Αίθυια

Τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων

| Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Ο Δαβίδ μεταφέρει την κιβωτό της διαθήκης στην Ιερουσαλήμ.
Domenico Gargiulo (1609-1675)

Ο βίος της εκκλησίας των Ιεροσολύμων αρχίζει μαζί με εκείνον της χριστιανοσύνης και η ιστορία της είναι συνυφασμένη με την ιστορία του Χριστιανισμού. Η Παλαιστίνη, η «Γη της Επαγγελίας» της Παλαιάς Διαθήκης, και τα Ιεροσόλυμα, «το ιερό όρος Σιών» των Εβραίων, με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν ιερή σημασία και γι’ άλλους λαούς και θρησκείες οι οποίες ήταν, λιγότερο ή περισσότερο, επηρεασμένες από την Παλαιά Διαθήκη. Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός και Ισλάμ διεκδικούν τη συγκεκριμένη περιοχή ως «ιερό τόπο» και έχουν στήσει εκεί τα ιερά τεμένη της λατρείας τους. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.

Μετά τη σύλληψη και τη σταύρωση του Ιησού, οι μαθητές Του συγκεντρώθηκαν στα Ιεροσόλυμα περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία, η οποία σύμφωνα με τις μεσσιανικές αντιλήψεις των Ιουδαίων θα πραγματοποιείτο στην πρωτεύουσα του βασιλείου του Δαβίδ. Ετσι ιδρύθηκε εκεί η πρώτη τοπική εκκλησία και χριστιανική κοινότητα, η οποία με τον χρόνο κατέστη το κέντρο των υπολοίπων κατά τόπους χριστιανικών εκκλησιών. Λίγο αργότερα ακολούθησε σε αυτήν την πόλη και ο πρώτος διωγμός των Χριστιανών εκ μέρους των Ιουδαίων, με αποτέλεσμα τα μέλη της τοπικής κοινότητας να διασπαρούν στην Ιουδαία και τη Σαμάρεια, διαδίδοντας ταυτοχρόνως την πίστη τους.

Σε αυτήν την πόλη εμφανίσθηκαν και οι πρώτες εκκλησιαστικές έριδες. Ηδη από τα χρόνια των Αποστόλων οι Χριστιανοί που απήρτιζαν την εκκλησία των Ιεροσολύμων και οι οποίοι προέρχονταν από την τάξη των Φαρισαίων (Πράξεις 15,5), κήρυσσαν ότι όσοι ήθελαν να προσηλυτισθούν στον Χριστιανισμό έπρεπε πρώτα να περιτέμνονται, με άλλα λόγια να γίνονται πρώτα Ιουδαίοι. Σε αυτήν τους την έμμονη αντίληψη, η οποία πήγαζε από την Παλαιά Διαθήκη και είχε ως σκοπό να μεταστρέψει στον Ιουδαϊσμό οποιονδήποτε εισερχόταν στη νεότευκτη χριστιανική εκκλησία, αντιτέθηκε ένας επίσης προσήλυτος πρώην Φαρισαίος και μαθητής του φημισμένου νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, ο Σαούλ από την Ταρσό, γνωστός ευρύτερα και ως Απόστολος Παύλος, ο οποίος κήρυττε ότι Χριστιανοί μπορούν να γίνονται και οι «μη περιτετμημένοι», ή αλλιώς «οι εξ Εθνών», αφού σύμφωνα με τη διδασκαλία του ο Χριστός είχε έλθει όχι μόνο ως σωτήρας και μεσσίας του «εκλεκτού λαού Ισραήλ», αλλά όλης της ανθρωπότητας. Αυτή η διδασκαλία αποτέλεσε την πρώτη εμφανή διάκριση των Χριστιανών από τους Ιουδαίους, αφού έως τότε θεωρούντο ως μια επιπλέον ιουδαϊκή αίρεση. Παράλληλα, όμως, ήταν και ένα καίριο πλήγμα στον εθνικό κορμό του Ισραήλ, αφού ο πρώην ζηλωτής Σαούλ είχε αποφασίσει να θυσιάσει ένα τμήμα του εβραϊκού λαού προκειμένου να θεμελιώσει και να ενισχύσει μια αυτόνομη και ανεξάρτητη χριστιανική εκκλησία τον πυρήνα της οποίας θα αποτελούσαν οι Ιουδαίοι. Οπως ήταν φυσικό, οι Ιουδαίο-χριστιανοί των Ιεροσολύμων αντέδρασαν έντονα και αποτέλεσμα αυτού ήταν μια πρώιμη ενδοεκκλησιαστική έριδα η οποία συγκλόνισε τη διωκόμενη πρωτοχριστιανική κοινότητα.

Τελικά, προς επίλυση του ζητήματος συνεκλήθη το έτος 52 μ.Χ. στην πόλη των Ιεροσολύμων και η πρώτη Σύνοδος της Εκκλησίας, η λεγόμενη «Αποστολική Σύνοδος», προκειμένου να αποφασίσει περί των όρων της εισόδου των Εθνικών στην εκκλησία. Τελικά αποφάνθηκε ότι όσοι ήθελαν να βαπτισθούν δεν ήταν ανάγκη να αποδεχθούν τον μωσαϊκό νόμο και την περιτομή. Σε αυτήν τη σύνοδο, μάλιστα, ο Παύλος υποστήριξε ότι από συγκατάβαση προς τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς αφέθηκε να ισχύει μέχρι τότε ο νόμος του Μωυσέως. Οι Ιουδαίο-χριστιανοί των Ιεροσολύμων κατηγόρησαν τον Παύλο ότι με τη διδασκαλία του στρεφόταν εναντίον τους (Πράξεις 21,28). Μετά από ταραχώδεις συζητήσεις και απειλές εναντίον ακόμη και της ζωής του Αποστόλου Παύλου επικράτησε τελικά η γνώμη του, και επάνω στην ιουδαίο-χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων τέθηκαν οι βάσεις της πολυεθνικής χριστιανικής εκκλησίας. Στην ίδια σύνοδο θεσπίσθηκε επίσης ότι, όπως οι Ιουδαίοι της διασποράς πλήρωναν χρήματα ως εισφορά για τον Ναό του Σολομώντος, έτσι και οι Χριστιανοί έπρεπε να πληρώνουν ετήσια εισφορά ως ενίσχυση στην εκκλησία των Ιεροσολύμων. Το σημαντικότερο, όμως, από θεολογική και ιστορική άποψη είναι ότι στα Ιεροσόλυμα με την Αποστολική Σύνοδο του 52 γεννήθηκε και η Συνοδικότητα ως θεσμός στην Εκκλησία.

Μεταξύ των Αποστόλων που είχαν εγκατασταθεί στα Ιεροσόλυμα αναφέρεται και ο Ιάκωβος, ο οποίος παρουσιάζεται να έχει εξέχουσα θέση κυρίως όταν απουσίαζαν οι υπόλοιποι μαθητές του Χριστού και φαίνεται να μη εγκατέλειψε ποτέ τα Ιεροσόλυμα. Σύμφωνα με την παράδοση, αποκαλείται «αδελφόθεος», δηλαδή αδελφός του Ιησού από τον πρώτο γάμο του μνήστορος Ιωσήφ, ωστόσο δεν υπάρχουν ιστορικά τεκμήρια που να στηρίζουν αυτήν τη θεωρία. Το βέβαιο είναι ότι υπέστη μαρτυρικό θάνατο λιθοβολούμενος από τους Ιουδαίους στον διωγμό του 62 και έκτοτε πέρασε στην Ιστορία ως ο πρώτος επίσκοπος της πόλης. Μετά την άλωση της πόλης το 70, και κατόπιν γενικής ψηφοφορίας των Χριστιανών, τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Συμεών, ο οποίος υπέστη σταυρικό θάνατο, και κατόπιν αυτού, το 107, χειροτονήθηκε επίσκοπος ο τρίτος αδελφός τους, Ιούδας. Ετσι άρχισε η μακρά αλυσίδα των Πατριαρχών, κατά τα εβραϊκά πρότυπα της Παλαιάς Διαθήκης, και καθιερώθηκε στα Ιεροσόλυμα ο μοναρχικός τύπος διοίκησης της Εκκλησίας.

Κατά τις παραμονές της πολιορκίας των Ιεροσολύμων από τους Ρωμαίους όλοι οι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί είχαν αποσυρθεί στις πέραν του Ιορδάνη περιοχές αρνούμενοι να υπερασπισθούν την παλαιά πρωτεύουσα του Δαβίδ. Με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού από τον Ρωμαίο στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα Τίτο, το 70, και την ίδρυση επί των ερειπίων της της ρωμαϊκής στρατιωτικής αποικίας Αιλίας Καπιτωλίνας, το 135, από τον αυτοκράτορα Αδριανό, οι Ιουδαιο-χριστιανοί έχασαν το κέντρο αναφοράς τους, αφού μέχρι τότε τελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα μαζί με τους Εβραίους στα ιερά των δευτέρων. Οσοι δεν ενώθηκαν με τις ομάδες των εξ εθνών Χριστιανών διατηρήθηκαν ως αιρετικές ομάδες (Ναζωραίοι, Εβιωνίτες, Ελκεσαιΐτες). Η χριστιανική κοινότητα ανασυγκροτήθηκε στα Ιεροσόλυμα από Χριστιανούς Εθνικούς πλέον και ο επίσκοπός της ανήκε στον Μητροπολίτη Καισαρείας, πόλης η οποία ήταν την εποχή εκείνη πρωτεύουσα της Παλαιστίνης. Οι Χριστιανοί, λοιπόν, έχοντας διαχωρίσει τη θέση τους από τους Εβραίους, στους οποίους είχε απαγορευθεί η παραμονή στην Ιερουσαλήμ και τις πέριξ περιοχές, εγκατέστησαν εξαρχής την έδρα τους και κατά συνέπεια την ανώτατη διοίκηση της εκκλησίας στην «αγία πόλη». Μάλιστα, από τον 2ο αιώνα και μετά ως αντίδραση στο κίνημα των Γνωστικών, οι εκκλησίες Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ρώμης άρχισαν να συντάσσουν καταλόγους των επισκόπων προκειμένου να αποδείξουν την αδιάσπαστη ανά τους αιώνες αποστολική διαδοχή και την αυθεντία στην έκφραση των δογμάτων της πίστης.

Μεγαλύτερη σημασία άρχισε να αποκτά η εκκλησία των Ιεροσολύμων από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και μετά, όταν οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης την τιμούσαν ως «μητέρα των εκκλησιών». Επί βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου και με την επιστασία και τις δωρεές της μητέρας του, Αγίας Ελένης, οικοδομήθηκαν οι πρώτοι ναοί στα Ιεροσόλυμα και η τοπική εκκλησία άρχισε να γνωρίζει μεγάλη ακμή. Τότε ανεγέρθηκε για πρώτη φορά ο Ναός της Αναστάσεως, ο οποίος αποτελεί το κέντρο του Πατριαρχείου έως σήμερα, καθώς και πλήθος άλλων ναών και κτισμάτων θρησκευτικής κυρίως χρήσης. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της τοπικής εκκλησίας διαδραμάτισε από την περίοδο εκείνη και εξής η άφιξη προσκυνητών, οι οποίοι συνέρρεαν από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας προκειμένου να βαδίσουν στη γη όπου έζησε ο Χριστός. Ο επίσκοπος της πόλης των Ιεροσολύμων ανήχθη σε Μητροπολίτη με τον τίτλο «επίσκοπος Αιλίας». Με τον καιρό υποχώρησε το ρωμαϊκό όνομα των Ιεροσολύμων και η πόλη έλαβε πάλι το Ιουδαϊκό.

Σημαντικές πληροφορίες για την εκκλησία των Ιεροσολύμων της περιόδου εκείνης έχουμε από το «Οδοιπορικόν» της Αιθερίας (Peregrinatio Aetheriae), που συντάχθηκε περί το 380 και το οποίο περιλαμβάνει τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις μιας Δυτικοευρωπαίας Χριστιανής προσκυνήτριας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως η Αιθερία περιγράφει το ιδιόρρυθμο τελετουργικό που αναπτύσσεται στα Ιεροσόλυμα, αλλά δεν αναφέρεται καθόλου στο θαύμα της αφής του Αγίου Φωτός, γεγονός που σημαίνει ότι τότε μάλλον δεν διεξαγόταν, ή τουλάχιστον δεν είχε γίνει αντιληπτή από την προσκυνήτρια, η συγκεκριμένη τελετή.

Από τον 5ο αιώνα και εξής, και δεδομένης της πολιτικής κατάστασης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως, της Ρώμης, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων ανυψώθηκαν σταδιακά σε Πατριαρχεία. Ο παλαιοδιαθηκικός τίτλος «Πατριάρχης», ο οποίος αρχικά αποδιδόταν σε σεβάσμιους επισκόπους, βαθμηδόν περιορίσθηκε στη σημασία που έχει μέχρι σήμερα. Ο θρόνος των Ιεροσολύμων ανυψώθηκε το 451 με απόφαση της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου σε Πατριαρχείο. Τέθηκε, μάλιστα, τελευταίος στην τάξη λόγω των εξαιρετικών συνθηκών στις οποίες βρισκόταν η πόλη εκείνη την περίοδο. Μπορούμε εδώ με βεβαιότητα να ισχυρισθούμε ότι κύριο ρόλο στην απόδοση πρεσβείων τιμής στην Ανατολική εκκλησία έπαιζε η πολιτική σημασία κάθε πόλης, διαφορετικά τα Ιεροσόλυμα θα ήταν στην πρώτη θέση ως «η μήτηρ των εκκλησιών», και όχι στην τελευταία. Αυτήν την περίοδο αναπτύχθηκε στην περιοχή εκείνη και ο μοναχισμός, ο οποίος μεταφυτεύθηκε από την Αίγυπτο και έμελλε να παίξει μεγάλο ρόλο στη μετέπειτα ζωή και οργάνωση του Πατριαρχείου, όπως θα δούμε παρακάτω.

Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Πατριαρχείου διαδραμάτισε και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, ο οποίος οικοδόμησε νέους ναούς όπως αυτόν της Θεοτόκου δίπλα στην τοποθεσία όπου βρισκόταν παλαιότερα ο Ναός του Σολομώντος, και μονές όπως την περίφημη μονή του Σινά. Ταυτόχρονα, ανακαίνισε και συντήρησε με μεγάλες χρηματικές δωρεές τα προσκυνήματα που είχαν ανεγερθεί επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ωστόσο, τα έργα της εποχής τόσο του Μεγάλου Κωνσταντίνου όσο και του Ιουστινιανού καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς στις αρχές του 7ου αιώνα κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της περιοχής από τους Πέρσες. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο μόνος ναός τον οποίον δεν κατέστρεψαν οι ζωροάστρες Ασιάτες ήταν εκείνος της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ, και αυτό λόγω του ότι στην είσοδό του είχε ζωγραφισμένους τους τρεις μάγους με περσικές ενδυμασίες. Οι κατακτητές σεβάσθηκαν τους εικονογραφημένους συμπατριώτες τους και δεν σύλησαν τον ναό. Χάρη, λοιπόν, σε μια παραξενιά της Ιστορίας σώθηκε έως σήμερα ο πρωτοβυζαντινός Ναός της Γεννήσεως του Σωτήρος. Τελικά, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, αφού εξεδίωξε τους Πέρσες κατακτητές και επέστρεψε τον Τίμιο Σταυρό τον οποίον εκείνοι είχαν λάβει ως λάφυρο, ανοικοδόμησε όλους τους κατεστραμμένους ναούς. Ωστόσο, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων δεν έμελλε να χαρεί μακρά περίοδο ευτυχίας και ευημερίας.

Αραβική κατάκτηση και Σταυροφορίες
Από τον 7ο αιώνα και μετά τα παλαίφατα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας, καθώς και η αυτοκέφαλη εκκλησία της Κύπρου, περιήλθαν στην κατοχή των Αράβων και άρχισε η σταδιακή παρακμή τους. Συγκεκριμένα, τα Ιεροσόλυμα κατακτήθηκαν το 637 από τον Ομάρ, ο οποίος όμως με ειδική Συνθήκη εξασφάλισε τα δικαιώματα του Πατριαρχείου επί των προσκυνημάτων. Ωστόσο, η καταπίεση και ο βίαιος εξισλαμισμός των Χριστιανών αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο της περιόδου εκείνης, ενώ εξαραβίζονταν οι πληθυσμοί που κατοικούσαν στις περιοχές τους. Λόγω των συνεχών πολέμων και της μακροχρόνιας κατοχής από τους Αραβες Μουσουλμάνους, πολλές φορές οι πατριαρχικοί θρόνοι έμεναν κενοί επί τέσσερις έως επτά δεκαετίες, ενώ άλλοτε ανέρχονταν σε αυτούς ιθαγενείς και αραβόφωνοι Πατριάρχες οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση και εξάρτηση από τη βυζαντινή εξουσία και κατά συνέπεια από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Οι Αραβες, λοιπόν, είχαν περιορίσει τη χριστιανοσύνη στην Ανατολή και καταπίεζαν αφόρητα όχι μόνο τους ντόπιους χριστιανικούς πληθυσμούς, αλλά και τους προσκυνητές οι οποίοι κατέφθαναν από την Ευρώπη για να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους. Επιπλέον, στη Δύση η ακμή του παπισμού την ίδια περίοδο επέφερε ακμή και της παπικής θρησκευτικότητας, την οποία χαρακτήριζε πάντοτε μια διπλή τάση, υπερκόσμια και εγκόσμια. Ο καθολικισμός, με άλλα λόγια, διακατεχόταν από τον πόθο της απόκτησης όχι μόνο της επουράνιας, αλλά και της επίγειας Ιερουσαλήμ. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίον αυξήθηκε τόσο η μετάβαση Δυτικοευρωπαίων στους Αγίους Τόπους, όπως και η επιθυμία να τους απελευθερώσουν από τους απίστους, αλλά ακόμη και να μεταδώσουν τον Χριστιανισμό στους Μουσουλμάνους. Από τον 11ο αιώνα και μετά, μάλιστα, όποτε οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατέστησαν κύριοι της περιοχής, η θέση των Χριστιανών επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, γεγονός που επιτάχυνε τις εξελίξεις για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης στη Δύση.

Ακριβώς τον 11ο αιώνα, με αφορμή την απελευθέρωση του Αγίου Τάφου, άρχισε η Α’ Σταυροφορία. Οι πάπες είχαν αρχίσει ήδη από τα τέλη του 10ου αιώνα να καλούν τους πιστούς σε σταυροφορία με εγκυκλίους «εκ προσώπου της ερημωμένης Ιερουσαλήμ» (ex persona devastatae Hierosolymae), ενώ και Βυζαντινοί αυτοκράτορες, όπως ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός, οι οποίοι δεν είχαν πλέον τη στρατιωτική ισχύ να απελευθερώσουν μόνοι τους τις επαρχίες τους, υποδαύλιζαν τέτοιες ενέργειες προτρέποντας σε ιερό πόλεμο υπό το ιερό σύμβολο του Σταυρού, για δικούς τους λόγους. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος, μάλιστα, υποσχέθηκε συμμετοχή στη σταυροφορία για την ανάκτηση των υπό των απίστων καταληφθέντων Αγίων Τόπων.

Για να εξεγερθούν τα πλήθη και να συμμετάσχουν στη σταυροφορία, ο Πέτρος ο Ερημίτης ισχυρίσθηκε ότι «καθ’ ύπνον είδε τον Χριστόν να του ζητά να μεταφέρει στον Πάπα την εντολή να εξεγείρει ολόκληρη την Χριστιανοσύνη προκειμένου να απελευθερωθούν οι Αγιοι Τόποι». Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι ο Πέτρος ο Ερημίτης ανέλαβε μαζί με κάποιους άλλους ιερωμένους το κήρυγμα της σταυροφορίας, η οποία είχε αποφασισθεί στη Σύνοδο του Κλερμών το έτος 1095. Οι σταυροφόροι θεώρησαν τους εαυτούς τους συνεχιστές και ολοκληρωτές του θεάρεστου έργου των προσκυνητών, επομένως πίστευαν ότι αποτελούσαν μια ανώτερη βαθμίδα προσκυνητών. Αποτέλεσμα αυτής της πολυπληθούς πολεμικής κινητοποίησης των Δυτικοευρωπαίων Χριστιανών ήταν να περιέλθει, στις 15 Ιουλίου 1099, η Ιερουσαλήμ στα χέρια των σταυροφόρων, οι οποίοι με την κραυγή «Ο Θεός το θέλει» (Deus lo volt) εισήλθαν θριαμβευτές και απελευθερωτές στον Ναό της Αναστάσεως. Τότε αποφάσισαν να στέψουν βασιλιά της Ιερουσαλήμ τον Γοδεφρείδο ντε Μπουγιόν, ο οποίος όμως αρνήθηκε να δεχθεί το βασιλικό στέμμα στον τόπο όπου ο Χριστός φόρεσε το ακάνθινο στεφάνι, και περιορίσθηκε στον τίτλο του «προστάτη του Αγίου Τάφου». Ωστόσο, τον τίτλο του βασιλιά δέχθηκε ο αδελφός του Βαλδουίνος, ο οποίος και τον διαδέχθηκε ένα έτος αργότερα.

Κατά την περίοδο εκείνη δημιουργήθηκαν στα Ιεροσόλυμα και τα δύο σπουδαιότερα Ιπποτικά Τάγματα των σταυροφοριών, εκείνα των Ιωαννιτών και των Ναϊτών. Οι Ιωαννίτες ίδρυσαν ένα μεγάλο νοσοκομείο πλησίον του Ναού του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, έχοντας ως σκοπό να περιθάλπτουν τους ασθενούντες προσκυνητές. Γι’ αυτόν τον λόγο ονομάσθηκαν και Ospitalieri. Ωστόσο, το επίσημο όνομά τους το έλαβαν λόγω του ότι είχαν εγκατασταθεί πέριξ του προαναφερθέντος ναού.

Την ίδια περίοδο των σταυροφοριών σχηματίσθηκε από τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο Β’ και ένα ακόμη πολεμικό τάγμα, το οποίο είχε ως σκοπό την προστασία των προσκυνητών και έδρευε στα ανάκτορά του τα οποία θεωρείτο ότι είχαν κτισθεί εκεί όπου παλαιότερα βρισκόταν ο Ναός του Σολομώντος. Γι’ αυτόν τον λόγο ονομάσθηκαν και Ναϊτες (Templieri). Και τα δύο αυτά τάγματα έμειναν και έδρασαν στην περιοχή όσο διήρκεσαν οι σταυροφορίες και η ζωή των λατινικών βασιλείων τα οποία ίδρυσαν εκεί οι σταυροφόροι. Κατόπιν μετακινήθηκαν στη Δύση και τελικά διαλύθηκαν, αφού έχασαν τον αρχικό τους σκοπό που ήταν η περίθαλψη και η προστασία των προσκυνητών.

Με την κατάληψη της Παλαιστίνης από τους σταυροφόρους άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του Πατριαρχείου, αφού τόσο στην Ιερουσαλήμ όσο και στην Αντιόχεια εγκαταστάθηκαν Λατίνοι Πατριάρχες, και ο Ορθόδοξος κλήρος και λαός αναγκάσθηκε διά της βίας να υπαχθεί σε αυτούς. Τα προσκυνήματα συλήθηκαν και οι θησαυροί τους μεταφέρθηκαν στη Δύση. Η φύλαξή τους αφαιρέθηκε από τους Ελληνες μοναχούς και οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες αναγκάσθηκαν να φύγουν ή εκδιώχθηκαν, και μετά τον θάνατό τους οι διάδοχοί τους εκλέγονταν, χειροτονούντο και παρέμεναν για όλη τους τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη χωρίς ποτέ να μπορέσουν να ανέλθουν στους θρόνους τους και να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Σε αυτήν τη σκοτεινή περίοδο τα μόνα προσκυνήματα που παρέμειναν σε ελληνικά χέρια ήταν μερικές μονές πέριξ του Ιορδάνη ποταμού, ενώ όλοι οι ναοί περιήλθαν στη δικαιοδοσία των Καθολικών.

Η παράδοση, όμως, των τοπικών εκκλησιών ήταν τόσο ισχυρή, ώστε συν τω χρόνω αυτοί οι ίδιοι οι Λατίνοι επιδίωξαν ανεξαρτητοποίηση από την παπική εξουσία της Ρώμης, με αποτέλεσμα ο Αντιοχείας Ροδόλφος να αρνηθεί το 1136 να λάβει το ωμοφόριό του από τον πάπα Ιννοκέντιο Β’, ισχυριζόμενος ότι ο θρόνος του είναι επίσης θρόνος του Αποστόλου Πέτρου, όπως και εκείνος της Ρώμης, και μάλιστα αρχαιότερος. Την ίδια περίοδο ο Λατίνος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Γουλιέλμος απαγόρευσε στον Μητροπολίτη Τύρου να μεταβεί στη Ρώμη προκειμένου να λάβει το ωμοφόριό του. Ωστόσο, η αντίδραση του Ιννοκεντίου ήταν άμεση και δραστική, με αποτέλεσμα ο μεν Ιεροσολύμων να υποταγεί εκ νέου στον θρόνο της Ρώμης και ο Αντιοχείας να καθαιρεθεί το 1140.

Το 1187 ο Σαλαντίν κυρίευσε εκ νέου την Ιερουσαλήμ και εξεδίωξε τους σταυροφόρους. Με την Γ’ Σταυροφορία (1189) παραχωρήθηκε και πάλι το δικαίωμα στους προσκυνητές να μεταβαίνουν στους Αγίους Τόπους, αλλά τα Ιεροσόλυμα παρέμειναν στα χέρια του Σαλαντίν. Κατά το α’ ήμισυ του 13ου αιώνα ο Φρειδερίκος Β’, εγγονός του Βαρβαρόσα, κατάφερε για μία ακόμη φορά να ελευθερώσει την Ιερουσαλήμ και στέφθηκε βασιλιάς στον Ναό της Αναστάσεως. Ωστόσο, το 1244 η πόλη καταλήφθηκε και πάλι από τους Αραβες, οι οποίοι φόνευσαν τους κατοίκους της και κατέστρεψαν τον Αγιο Τάφο. Λίγες δεκαετίες αργότερα, το 1291, οι Μαμελούκοι Τούρκοι έθεσαν οριστικά τέρμα στην κυριαρχία των σταυροφόρων στην Παλαιστίνη.

Η κυριότητα των προσκυνημάτων
Κατά την περίοδο των σταυροφόρων η κυριαρχία των Αγίων Τόπων και των προσκυνημάτων περιήλθε, όπως ήταν φυσικό, εξ ολοκλήρου στα χέρια των Λατίνων. Μετά την εκδίωξη των σταυροφόρων, όμως, έχασαν σχεδόν όλα τα προσκυνήματα και εκδιώχθηκαν από την περιοχή. Η παραμονή επιτράπηκε μόνο στα μέλη του Τάγματος των Φραγκισκανών, τα οποία με τον καιρό κατάφεραν να επανακτήσουν ορισμένα δικαιώματα στα προσκυνήματα. Οι Ορθόδοξοι αντέδρασαν στις ενέργειες αυτές του Βατικανού μέσω των Φραγκισκανών και κατάφεραν τρεις φορές να αναγνωρισθούν τα δικαιώματα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων επί των προσκυνημάτων. Πρώτος τα αναγνώρισε ο σουλτάνος Σελίμ Α’, το 1517. Αυτός, αφού εξεδίωξε τους Μαμελούκους της Αιγύπτου από την Παλαιστίνη δι’ αυτοκρατορικού εγγράφου, αναγνώρισε στους Ορθοδόξους Αγιοταφίτες μοναχούς την κυριότητα των εν γένει προσκυνημάτων της περιοχής. Την τακτική του ακολούθησαν και οι επόμενοι σουλτάνοι, μέχρις ότου, για πολιτικούς λόγους, η τουρκική κυβέρνηση αναγκάσθηκε να κάνει παραχωρήσεις προς τους Καθολικούς έναν αιώνα αργότερα.

Συγκεκριμένα, ο σουλτάνος εξαναγκάσθηκε από τη Γαλλο-τουρκική Συνθήκη του 1604 να εκδώσει τέσσερα φιρμάνια κατά το α’ ήμισυ του 17ου αιώνα (1621, 1625, 1627 και 1630), με τα οποία προέβαινε σε παραχωρήσεις προς τους Λατίνους και τους αναγνώριζε την κατοχή ορισμένων προσκυνημάτων που ήδη κατείχαν, αλλά τους απέδιδε και άλλα πολύ σπουδαιότερα όπως αυτά του Παναγίου Τάφου, του σπηλαίου της Βηθλεέμ, του τάφου της Παναγίας, της μονής της Βηθλεέμ κ.ά. Αυτή η ενέργεια αποτέλεσε πραγματική πανωλεθρία για τους Ορθοδόξους, οι οποίοι ήταν ουσιαστικά απροστάτευτοι. Μετά από ενέργειες και δωροδοκίες των τότε Πατριαρχών Ιεροσολύμων Θεοφάνους και Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Λουκάρεως, εξεδόθησαν δύο διατάγματα, το 1631 και το 1632, τα οποία κατά κάποιον τρόπον αποκαθιστούσαν την αδικία, αλλά όμως ποτέ δεν εφαρμόσθηκαν. Χρησιμοποιώντας τις άριστες σχέσεις που είχε με τα προτεσταντικά βασίλεια, ο Κύριλλος Λούκαρις κατάφερε να κινητοποιήσει την ολλανδική κυβέρνηση, η οποία διά του τότε πρέσβη της στην Κωνσταντινούπολη απαίτησε να δοθούν τα προσκυνήματα και πάλι στους Ορθοδόξους. Με τη συνεπικουρία μεγάλων χρηματικών ποσών που δόθηκαν από τους Ελληνες των παραδουνάβιων πριγκιπάτων προς τις τουρκικές Αρχές ως δωροδοκία, κατέστη τελικά δυνατόν με τρία διατάγματα που εξέδωσε ο σουλτάνος Μουράτ, το 1634, να επιστραφούν τα προσκυνήματα στα ελληνικά χέρια. Επρόκειτο για έναν μεγάλο θρίαμβο των υπόδουλων Ορθοδόξων Ελλήνων. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, προκειμένου να ανταποδώσει τη στήριξη την οποία ο Κύριλλος Λούκαρις του είχε παράσχει αφειδώς κατά τη διαμάχη του με τους Καθολικούς όλη αυτήν την περίοδο, συνεκάλεσε κατά το έτος 1672 σύνοδο με σκοπό να τον απαλλάξει από τις περί «καλβινισμού και προτεσταντισμού» κατηγορίες που τον βάρυναν. Η σύνοδος αποφάνθηκε ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε ενώπιόν της αποκηρύξει την περίφημη «Ομολογία» του, η οποία εμπεριείχε προτεσταντικές δοξασίες, και άρα ήταν Ορθόδοξος. Ωστόσο, ο τότε Ιεροσολύμων Δοσίθεος δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει στη Δωδεκάβιβλό του ως «κρύφιον αιρετικόν».

Εν τω μεταξύ οι Καθολικοί δεν έμειναν άπραγοι ούτε αποδέχθηκαν τα γενόμενα, αλλά μέσω των Καθολικών βασιλικών Αυλών της Ευρώπης πίεζαν τον σουλτάνο να τους αποδώσει ξανά ότι μέχρι τότε κατείχαν. Το 1689 ο σουλτάνος, προκειμένου να εξασφαλίσει την ουδετερότητα της Γαλλίας στον πόλεμο που διεξήγαγε εναντίον των Αυστριακών, των Πολωνών και των Ρώσων, με νέο διάταγμα παρέδωσε στους Καθολικούς τμήματα των προσκυνημάτων του Ναού της Αναστάσεως (τους δύο θόλους και τις αψίδες, την Αποκαθήλωση, το μισό τμήμα του Γολγοθά, και δικαίωμα να τελούν θεία λειτουργία επί του Παναγίου Τάφου, γεγονός το οποίο οι Ορθόδοξοι θεώρησαν ως μία από τις μεγαλύτερες βεβηλώσεις), καθώς και το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος αντέδρασε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Επιπλέον, τον επόμενο αιώνα με τη Γαλλο-τουρκική Συνθήκη του 1740 οι Καθολικοί εδραίωσαν τη θέση τους στους Αγίους Τόπους.

Ηταν η σειρά των Ορθοδόξων να αντιδράσουν και το έπραξαν με το θάρρος της απελπισίας. Προσπάθησαν αρκετές φορές να απωθήσουν διά της βίας τους Καθολικούς από τα προσκυνήματα, και, μετά από μεγάλη συμπλοκή που σημειώθηκε το 1755 μεταξύ Ελλήνων και Καθολικών εντός του Ναού της Αναστάσεως, ανακινήθηκε εκ νέου το ζήτημα των προσκυνημάτων. Αυτήν τη φορά σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε ο ιατρός του μεγάλου βεζίρη, Αθανάσιος Υψηλάντης, ο οποίος κατάφερε με ενέργειές του να πείσει τον σουλτάνο Οσμάν Ι’ να αποδώσει οριστικά με διάταγμά του, το έτος 1757, τα προσκυνήματα στους Ορθοδόξους. Εκτοτε δεν επιχειρήθηκε ξανά ολοκληρωτική αφαίρεση των προσκυνημάτων από τους Ορθοδόξους.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν ηρέμησαν ποτέ εντελώς, και κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων οι Ορθόδοξοι έχασαν κατά καιρούς μέρη των προσκυνημάτων τόσο προς όφελος των Καθολικών, όσο και των Αρμενίων, οι οποίοι αναζητούσαν κάθε ευκαιρία να αποκτήσουν ερείσματα στην περιοχή. Για παράδειγμα, μετά την πυρκαϊά που κατέστρεψε τον Ναό της Αναστάσεως, το 1808, και παρότι η ανοικοδόμησή του ανατέθηκε με σουλτανικό φιρμάνι στους Ελληνες, οι Αρμένιοι κατάφεραν να αποκτήσουν την κυριότητα τμημάτων του ανακαινισθέντος οικοδομήματος, τα οποία κατέχουν έως σήμερα. Το έτος 1847 εκλάπη ο πολυτελής μεγάλος Αστήρ που κοσμούσε το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αιτία να προκληθούν εκτεταμένα επεισόδια μεταξύ Ελλήνων και Καθολικών, οι οποίοι αλληλοκατηγορούντο, και να ανακινηθεί για μία ακόμη φορά το ζήτημα της κατοχής των προσκυνημάτων. Η γαλλική κυβέρνηση κατόρθωσε τότε να αποσπάσει ακόμη μερικά τμήματα υπέρ των Καθολικών, και τελικά στο Συνέδριο των Παρισίων, το 1856, αποφασίσθηκε το καθεστώς κατοχής των προσκυνημάτων, το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με αυτό ο μεγάλος θόλος του Ναού της Αναστάσεως και το σπήλαιο της Βηθλεέμ ανήκουν στους Ελληνες, οι Καθολικοί κατέχουν το αλτάριο στον Ναό της Βηθλεέμ και το δικαίωμα να τελούν λειτουργίες επί του τάφου της Θεοτόκου, και οι Ορθόδοξοι έχουν δικαίωμα να τελούν λειτουργία στον παπικό Ναό της Αναλήψεως επί του Ορους των Ελαιών. Η τελευταία σοβαρή αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των προσκυνημάτων εκδηλώθηκε τον 19ο αιώνα, από τους Ρώσους αυτήν τη φορά, οι οποίοι εμφορούμενοι από την ιδεολογία του Πανσλαβισμού οικοδόμησαν πλήθος ναών και μονών στα Ιεροσόλυμα και σε ολόκληρη την Παλαιστίνη, και υποκίνησαν ταραχές στο αραβόφωνο ποίμνιο του Πατριαρχείου επιδιώκοντας την προς όφελός τους μεταβολή του καθεστώτος που ισχύει στους Αγίους Τόπους.

Η εσωτερική οργάνωση του Πατριαρχείου
Στα μέσα του 16ου αιώνα (1543-1579) συνέβησαν μια καθοριστική αλλαγή και αναδιοργάνωση στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ο Πατριάρχης Γερμανός αναδιοργάνωσε την αγιοταφιτική αδελφότητα και τη συνένωσε στενά με το Πατριαρχείο. Με άλλα λόγια, μετασχημάτισε το παλαίφατο Πατριαρχείο σε ένα είδος μονής με τον ίδιον ως ηγούμενο. Η μοναχική αδελφότητα των Αγιοταφιτών με τη νέα δομή της ανέλαβε καθήκοντα ποιμαντορικά, καθώς και μέριμνας περί των πνευματικών και υλικών αναγκών του Πατριαρχείου. Το λαϊκό στοιχείο εξοβελίσθηκε σχεδόν ολοσχερώς από τη διοίκηση και η αδελφότητα ανέλαβε τη συντήρηση του κλήρου, καθώς και την ίδρυση και την ανακαίνιση ναών, σχολείων και νοσοκομείων. Επίσης, μόνο μέλη της αδελφότητας στέλλονταν ως επίσκοποι ή ηγούμενοι για την ποιμαντορία των επαρχιών και των μονών που ανήκαν στο Πατριαρχείο.

Το έτος 1902, επί πατριαρχίας Δαμιανού, συντάχθηκε κανονισμός περί των οικονομικών του Πατριαρχείου, με τον οποίον τέθηκε τέρμα στην ανεξέλεγκτη και μυστηριώδη διαχείριση των οικονομικών από ένα πρόσωπο, το οποίο έφερε ισοβίως τον μετριόφρονα τίτλο του «σκευοφύλακα» και ήταν ανεξέλεγκτο. Εκτοτε, για οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα αφορούσε τα οικονομικά του Πατριαρχείου, λόγο θα είχε όχι μόνο ο Πατριάρχης, αλλά και οι συνοδικοί Μητροπολίτες, οι οποίοι έπρεπε να συνυπογράφουν κάθε απόφαση. Οπως όμως απέδειξαν τα τελευταία γεγονότα, ούτε αυτή η αλλαγή στάθηκε ικανή να αποτρέψει οικονομικές ατασθαλίες εκ μέρους ορισμένων.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: • Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία • Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία • Σωζόμενος, Εκκλησιαστική Ιστορία • Θεοδώρητος, Εκκλησιαστική Ιστορία • Επιφάνιος, Κατά Αιρέσεων • Αιθερίας, Οδοιπορικόν • Στεφανίδης, Β. Eκκλησιαστική Ιστορία, Αστήρ, Αθήνα 1978.
Κ. Τσοπάνης, Archive

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου