University Press, Oxford - New York, 2001 • Vaux de R., The Early History of Israel, Philadelphia, 1978
Κωνσταντίνος Χατζηελευθερίου, Archive

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου