Αίθυια

Το θρησκευτκό συναίσθημα του βυζαντινού ανθρώπου

| Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Η Προσκύνηση των Μάγων. Leonardo da Vinci, 1481-2 (λεπτομέρεια)

Υπό την επίδραση του Χριστιανισμού και υπό το βάρος των χαλεπών καιρών και των δυσκολιών της καθημερινότητας, ο Βυζαντινός άνθρωπος ανέπτυξε, στον ύψιστο βαθμό, το θρησκευτικό συναίσθημα. Ήταν αυτό που βοήθησε την ανάπτυξη και εδραίωση του πολιτειακού συστήματος, τον στήριξε στη δύσκολη καθημερινότητά του, τον βοήθησε να δεχθεί τη θνητότητά του και τον γέμισε ελπίδα για μια καλύτερη ζωή μετά θάνατον. Στη δημόσια διοίκηση το θρησκευτικό συναίσθημα εκδηλωνόταν με μια σειρά τελετουργιών, όρκων και προσευχών, που στόχευαν στο να δείξουν την άμεση σχέση με το θείο και τη νομιμότητα της διακυβέρνησης αλλά και τη δέσμευση να ασκούνται τα καθήκοντα κατά μίμησιν Θεού. Ο Βυζαντινός πολίτης βίωνε τη θρησκευτικότητα στην καθημερινότητά του με ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων, όπως ήταν η λατρεία των ιερών λειψάνων, η πολύπλευρη χρήση των εικόνων και η πίστη στις θαυματουργές ιδιότητες αμφοτέρων, ο μοναχισμός και η προσευχή. Το θρησκευτικό συναίσθημα επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη του κράτους – πρόνοιας και η φιλανθρωπία υμνήθηκε και εφαρμόσθηκε με ποικίλους τρόπους καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Η θρησκευτικότητα στον δημόσιο βίο

Ο αυτοκράτορας

Οι άνθρωποι της ύστερης αρχαιότητας - μηδέ των χριστιανών εξαιρουμένων -, ταλαιπωρημένοι από τις καταστροφές της εποχής, ελκύονται από την ιδέα της θεοποίησης των αυτοκρατόρων (όχι με την οντολογική έννοια), που μπορούν να τους οδηγήσουν σε μια καλύτερη ζωή. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, ο αυτοκράτορας μεταβάλλεται, πλέον σε αντιπρόσωπο και ύπαρχο του Θεού πάνω στη γη και αφομοιώνεται από τη θεολογία. Κύριος στόχος του είναι η αποκατάσταση της δογματικής ενότητας - εχέγγυο για την ενότητα της αυτοκρατορίας – και προσβλέπει στην αποκατάσταση της «μίας έξις», όπως έλεγε ο Μ. Κωνσταντίνος, δηλαδή, της ενιαίας λατρευτικής συμπεριφοράς[1].

Τη δογματική ακαμψία ακολουθεί η τελετουργική η οποία επηρέασε και τυποποίησε τους τρόπους συμπεριφοράς του Βυζαντινού ανθρώπου, και ρίζωσε τόσο βαθιά, ώστε να επιβιώσει και μετά την κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας[2]. Η θρησκευτικότητα επηρέασε και διαμόρφωσε, πρώτιστα, όπως ήταν φυσικό, την παλατινή τελετουργία. Ξεκινώντας από τη στέψη του αυτοκράτορα και φθάνοντας στο καθημερινό του πρόγραμμα διαπιστώνουμε -τόσο περισσότερο, όσο περνούν οι αιώνες-, ότι τα πάντα θεωρούνται εκδηλώσεις «θρησκευτικής νομιμοφροσύνης» που επηρεάζουν με τη σειρά τους την Εκκλησία και τους απλούς πολίτες. Ο στρατιωτικός χαρακτήρας των τελετουργιών της δημόσιας ζωής των αυτοκρατόρων -κατάλοιπο των ρωμαϊκών χρόνων– αντικαθίσταται σταδιακά από θρησκευτικές πρακτικές και σύμβολα. Έτσι, στη στέψη, στην οποία μέχρι τον 5ο αι. νομιμοποιητικό ρόλο έπαιζε ο στρατός, εμφανίζονται η σύγκλητος, οι δήμοι και ο Πατριάρχης. Ο ρόλος του τελευταίου -και συνεπώς της θρησκείας- αναβαθμίζεται ουσιαστικά, μιας και είναι αυτός, και μάλιστα στο χώρο της εκκλησίας[3], που τοποθετεί το διάδημα στο νέο αυτοκράτορα, τον ευλογεί και τον ορκίζει στο όνομα του Θεού, να διαφυλάττει την αυτοκρατορία και την ορθοδοξία, ενώ καθιερώνεται η στέψη να συμπίπτει με τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα[4]. Στα χρόνια των Παλαιολόγων η στέψη συνδέεται άρρηκτα με τη θρησκεία και τα σύμβολά της και στο τυπικό της προστίθεται έγγραφη ομολογία πίστης του υποψήφιου αυτοκράτορα στην Ορθοδοξία, ενώ η τελετή αποτελεί, πλέον, μέρος της Θείας λειτουργίας[5].

Η ζωή του εστεμμένου σχηματικά παρουσιάζει τρεις όψεις: α) οφείλει να υλοποιεί την αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια, πηγή και έκφραση της δύναμης και της αυθεντίας, β) είναι ο στρατιωτικός αρχηγός, ο πολέμαρχος και γ) είναι ο αρχηγός της Εκκλησίας, μέγας ιερέας της χριστιανικής κοινότητας. Έτσι, εντεταλμένος από το Θεό να βασιλεύσει (ελέω Θεού), επαγρυπνεί πάνω από τα συμφέροντα του Κράτους υπηρετώντας τη Θεία Πρόνοια[6]. Οι δημόσιες εμφανίσεις του αυτοκράτορα συνοδεύονται, επίσης, από θρησκευτικές τελετουργίες. Είτε πρόκειται για αναχώρηση για το πεδίο της μάχης, είτε για ειρηνικό ταξίδι, είτε, τέλος, για τον θρίαμβο[7], πραγματοποιούνται ειδικές παρακλητικές λειτουργίες, ελεημοσύνες και λιτανείες[8].

Ο ρόλος του αυτοκράτορα ήταν τόσο σημαντικός στα εκκλησιαστικά ζητήματα, ώστε καλούνταν να επιτελέσει πλήθος ειδικών θρησκευτικών καθηκόντων. Συμμετείχε σε λιτανείες προς τιμήν Αγίων (αναφέρονται δεκαεπτά τέτοιες), παρακολουθούσε τις Δεσποτικές (προς τιμήν του Κυρίου), Θεομητορικές (προς τιμήν της Θεοτόκου), αλλά και επετειακές, αγροτικές γιορτές, όπως και τις τελετές υποδοχής αγίων λειψάνων[9]. Από τον 10ο αι., έριχνε το θυμίαμα στην Αγία Τράπεζα κατά τη διάρκεια των Χριστουγεννιάτικων ακολουθιών και ήταν επικεφαλής της πομπής γύρω από το Άγιο Βήμα της Εκκλησίας της Μαγναύρας τη Σαρακοστή[10]. Ιδιαίτερα τη Μεγάλη Εβδομάδα το πρόγραμμά του είχε αποκλειστικά θρησκευτικό χαρακτήρα: παρακολούθηση λειτουργιών, λήψη Θείας Κοινωνίας, επισκέψεις σε πτωχοκομεία και γηροκομεία, φιλανθρωπίες, συναντήσεις με λαϊκές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες, αλλά και συμμετοχή σε δρώμενα με έντονους συμβολισμούς. Στα ειδικά αυτά καθήκοντά του, όπου ενισχυόταν θεαματικά ο ρόλος του σαν ζωντανή ενσάρκωση του Θεού στη γη, περιλαμβάνονταν η τελετή του Νιπτήρος όπου, κατά παράδοση, ο αυτοκράτορας ένιπτε τα πόδια 12 πενήτων[11], καθώς και η εμφάνισή του στην Αναστάσιμη Ακολουθία ντυμένου με λευκές κορδέλες και τη συνοδεία 12 παραστατών[12].

Η δημόσια διοίκηση
Αναμφισβήτητα ο αυτοκράτορας ήταν η υπέρτατη πηγή κάθε εξουσίας και οι κρατικές υπηρεσίες, οργανωμένες σε ένα αυστηρά ιεραρχικό σύστημα, ήταν δομημένες πάνω στην έννοια της τάξεως, θεμελιώδη αρχή της αυτοκρατορικής πολιτικής, που αντικατόπτριζε την αρμονία του σύμπαντος[13]. Οι δημόσιοι λειτουργοί ενεργούν κατά μίμησιν του αυτοκράτορα, τον οποίο εκπροσωπούν, και ότι έχει σχέση μαζί τους διαπνέεται, επίσης, από έντονους θρησκευτικούς συμβολισμούς, οι οποίοι τους νομιμοποιούν. Ορκίζονταν για την αξιοπιστία τους επικαλούμενοι τον Θεό, τον Ιησού, το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο και αποδέχονταν τις βαριές συνέπειες που θα είχε η καταπάτηση αυτού του όρκου[14].

Οι αποδέκτες τιμητικών αξιωμάτων (αξίαι δια βραβείου), τα παρελάμβαναν σε επίσημες τελετές, κατά τη διάρκεια συνήθως θρησκευτικών εορτών, με τις ηθικές παραινέσεις του αυτοκράτορα, ο οποίος επικαλείτο την Αγία Τριάδα, δίνοντας ειδικό βάρος σ’ αυτά15, και επικυρωμένα, μέσω της ευλογίας, από την Εκκλησία. Τέλος οι λειτουργοί της δικαιοσύνης (συνήγοροι=δικηγόροι, ταβουλάριοι=συμβολαιογράφοι), δεν γίνονταν δεκτοί στους συλλόγους τους χωρίς την έγκριση του νομοφύλακα[16] και το πέρασμά τους από τελετουργική δοκιμασία, με αντίστοιχους όρκους και ευχή από τον ιερέα[17].

Εκεί, όμως, που το θρησκευτικό συναίσθημα εκδηλωνόταν καθημερινά και με πολλούς τρόπους, ήταν στο στρατό. Στην προσπάθειά τους να επιτύχουν την ενότητα αυτού του σώματος και να καλλιεργήσουν και να ενισχύσουν το ηθικό των στρατιωτών, οι αυτοκράτορες με μία σειρά μέτρων, έδωσαν έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα, όχι μόνο στις εκστρατείες, αλλά και στην καθημερινή τους διαβίωση. Έτσι, οι στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθούν καθημερινά τον όρθρο και τον εσπερινό, να προσεύχονται και να αποζητούν την μετάνοια με προσευχές και εξιλαστήρια δάκρυα. Ειδικά αυτοκρατορικά διαγγέλματα με θρησκευτικό περιεχόμενο, προσευχές, ύμνοι, αλλά και μεταφορές ιερών λειψάνων, παραινέσεις για νηστεία, εξομολογήσεις και θεία κοινωνία, επιστρατεύονταν, ώστε το στράτευμα να είναι ετοιμοπόλεμο, πεπεισμένο ότι ενεργεί υπό θεία καθοδήγηση και προς όφελος της Χριστιανοσύνης και βοηθούμενο να ξεπεράσει το φόβο της θνητότητάς του[18].

Εκφράσεις της θρησκευτικότητας των Βυζαντινών

Μοναχισμός

Η βυζαντινή κοινωνία αντιμετώπιζε τον μοναχισμό σαν τον πνευματικό φάρο, που έδειχνε στους κοσμικούς τον ιδανικό τρόπο ζωής. Αποτελούσε αξία με μεγάλη αίγλη και συνδέθηκε από νωρίς με την ιδέα της τελειότητας, το θάνατο, το υπερπέραν και τη σωτηρία της ψυχής. Ίσως πολλές από τις μαρτυρίες για το πλήθος των μοναχών να είναι υπερβολικές[19], δεν μπορούμε, όμως, να αρνηθούμε ότι οι μοναχοί όλων των ειδών ήταν εξαιρετικά πολυάριθμοι. Η πάγια απλούστευση που γίνεται στο Βυζάντιο ότι μοναχός είναι ο τέλειος χριστιανός και ότι αυτό οφείλεται στην τάξη στην οποία ανήκει, οδήγησε πολλούς Βυζαντινούς στον ερημιτικό ή κοινοβιακό μοναχισμό, σε μια προσπάθεια εξασφάλισης της σωτηρίας τους. Δεν ήταν πάντα, όμως, το θρησκευτικό συναίσθημα, που τους ωθούσε να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια. Πλάι στα πνευματικά κίνητρα, συναντάμε την αποστροφή στους φόρους, τη στρατιωτική θητεία, την οικονομική δυσπραγία ακόμη και τη γοητρομανία. Για πολλούς το μοναστήρι αποτελούσε καταφύγιο και άσυλο: καταχρεωμένοι μικροαγρότες, αυτοκράτορες, αξιωματούχοι και μεγάλοι γαιοκτήμονες, αποσύρονταν εκούσια ή αναγκαστικά, για να αποφύγουν χειρότερη τύχη. Πολλοί διαλέγουν τη ζωή του μοναχού αφού παντρευτούν και ασκήσουν κάποιο δημόσιο αξίωμα. Τέλος ας μην ξεχνάμε τους «συνταξιούχους που έγιναν καλόγεροι»[20], χήροι και, προπαντός, χήρες και όσους προσπαθούν να εξασφαλίσουν λίγο πριν το θάνατό τους τη σωτηρία της ψυχής τους. Αυτό που μας φαίνεται, πολλές φορές, επιλήψιμο στον βυζαντινό μοναχισμό δεν είναι παρά μια παράξενη σύγκλιση ανάμεσα στη βυζαντινή κοινωνία και μια μορφή ζωής που δεν μπορεί να αντέξει τους εγκόσμιους πειρασμούς[21]. «Στις χειρότερες περιπτώσεις τα μοναστήρια αποδείχθηκαν αξιόλογα κέντρα διαφωτισμού και στις καλύτερες έγιναν φυτώρια χριστιανικών αρετών, μόρφωσης και τέχνης»[22].

Η λατρεία των ιερών λειψάνων και οι θαυματουργές ιδιότητές τους
Τα ιερά λείψανα, γνωστά από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, γίνονται πολύ σημαντικά από τον 4ο αι. με την ανακάλυψη του Σταυρού του Μαρτυρίου από την μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου , Αγία Ελένη. Η αναζήτηση συνεχίστηκε χωρίς διακοπή από τους αυτοκράτορες και κυρίως τις αδελφές και τις γυναίκες τους, ώστε τον αιώνα των Κομνηνών, η Κωνσταντινούπολη να έχει μεταμορφωθεί στην πιο πλούσια «αποθήκη» ιερών θησαυρών στον κόσμο[23]. Κυρίαρχη θέση καταλαμβάνουν τα αντικείμενα που είχαν σχέση με τον Χριστό τη γέννηση και τον θάνατό του: τα σπάργανα, η αισθήτα, η ζώνη, τα σανδάλια, ο χιτώνας, το αίμα -διατηρημένο σε φιαλίδιο-, τα όργανα του μαρτυρίου του κ.ά. Από την Παναγία διατήρησαν: το γάλα, το χιτώνα, τη ζώνη και τον μανδύα της. Τεράστια ήταν και η αποσπασματική παρουσία λειψάνων των Αγίων και των Αποστόλων: κεφάλια, τμήματα ποδιών και χεριών, δόντια και μαλλιά. Κατά κάποιο τρόπο, όλα τα θρησκευτικά ιδρύματα, εκκλησιαστικά ή μοναστηριακά, φρόντιζαν να έχουν τη δική τους «αποκλειστικότητα», η οποία συνέτεινε στην ανύψωση του κύρους τους. Η Βυζαντινή Εκκλησία χρωστούσε ένα μεγάλο μέρος της υλικής ευημερίας της στην απόκτηση ιερών λειψάνων, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι στερέωνε τα θεμέλια της πίστης στους Χριστιανούς[24]. Δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση αυτή η εκδήλωση του θρησκευτικού αισθήματος των Βυζαντινών με τη λατρεία των ιερών λειψάνων. Με δεδομένη την επιθυμία για άμεση σχέση με το θείο - μέσω υλικών αντικειμένων - ήταν φυσική, όχι μόνο η εναγώνια αναζήτησή τους, αλλά και κατ’ επέκταση η πίστη τους στην μοναδικότητα της ύπαρξης τους και τέλος η απόδοση σ’ αυτά θαυματουργών ιδιοτήτων.

Στον τότε κόσμο, το κύρος και η κινητήρια δύναμη μιας θρησκείας μετριόταν από την ικανότητά της να αξιοποιεί το υπερφυσικό στοιχείο με τη μορφή θαυμάτων. Για να μπορεί η λατρεία των ιερών λειψάνων να δώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα χρειαζόταν η παρουσία μιας συνεχούς και επαναλαμβανόμενης δράσης, που θα έπειθε τους πιστούς, ότι έπρεπε να γίνονται δεκτά τα θαύματα, χωρίς αμφισβητήσεις. Από τη στιγμή που κάθε ύλη ήταν σε θέση να μεταβάλλει το υπερφυσικό σε φυσικό, αρκούσε να το μάθουν από ανθρώπους «καλά πληροφορημένους» ή να έχουν ακούσει να το αναφέρουν οι «παλιοί»[25].

Οι εικόνες και ο πολυσχιδής ρόλος τους
Η τελετουργίες ήταν πολύ βασικές για την κορύφωση των συναισθημάτων των πιστών και, ιδιαίτερα, αυτών που στην καθημερινότητά τους γνώριζαν φτώχεια και βάσανα. Η Εκκλησία προτιμούσε να προσηλώνεται ο πιστός στο «ορατό» παρά να παιδεύεται να κατανοήσει τα ιερά κείμενα. Γι αυτό οι εικόνες έπαιζαν τεράστιο ρόλο στη αφύπνιση του θρησκευτικού συναισθήματος του Βυζαντινού ανθρώπου. Με τη νομιμοποίηση του Χριστιανισμού η δημοτικότητα των φορητών εικόνων εξαπλώθηκε και το κύρος τους δημόσιο (ναοί, παρεκκλήσια, μοναστήρια) και ιδιωτικό (παλάτι, κατοικίες) ενισχύθηκε τόσο, όσο να προκαλέσει ανησυχία για αναβίωση της ειδωλολατρίας. Πέρα από τη σύγχυση της ταύτισης των εικονιζόμενων μορφών με τα αληθινά πρόσωπα, οι εικόνες ενεργούσαν σαν μεσολαβητικό στοιχείο ανάμεσα στους πιστούς και τον Θεό. Και με τον καιρό πιστεύτηκε ότι μερικές εικόνες είχαν θαυματουργές δυνάμεις, αντίληψη που ενισχύθηκε μετά το τέλος της Εικονομαχίας και την αποκατάσταση των απεικονίσεων και των φορητών εικόνων[26] .

Όταν η απλοϊκή πίστη του μέσου Βυζαντινού αντιμετωπίζει καταστάσεις απόγνωσης ή ανέλπιδης ελπίδας, τότε συμβαίνει το θαύμα Η ευρύτατα διαδεδομένη πίστη στα θαύματα, που συνδέεται με τις εικόνες, αρχίζει ήδη από τον 6ο/7ο αι. Από τα εικονίσματα μπορεί κανείς να τα περιμένει όλα, όχι μόνο προστασία για την πόλη και τη χώρα, για τον αυτοκράτορα και την αυτοκρατορία, αλλά και βοήθεια στην αρρώστια και στην ανάγκη, συμπαράσταση εναντίον των εχθρών και εκδίκηση από τους αντιπάλους[27]. Η λατρεία των εικόνων ξεπέρασε αυτή των ιερών λειψάνων και έγιναν πόλος έλξης για τους ευσεβείς πιστούς.

Μία σειρά πρακτικών καθόριζαν το ρόλο των εικόνων στη δημόσια και ιδιωτική ζωή, με αμφίδρομη επιρροή - όσο περισσότερο ενισχυόταν ο ρόλος τους, τόσο μεγάλωνε το κύρος της εικονιζόμενης μορφής. Καλύτερο παράδειγμα είναι αυτό της Παναγίας. Η υιοθέτησή της από τους αυτοκράτορες (με τελετές, απεικόνιση σε νομίσματα), επισημοποιεί τη θέση της στην χριστιανική ιεραρχία και την αναδεικνύει σε θεά-προστάτιδα. Εμφανίζεται δεόμενη, ως διαμεσολαβήτρια ανάμεσα σ’ αυτούς και τον Θεό, ως Νικοποιός (κρατώντας μετάλλιο με την προτομή του Χριστού), ή με τον σαφή συμβολισμό των στρατηλάτων αυτοκρατόρων να κρατάει λάβαρο[28]. Μ αγρυπνίες, δεήσεις και λιτανείες παγιώνεται ο ρόλος της στη συνείδηση των πιστών, ως Μητέρας που θα μεσολαβήσει να εισακουστούν από τον Θεό, θα τους προστατέψει από εχθρούς και κινδύνους, θα σταθεί δίπλα τους στις συμφορές και θα πολεμήσει στο πλευρό τους χαρίζοντάς τους τη νίκη.

Η χρήση και η λειτουργία των εικόνων ήταν πολυδιάστατες και η σημειολογία τους πολύπλευρη. Σαν χωροθετικά σύμβολα σημειώνουν π.χ. το δρόμο που θα ακολουθήσουν οι πιστοί για τα ιαματικά λουτρά των αγίων ενώ, ταυτόχρονα τους προστατεύουν, χρησιμεύουν σαν στάσεις στις αυτοκρατορικές πομπές, σηματοδοτούν την αγιότητα ενός χώρου, μετουσιώνουν σε ιερά τα αντικείμενα που κοσμούν ή έχουν αποτροπαϊκό χαρακτήρα, εξορκίζοντας το κακό ή τον κίνδυνο από κατακτητές[29]. Πέρα από τον ιδιωτικό και δημόσιο χαρακτήρα του ρόλου των εικόνων, σημαντική υπήρξε επίσης η στρατιωτική «χρήση» τους. Η πειθαρχία των Βυζαντινών στρατιωτών, η εμψύχωση και η τόνωση του ηθικού τους στηρίζονταν όχι μόνο στις φορητές εικόνες, αλλά και σε επικλήσεις προς την Παναγία και τον Χριστό, αλλά και στις απεικονίσεις σε λάβαρα ιερών προσώπων «που περιέβαλλαν τους στρατιώτες με μια ουράνια στρατιά αγίων παραστατών»[30].

Οι εικονιζόμενες μορφές ταυτίζονται με το κράτος μέσα από επίσημες τελετές που νομιμοποιούν τις αυτοκρατορικές επιλογές και πράξεις (δεητικές επικλήσεις για βοήθεια των αυτοκρατόρων, λιτανείες «θριάμβων», προσκύνηση εικόνων σε τελετουργίες και γιορτές, ορκωμοσίες δημόσιων λειτουργών). Διαδραματίζουν, όμως, και ένα σημαντικό ρόλο στην απονομή της δικαιοσύνης, είτε σαν χωροθετικά σύμβολα (αναρτημένες εικόνες υπήρχαν πάντα στα δικαστήρια ή ακόμα καθόριζαν τον χώρο άσκησης εξουσίας σε έκτακτες περιπτώσεις), είτε σαν σύμβολα πρόκλησης του θρησκευτικού συναισθήματος σε λειτουργούς, διαδίκους και δικηγόρους[31].

H προσευχή
Η εγγύτητα με το θείο, υλοποιείτο, εκτός από την επαφή με τα ιερά λείψανα και τις άγιες εικόνες, και με ένα πιο προσωπικό τρόπο, την προσευχή. Η συνομιλία με τον Θεό ή τους Αγίους του, μοιάζει να είναι πολύ φυσική για τον Βυζαντινό άνθρωπο. Φυσική και αναγκαία. Η αναφορά στο όνομα του Θεού ταυτίζεται με την παρουσία του ίδιου του θείου προσώπου και η αμεσότητα της επαφής αποτελεί τον πυρήνα της πίστης των Βυζαντινών[32]. Η προσευχή - όπως καλλιεργήθηκε από τους μοναχούς - στόχευε στην αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ πνεύματος και σώματος και στην ανάταση αυτού του ψυχοσωματικού οργανισμού. Στην καθημερινή πρακτική, όμως, η προσευχή χρησιμοποιήθηκε για μια απίστευτα μεγάλη ποικιλία εκδηλώσεων, επιθυμιών και προσδοκιών.

Εκτός από τις προσευχές που απευθύνει στις επίσημες εορτές, στη χαρά, τη λύπη, το φόβο, την επιθυμία και την προσμονή, στους ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους, ο Βυζαντινός άνθρωπος μοιάζει να προσεύχεται για κάθε τι που αφορά την καθημερινότητά του. Ζητάει την προστασία, τη βοήθεια, τη συμπαράσταση, την ευλογία ενός Θεού που οφείλει να μεριμνεί για όλους και για όλα. Η προσευχή, είτε εκφράζεται σαν βοήθεια για την πνευματική ακεραιότητα και την προστασία από κάθε πειρασμό και κακό, είτε σαν ευχή για καλύτερη σοδειά, καλή υγεία, ασφαλή ταξίδια, ένα στεριωμένο σπιτικό, είτε σαν παράκληση για προστασία από φυσικές καταστροφές και εχθρούς, αποτελεί το στήριγμα των Βυζαντινών και πληρεί τη ζωή τους[33].

Τα θαύματα, οι εορτές και οι πανήγυρεις
Ο βυζαντινός λαός, στην πρωτεύουσα και τις επαρχίες, επωφελούνταν πάντα των περιστάσεων για να εκφράσει τη χαρά του επ’ ευκαιρία διάφορων ευχάριστων γεγονότων. Οι δημόσιες ιλαρίαι, όπως λέγονταν, πραγματοποιούνταν σε αισίους ημέρας: σύναψη ειρήνης, επέτειος μεταφοράς της Κωνσταντινούπολης, εγκαίνια ναών, ανάμνηση σωτηρίας από συμφορές[34]. Πάνδημος, επίσης, εορτασμός, και μάλιστα για μια εβδομάδα, γινόταν στην περίπτωση που μια πόλη γλίτωνε από βαρβαρική επιδρομή. Εορταστικό χαρακτήρα είχε και η υποδοχή σεβαστών προσώπων ή ιερών λειψάνων ή ιερών αντικειμένων. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, λαϊκοί και κληρικοί, επίσημοι και απλοί πολίτες, έσπευδαν κρατώντας κεριά, κλαδιά, άγιες εικόνες και τίμιους σταυρούς, ψάλλοντας εκκλησιαστικούς ύμνους και αρωματίζοντας τον αέρα με μύρα[35]. Όπως σ’ αυτές τις υποδοχές έτσι και στις αναμνηστικές ή στις ευχαριστήριες γιορτές, κυριαρχούσε το θρησκευτικό στοιχείο, είτε με την παρουσία των εκκλησιαστικών λειτουργών και την πραγματοποίηση εκκλησιαστικών τελετουργιών, είτε με τις προσευχές και τους ύμνους, είτε με την εμφάνιση θρησκευτικών συμβόλων. Οι επίσημοι και ανεπίσημοι εορτασμοί διαποτίζονταν από το θρησκευτικό συναίσθημα των Βυζαντινών.
Μικρότερης εμβέλειας ήταν οι αγροτικές γιορτές, όπως η γιορτή του τρύγου, στην οποία συμμετείχε ο αυτοκράτορας συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη, ο οποίος επικαλούνταν τη θεία ευλογία για τους καρπούς, και ανώτερους αξιωματούχους[36]. Τοπικού χαρακτήρα ήταν, επίσης, και τα διάφορα εποχικά πανηγύρια - άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα -, προς τιμήν πολιούχων αγίων. Η λιτάνευση (λιτή) μιας ιδιαίτερα σεβαστής εικόνας Αγίου μία φορά το χρόνο, την ημέρα της μνήμης του, στους κεντρικούς δρόμους μιας επαρχιακής πόλης, ήταν εκδήλωση που προσέλκυε πλήθη κόσμου από όλη την επικράτεια αλλά και από ξένες χώρες. Για τους Βυζαντινούς η λέξη πανήγυρις σήμαινε πολλά διαφορετικά πράγματα και χρησιμοποιείτο για να δηλώσει διαφορετικές εκφάνσεις του βίου τους[37], αλλά κυρίως αυτή της «σύναξης ανθρώπων σε ορισμένο τόπο»[38].
Δημοφιλείς ήταν και οι επισκέψεις σε φημισμένα μοναστήρια ή ιερά προσκυνήματα και αποτελούσαν μοναδική θρησκευτική εμπειρία και δοκιμασία της φυσικής αντοχής των πιστών. Η ζωή των Βυζαντινών κυλούσε συνήθως μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον τους και οι οικογενειακές τελετές διαπνέονταν, επίσης, από το θρησκευτικό συναίσθημα: βαφτίσια, αρραβώνες, γάμοι, θάνατοι, κηδείες, προσευχές[39].

Η φιλανθρωπία
Λόγω της μεγάλης φτώχεια που υπήρχε στις πόλεις, η άσκηση της φιλανθρωπίας έγινε πολύ γρήγορα ένα από τα κύρια καθήκοντα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ίδρυσε, επάνδρωσε και συντηρούσε ορφανοτροφεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία, νοσοκομεία. Το παράδειγμά της ακολούθησαν αυτοκράτορες, μέλη αυτοκρατορικών οικογενειών, αξιωματούχοι της Αυλής και οι απλοί πολίτες[40]. Οι Βυζαντινοί ακολουθώντας τα διδάγματα του Χριστού απετέλεσαν ό,τι ούτε ο αρχαίος ελληνικός κόσμος, αλλά ούτε οι νεώτερες πολιτείες κατόρθωσαν να επιτύχουν. Η βυζαντινή φιλολογία κατακλύζεται από διαταγές, διδαχές και παραινέσεις. Οι λόγοι των πατέρων της Εκκλησίας, οι βίοι των Αγίων, τα αγιολογικά κείμενα, οι νόμοι, οι διατάξεις που αφορούν τη διοίκηση των ιδρυμάτων, οι ιεροί κανόνες και τα σχόλια των ερμηνευτών τους, τα τυπικά των μονών, οι διαθήκες, τα σφραγίδια που δίνονταν στους φτωχούς για να μπουν στα επίσημα γεύματα ή τα δημόσια συσσίτια, οι επιτάφιοι λόγοι για λαϊκούς και κληρικούς οι οποίοι διακρίθηκαν για το φιλανθρωπικό έργο τους, τα παραινετικά ποιήματα και οι μαρτυρίες των χρονογράφων ευγενών[41], καταδεικνύουν την επίδραση του θρησκευτικού συναισθήματος στην άσκηση της πρόνοιας και της φιλανθρωπίας.

Σημαντική φιλανθρωπική δράση αναπτυσσόταν σε επείγουσες καταστάσεις, όπως σε σεισμούς, πυρκαγιές, επιδρομές βαρβάρων. Αλλά και με την ευκαιρία χαρμόσυνων γεγονότων, όπως σε γάμους, στην αποπεράτωση της Αγίας Σοφίας ή σε σημαντικές γιορτές. Οι αυτοκράτορες, οι συγκλητικοί και οι απλοί πολίτες θεωρούσαν καθήκον τους να συνδράμουν αυτούς που είχαν ανάγκη σε δύσκολες στιγμές. Ακόμη και αυτοί που δεν ήταν πλούσιοι προσέφεραν όση βοήθεια μπορούσαν. Η μέριμνα αφορούσε τους φτωχούς, τους επαίτες, τους ξένους, τους ασθενείς, τους φυλακισμένους[42], την προστασία των χηρών, των φτωχών κοριτσιών, των ορφανών, των αιχμαλώτων πολέμου, των γερόντων και των εξόριστων. Η αντίληψη για τη φιλανθρωπία συνεχίστηκε αμείωτη καθ΄ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως φαίνεται και από το παραινετικό ποίημα του Αλέξιου Κομνηνού προς τον ανεψιό του τον 12 αι.

Ένδυσε πένητα γυμνόν, χόρτασε πεινασμένον,
θλιμμένους παρηγόρησον, αρρώστους επισκέπτου…
Τα χρήματά σου εξόδευε
εις εκκλησίας, εις πτωχά και εις κουζουλευμένα[43]

Η ελπίδα για ουράνια ευδαιμονία έδωσε ένα ιδιαίτερο χρώμα στη βιοθεωρία των Βυζαντινών, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους, επηρεάζοντας τη συμπεριφορά τους στον πολιτικό, στον κοινωνικό τομέα, στην καθημερινότητά τους. Ο αυτοκράτορας εντεταλμένος από το Θεό για να βασιλεύσει, αποτελεί τον μεσολαβητή, ανάμεσα σ’ αυτόν και τους ανθρώπους. Με κάθε του πράξη υπηρετεί τη Θεία Πρόνοια, και, συνεπώς, κάθε τι που κάνει ενδύεται το μανδύα της θρησκευτικότητας: οι τελετές της στέψης και αναγόρευσής του, ο ρόλος του σαν αρχηγού της Εκκλησίας, η ενεργός και γεμάτη συμβολισμούς συμμετοχή του στις εορτές, στις λιτανείες και τους θριάμβους. Και η βυζαντινή υπαλληλία, ενσωματωμένη στο ιεραρχικό σύστημα που συμβολίζει την ουράνια ιεραρχία, ορκίζεται με βαρείς θρησκευτικούς όρκους για την αξιοπιστία της. Οι στρατιώτες «κρατούν στο ένα χέρι το ξίφος και στο άλλο τα σύμβολα του χριστιανισμού», που τους προστατεύουν, τους εμπνέουν και τους καθοδηγούν στη διαφύλαξη της αυτοκρατορίας. Το κάθε τι που έκαναν από τη στιγμή της γέννησής τους, οι Βυζαντινοί, διαπνεόταν από έντονη θρησκευτικότητα. Η βάπτιση, ο γάμος και ο θάνατός τους, τα κτήματα, οι σοδειές και τα ζωντανά τους, τα σπίτια και τα καΐκια τους, το φαγητό και τα ποτά τους, οι γιορτές και τα πανηγύρια τους, ευλογούνταν με θρησκευτικές τελετουργίες. Στη χαρά και στη λύπη τους, στην υγεία και την αρρώστια τους, στην ειρήνη και τον πόλεμο, στις σχέσεις με φίλους και εχθρούς, στις φυσικές καταστροφές, αλλά και στις ανθρώπινες αγωνίες τους, στον Θεό προσέφευγαν, συνδιαλέγονταν μαζί του και ζητούσαν τη συνδρομή του. Η επιλογή τους να γίνουν μοναχοί, η λατρεία τους για τα ιερά λείψανα, η πίστη τους στις εικόνες και τα θαύματα, η προσευχή και η φιλανθρωπία ήταν μερικές από τις εκφράσεις της θρησκευτικότητάς τους. Το θρησκευτικό συναίσθημα κυριαρχούσε στη σκέψη των Βυζαντινών και με το πέρασμα των αιώνων έγινε ο άξονας της ζωής τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: [1] H. G. Beck, Η βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ (Αθήνα 1990): 123-134. [2] Στο ίδιο: 140, 141. [3] Η τελετή της στέψης λάμβανε χώρο, στην αρχή στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Έβδομου, μετά τον 6ο αι. στον Ιππόδρομο και λίγο αργότερα στην Αγία Σοφία με την οποία συνδέθηκε άμεσα. (Β. Πέννα, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών», στο Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό κόσμο, τ. Β΄ (Πάτρα 2001): 40, 41. [4] Στο ίδιο: 40, 41. [5] Στο ίδιο: 41, 42. [6] G. Walter, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα 1970): 75, 76. [7] Η επιστροφή του αυτοκράτορα από νικηφόρα εκστρατεία, απόηχος των ρωμαϊκών θριάμβων, που φαίνεται να συνεχίστηκε και μέχρι τον 12ο αι. [8] Πέννα: 42, 43. [9] Στο ίδιο: 44, 45. [10] T. Talbot – Rice, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, μτφρ. Φ.Κ. Βώρος (Αθήνα 1980): 79. [11] Πέννα: 44. [12] Walter: 79. [13] Πέννα: 190. [14] Στο ίδιο: 58, 59. [15] Στο ίδιο: 59. [16] Θέση που είχε θεσπίσει ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος. [17] Πέννα: 95. [18] Στο ίδιο: 91, 92. [19] Beck: 291. [20] Στο ίδιο: 286. [21] Στο ίδιο: 315. [22] Rice: 103. [23] Walter: 201. [24] Στο ίδιο: 201-203. [25] Στο ίδιο: 203 – 210. [26] Rice: 86. [27] Beck: 390 - 391. [28] A. Weyl Carr, «Η δημόσια λατρεία της Παναγίας», στο Μήτηρ Θεού. Οι απεικονίσεις της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη: 325 – 327. [29] Στο ίδιο: 328 – 329. [30] Στο ίδιο: 331 - 332. [31] Carr: 328. [32] Ι. Μέγιεντορφ, Η Βυζαντινή κληρονομιά στην ορθόδοξη Εκκλησία, μτφρ. Δ. Μόσχος (Αθήνα 1990): 212 – 213. [33] A. Guillou, Ο βυζαντινός πολιτισμός, μτφρ. P. Odorico (Αθήνα 1998): 457 – 459. [34] Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Εορταί, πανηγυρισμοί, έργα ευποιίας, επαγγέλματα, μικροεμπόριον, τ. Β΄ (Αθήνα χ.χ.):43. [35] Στο ίδιο: 62. [36] Walter: 83. [37] Θρησκευτική εορτή αλλά και εμπόριο (εμπροπανήγυρις), δηλωτικός μεγάλων εορτών (Πάσχα, αυτοκρατορικές ή εθνικές εορτές), γαμήλια τελετή ή απλά τον πανηγυρικό λόγο που εκφωνείται σε επίσημες περιστάσεις. (Σ. Ευθυμιάδης, «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος», στο Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό κόσμο, τ. Β΄ (Πάτρα 2001): 249). [38] Στο ίδιο: 249. [39] Rice: 212. [40] Στο ίδιο: 90 - 91. [41] Κουκουλές: 65. [42] Οι Επίσκοποι κατά τους νόμους όφειλαν να επισκέπτονται κάθε Τετάρτη και Παρασκευή τις φυλακές και να φροντίζουν για την απελευθέρωση με εγγύηση των φυλακισμένων. (Στο ίδιο: 114). [43] Στο ίδιο: 69.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: • Ευθυμιάδης Σ. «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος». Στο Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό κόσμο. Τ. Β΄ Πάτρα: 2001. • Κουκουλές Φ. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Εορταί, πανηγυρισμοί, έργα ευποιίας, επαγγέλματα, μικροεμπόριον. Τ. Β΄ Αθήνα: χ.χ. • Πέννα Β. «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών». Στο Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό κόσμο. Τ. Β΄ Πάτρα: 2001. Χ Beck H. G. Η βυζαντινή χιλιετία. Μτφρ. Κούρτοβικ Δ. Αθήνα: 1990.• Guillou Α. Ο βυζαντινός πολιτισμός. Μτφρ. Odorico P. Αθήνα: 1998. • Μέγιεντορφ Ι. Η Βυζαντινή κληρονομιά στην ορθόδοξη Εκκλησία. Μτφρ. Μόσχος Δ. Αθήνα: 1990.• Talbot – Rice T. Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών. Μτφρ. Βώρος Φ.Κ. Αθήνα: 1980.• Walter G. Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Μτφρ. Παναγιώτου Κ. Αθήνα: 1970.• Weyl Carr A. «Η δημόσια λατρεία της Παναγίας». Στο Μήτηρ Θεού. Οι απεικονίσεις της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη.
Γιώτα Μαδούρα, Archive

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου