Αίθυια

Εις το όνομα της Ιεράς Εξετάσεως

| Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Μια συναρπαστική περιήγηση στο κυνήγι των μαγισσών της Ευρώπης
(14ος-17ος αιώνας) προσφέρει το βιβλίο του Ντίτερ Μπρόιερς

Ακόμη και σήμερα διίστανται οι απόψεις για τα αίτια που οδήγησαν στο φοβερό Κυνήγι των μαγισσών στην Ευρώπη, το οποίο διήρκεσε τρεις και πλέον αιώνες (από τον 14ο ως τον 17ο). Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως η τελευταία «μάγισσα» στη Βρετανία οδηγήθηκε στην πυρά στα τέλη του 17ου αιώνα και ότι στη Γερμανία έκαιγαν «μάγισσες» ακόμη και την εποχή του Μπαχ. Στη Ρωσία μάλιστα η τελευταία «μάγισσα» κάηκε το 1813! Πώς εξηγούνται αυτά τα τερατώδη εγκλήματα; Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς δίνει μια αφοπλιστική ερμηνεία: Το Κυνήγι των μαγισσών δεν ήταν παρά η επίπονη και συστηματική προσπάθεια της Καθολικής και Προτεσταντικής Εκκλησίας να εξαλείψει τα τελευταία κατάλοιπα του παγανισμού στην Ευρώπη.

Ο, τι ποιητικό παρέμενε ως τότε σαν παράδοση ή ανάμνηση των μητρογραμμικών κοινωνιών θα έπρεπε να εξαφανιστεί δια παντός και με κάθε μέσον. Επί του προκειμένου, πολύ ενδιαφέρουσες είναι και οι απόψεις του Εμμανουήλ Ροΐδη, ο οποίος έλεγε ότι οι «μάγισσες» της εποχής δεν ήταν παρά δυστυχισμένες μητέρες οι οποίες, χρησιμοποιώντας διάφορα βότανα, προσπαθούσαν να σώσουν τα άρρωστα παιδιά τους σε μια εποχή όπου η άσκηση της ιατρικής ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, αφού τα θέματα της ζωής και του θανάτου τα καθόριζε η βούληση του Υψίστου. Επομένως και τα παιδιά, όπως τα έδινε ο Θεός έτσι και μπορούσε να τα πάρει, κατά την κρίση Του.

Έχει άραγε ενδιαφέρον να ασχολούμαστε με αυτές τις σκοτεινές πλευρές της Ιστορίας σήμερα; Καλό είναι να μη βιάζεται κανείς να απαντήσει αρνητικά. Στη Σαουδική Αραβία, λ.χ., πέρυσι ακόμη μία γυναίκα καταδικάστηκε ως μάγισσα και θα αποκεφαλιστεί, εκτός και αν της δώσει χάρη ο βασιλιάς. Και σε κάποιες περιοχές της Αφρικής εξακολουθούν να πιστεύουν ότι οι γυναίκες που έχουν γαλανά μάτια είναι μάγισσες. Οσο για τις μεταφορές και τη σχετική φιλολογία, το πλήθος των έργων είναι τέτοιο που καλύπτει σχεδόν όλες τις όψεις τόσο της υψηλής όσο και της μαζικής κουλτούρας.

Η Ιστορία ως ρεπορτάζ
Ο Ντίτερ Μπρόιερς αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για το Κυνήγι των μαγισσών που να λέει την ιστορία ως σπονδυλωτή αφήγηση, σαν μια σειρά διηγημάτων που το καθένα του καλύπτει μία από τις βασικές πτυχές του θέματος. Στόχος του ήταν να ζωντανέψει την εποχή, περιγράφοντας τα γεγονότα λες και συνέβησαν όχι πριν από πέντε- έξι αιώνες αλλά σήμερα. Γράφει σαν να κάνει ερευνητικό ρεπορτάζ- και είναι φυσικό. Προτού αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή βιβλίων, ο Μπρόιερς υπήρξε για πολλά χρόνια αρχισυντάκτης της γερμανικής εφημερίδας Κolnischer Rundscau/ Βonner Rundschau. Παραλλάσσοντας λοιπόν τον ορισμό του Μέιλερ ότι το βιβλίο του Οι στρατιές της νύχτας είναι «το μυθιστόρημα ως Ιστορία, η Ιστορία ως μυθιστόρημα», θα λέγαμε ότι ο Μπρόιερς έγραψε το Εις το όνομα τριών Δαιμόνων χρησιμοποιώντας «το ρεπορτάζ ως Ιστορία, την Ιστορία ως ρεπορτάζ».

Η στατιστική μάς λέει την αλήθεια, αλλά ενίοτε λειτουργεί ως παραπέτασμα που κρύβει τη σκοτεινή της πλευρά. Τα θύματα της Ιεράς Εξέτασης ο Μπρόιερς τα υπολογίζει σε 60.000. Σε σύγκριση με τα ολοκαυτώματα και τα μαζικά εγκλήματα του 20ού αιώνα, οι θηριωδίες του χριστιανικού φονταμενταλισμού (διότι αυτό ήταν βεβαίως η Ιερά Εξέταση) είναι ελάχιστες. Πρόκειται εν τούτοις για εγκλήματα ειδεχθέστερα και από αυτά της ναζιστικής θηριωδίας, επειδή τα 60.000 θύματα (άλλοι τα ανεβάζουν σε 100.000 και άλλοι σε περισσότερα) οδηγήθηκαν στην πυρά«εν ονόματι του Χριστού», όπως γράφει στο εμπεριστατωμένο βιβλίο του Τhe Εncyclopaedia of Witchcraft and Demonologyο καθηγητής Ράσελ Χόουπ Ρόμπινς. Για τούτο και ήταν γενναία η απόφαση του πάπα Ιωάννη-Παύλου να επιτρέψει την πρόσβαση στα Αρχεία του Βατικανού σχετικά με το θέμα. Αυτό ωστόσο οφείλεται στην προτροπή τού τότε καρδιναλίου Ράτσινγκερ (του σημερινού Πάπα), ο οποίος υποστήριξε ότι η Εκκλησία δεν έχει τίποτε να φοβηθεί από την αλήθεια.

Η μάγισσα του Χίμλερ
Η επίσκεψη σε οποιοδήποτε μουσείο της Ιεράς Εξέτασης στην Ευρώπη και αλλού, σου προκαλεί ένα μικρό σοκ όταν βλέπεις από κοντά τα φριχτά εργαλεία βασανιστηρίων που χρησιμοποιήθηκαν κάποτε για να αποσπαστούν από τα δύστυχα θύματα οι «ομολογίες» τους. Τροχοί, καρέκλες με καρφιά, τανάλιες, εργαλεία για την εξόρυξη των ματιών ή για ξεκοίλιασμα στη θέα των οποίων και μόνον είναι αδύνατον να μην ανατριχιάσεις.
Στις δίκες των αιρετικών και των «μαγισσών», αν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας οι κατηγορούμενοι δεν ομολογούσαν, τους οδηγούσαν στη διπλανή αίθουσα βασανιστηρίων και μετά τη σχετική «περιποίηση» τους επανέφεραν στην αίθουσα της δίκης. Αν δεν ομολογούσαν, τα βασανιστήρια επαναλαμβάνονταν. Ας σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή δεν ίσχυε το τεκμήριο της αθωότητας αλλά το εντελώς αντίθετο: Ο κατηγορούμενος εθεωρείτο ένοχος μέχρις αποδείξεως του εναντίου.

Το Κυνήγι των μαγισσών έδινε σε πολλούς την ευκαιρία να στραφούν εναντίων όσων αντιπαθούσαν ή είχαν προστριβές μαζί τους ή εποφθαλμιούσαν την περιουσία τους. Ως και η μητέρα του Γιοχάνες Κέπλερ προσήχθη σε δίκη με την κατηγορία της μαγείας, αφού πιο μπροστά πέρασε έξι μήνες στη φυλακή. Αν μάλιστα δεν ήταν γιος της ο μεγαλύτερος αστρονόμος της εποχής, αν δηλαδή δεν είχε μεσολαβήσει ο ίδιος χρησιμοποιώντας τις υψηλές γνωριμίες του, βέβαιον είναι ότι η γυναίκα αυτή στα 68 της χρόνια θα οδηγούνταν στην πυρά. Τα περισσότερα θύματα της Ιεράς Εξέτασης ήταν γυναίκες, διότι σε όλη τη διάρκεια των «σκοτεινών αιώνων» οι γυναίκες θεωρούνταν ευεπίφορες στην ακολασία και ως εκ τούτου στη συμμαχία με τον Διάβολο. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν καταδικάστηκαν και άνδρες, ακόμη και παιδιά.

Η σκοτεινή αυτή πλευρά αποτυπώθηκε στην κουλτούρα της Ευρώπης και λειτούργησε ως τεράστια μεταφορά σε πλήθος έργα, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν και κορυφαία, με πρώτο φυσικά τον Φάουστ του Γκαίτε. Πολλές από τις πολιτικές μεταφορές που προέκυψαν χρησιμοποιούνται και σήμερα. Ο κόσμος του ύστερου χριστιανικού Μεσαίωνα ήταν απεχθής στους ναζιστές, οι οποίοι θεωρούσαν ότι τον συνιστούσαν κοινωνίες υπανθρώπων που δεν δίσταζαν να καίνε τους ανθρώπους ζωντανούς. (Οι ναζιστές φυσικά πρόκριναν πιο «πολιτισμένες» λύσεις: Τα κρεματόρια.) Αξίζει να τονίσουμε ότι όταν ο Χίμλερ ανακάλυψε ότι μία από τις προγόνους του ήταν μάγισσα που κάηκε στην πυρά, το γεγονός, όπως λέει ο Μπρόιερς, τον γέμισε περηφάνια. Γι΄ αυτό και διέταξε να ερευνηθούν όλα τα διαθέσιμα αρχεία και να καταγραφούν τα ονόματα εκείνων που κάηκαν στην πυρά τους τρεις αιώνες παντοκρατορίας της Ιεράς Εξέτασης. Είναι ειρωνικό, αλλά εξαιτίας αυτής της έρευνας έχουμε σήμερα τα περισσότερα ονόματα των θυμάτων και τις ημερομηνίες που εκτελέστηκαν στην ηπειρωτική Ευρώπη, διότι κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα περισσότερα από τα σχετικά δημόσια αρχεία πλην αυτών του Βατικανού- καταστράφηκαν, ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου σημειώθηκε και η εντονότερη δραστηριότητα της Ιεράς Εξέτασης.

Στον επίλογο του βιβλίου του ο Μπρόιερς υποστηρίζει ότι εξαιτίας της κριτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους ιστορικούς και στην Καθολική Εκκλησία από τον 19ο αιώνα και εξής επικράτησαν ποικίλα κλισέ όσον αφορά την εικόνα του ιεροεξεταστή και των λάγνων μοναχών που κοιτούν με λαίμαργα μάτια τις μισόγυμνες μάγισσες οι οποίες έχουν πιο μπροστά υποστεί άγρια βασανιστήρια. Λέει ακόμη ότι το κυνήγι των μαγισσών αποδόθηκε αποκλειστικά σχεδόν στους καθολικούς, ενώ την ίδια αγριότητα επέδειξαν και οι προτεστάντες. Για το πρώτο κλισέ όμως δεν φταίνε οι ιστορικοί αλλά η μαζική κουλτούρα. Όσον αφορά το δεύτερο, κανείς ιστορικός δεν θα διαφωνούσε μαζί του. Εντούτοις, μπορεί μεν ο Λούθηρος να είπε ότι είχε δει αυτοπροσώπως τον Εξαποδώ και τα τέκνα του, αλλά η παπική εξουσία ήταν η κυρίως υπεύθυνη για τις διώξεις αυτές που συνιστούν μια από τις μεγαλύτερες προσβολές όχι μόνο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό αλλά και για τη δυτική χριστιανοσύνη.

Ο συγγραφέας έχει δίκιο όταν γράφει ότι μεγάλη ευθύνη για τις διώξεις έφεραν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, από όπου προέρχονταν και οι περισσότερες καταγγελίες για μαγεία. Ωστόσο και αυτό δεν είναι κάτι νέο. Ο στραγγαλισμός της ελευθερίας της σκέψης και ο έλεγχος των συνειδήσεων που οδηγούσαν στη δεισιδαιμονία και στον σκοταδισμό ασκούνταν από ψηλά, από την εκκλησιαστική κυρίως που ήταν και πολιτική εξουσία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο μεγαλύτερος αριθμός γυναικών και ανδρών οι οποίοι οδηγήθηκαν στην πυρά αφορά τη Γερμανία, όπου η ταύτιση κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας ήταν απόλυτη.

Το «σφυρί των μαγισσών»
Το 1486 τυπώθηκε ένα βιβλίο γραμμένο στα λατινικά από δύο δομινικανούς μοναχούς, τον Χάινριχ Κράμερ και τον Γιάκομπ Σπρένγκερ. Τίτλος του, Μalleus maleficarum- Το Σφυρί των μαγισσών. Ο ρόλος του στην εξάπλωση του Κυνηγιού των μαγισσών σε όλη την Ευρώπη υπήρξε τεράστιος. Πρώτον, διότι ήταν γραμμένο στα λατινικά τα οποία ήταν η lingua franca των μορφωμένων της εποχής και πρωτίστως των κληρικών. Δεύτερον, επειδή συνέδεε τη μαγεία με την αίρεση και, τρίτον, γιατί τυπώθηκε σε πολλά αντίτυπα,αφού η έκδοσή του συνέπεσε με τη γέννηση και τη διάδοση της τυπογραφίας. Τα κοσμικά και τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της εποχής είχαν στα χέρια τους ένα εργαλείο βάσει του οποίου μπορούσαν ευκολότατα να επιβάλουν την ποινή του θανάτου σε εξορκιστές, μάγισσες και αιρετικούς. Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη που όλα μαζί συνιστούν την πλέον σχιζοφρενική διαστροφή κάθε λογικής σκέψης. Αρκεί, λ.χ., να αναφέρουμε το πώς «ετυμολογούν» οι συγγραφείς τη λέξη «Διάβολος»: Ο diabolus λοιπόν παράγεται από το dia (δύο) και το bolus(θάνατος). Ο Διάβολος επομένως σκοτώνει την ψυχή και το σώμα.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου στοχεύει στο να κατανοήσουν οι Αρχές τι σημαίνει μαγεία, η οποία οδηγεί στην άρνηση της Καθολικής Εκκλησίας και στη συνουσία με ποικίλους δαίμονες. Αφού η Βίβλος λέει ότι υπάρχουν μάγισσες, άρα υπάρχουν, υποστηρίζουν οι συγγραφείς. Ως εκ τούτου, όποιος δεν πιστεύει ότι υπάρχει μαγεία είναι αιρετικός. Η μαγεία συνιστά εσχάτη προδοσία κατά του μεγαλείου του Θεού. Κατά συνέπεια εκείνος που γνωρίζει οτιδήποτε σχετικό με περιστατικά μαγείας, οφείλει να το καταγγείλει. Καμία σημασία δεν είχε το ποιόν του καταγγέλοντος. Γι΄ αυτό και τέτοια «περιστατικά» πολλές φορές καταγγέλλονταν ακόμη και από εγκληματίες ή και άτομα που είχαν καταδικαστεί για ψευδορκία. Οι καταγγελίες τους παρέμεναν μυστικές και εθεωρούντο αξιόπιστες.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αναπτύσσει το σύστημα μέσω του οποίου θα δομούνται οι κατηγορίες, θα στηρίζονται οι αποφάσεις των δικαστηρίων και θα ορίζεται η ποινή. Εδώ οι συγγραφείς προβαίνουν σε διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων τριών τύπων δικαστηρίων: Της Ιεράς Εξέτασης, της κοσμικής εξουσίας και των επισκοπικών. Θεωρούν αναγκαία μόνο τα δύο τελευταία. Η Ιερά Εξέταση, υποστηρίζουν, μπορεί να παραπέμπει αλλά δεν είναι ανάγκη να δικάζει. Οι ανακρίσεις, οι καταθέσεις των μαρτύρων, τα βασανιστήρια και οι αποφάσεις πρέπει να ανήκουν στην αρμοδιότητα των επισκοπικών και των κοσμικών δικαστηρίων.

Ο Μπρόιερς υποστηρίζει στο βιβλίο του ότι Μalleus maleficarum γράφτηκε ολόκληρο από τον Κράμερ, έναν μισότρελο καλόγερο, και απλώς ο Σπρένγκερ,που τον χαρακτηρίζει «μάλλον φιλελεύθερο», έβαλε δίπλα στο όνομα του Κράμερ και το δικό του από καθαρό οπορτουνισμό. Λέει ακόμη ότι ο Κράμερ τον εξαπάτησε. Είναι μια αναθεωρητική εκδοχή που δύσκολα θα την πίστευε κανείς. Δεν βάζει κάποιος το όνομά του σε ένα έργο 800 σελίδων που ο Μπρόιερς το θεωρεί προϊόν «ενός από κάθε άποψη διαταραγμένου μυαλού».Διότι με βάση αυτό το εγχειρίδιο χιλιάδες άνθρωποι βασανίστηκαν φριχτά, διαμελίστηκαν τα σώματά τους ή άφησαν την τελευταία τους πνοή στην αγχόνη ή στην πυρά.
Αναστάσης Βιστωνίτης, Το Βήμα

Άλωση ή πτώση: ο εκτουρκισμός της Κωνσταντινούπολης

| Κυριακή 26 Ιουλίου 2009
Όπως τους περισσότερους Τούρκους της Ιστανμπούλ, το Βυζάντιο μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ λίγο στα παιδικά μου χρόνια. Όταν ήμουν παιδί, η λέξη Βυζάντιο μου έφερνε στο νου τα τρομακτικά ρούχα και γένια των Ρωμιών ορθόδοξων παπάδων, τα βυζαντινά τόξα και τις καμάρες στα διάφορα μέρη της πόλης, τις παλιές εκκλησίες που ήταν χτισμένες από κόκκινα τούβλα, και την Αγιασοφιά. Όλα αυτά ανήκαν σε μια τόσο παλιά εποχή που δεν υπήρχε λόγος να την ξέρουμε. Ακόμη και οι Οθωμανοί που κατέκτησαν το Βυζάντιο μου φαίνονταν πολύ μακρινοί. Εμείς είμαστε η πρώτη γενιά του «καινούργιου πολιτισμού» που είχε έρθει στην Ιστανμπούλ μετά από κείνους. Τουλάχιστον οι Οθωμανοί, που τις παραδοξότητές τους μας περιέγραφε ο Ρεσάτ Εκρέμ Κοτσού, είχαν ονόματα που μοιάζανε με τα δικά μας. Ενώ οι Βυζαντινοί είχαν εξαφανιστεί με την άλωση. Και οι εγγονοί των εγγονών των εγγονών τους ήταν ιδιοκτήτες των ζαχαροπλαστείων και των καταστημάτων που πουλούσαν ρούχα και παπούτσια στο Μπέγιογλου. Όταν ήμουν παιδί, το πηγαινέλα με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου για ψώνια, στα διάφορα καταστήματα των Ρωμιών, ήταν από τις σημαντικότερες διασκεδάσεις μου. Σε κάποια καταστήματα υφασμάτων δούλευε όλη η οικογένεια, πατέρας – μητέρα – κόρες, κι όταν η μητέρα μου πήγαινε για ν’ αγοράσει ύφασμα για κουρτίνες ή βελούδο για να ντύσει μαξιλάρια, τα μέλη της οικογένειας αρχίζαν να μιλάνε μεταξύ τους πολύ γρήγορα ελληνικά. Αργότερα στο σπίτι προσπαθούσα να μιμηθώ την παράξενη γλώσσα τους και τις ανήσυχες κινήσεις των πωλητριών με τους πατεράδες τους. Το ενδιαφέρον που δείχνανε για τις μιμητικές μου προσπάθειες, το ύφος των εφημερίδων όταν αναφέρονταν σ’ αυτούς, το «Μίλα τουρκικά!» που χρησιμοποιούσανε για να τους επιπλήξουν καμιά φορά, μ’ έκανε να υποψιάζομαι ότι οι Ρωμιοί, όπως οι φτωχοί της πόλης και οι κάτοικοι στις παράγκες, δεν ήταν «ευυπόληπτα» άτομα. Σκεφτόμουν πως γι’ αυτό έφταιγε λίγο και το γεγονός ότι ο Φατίχ, με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, τους είχε πάρει την πόλη. Τα πεντακόσια χρόνια της άλωσης, το «μεγάλο θαύμα» όπως λέγανε καμιά φορά, είχαν γιορταστεί ένα χρόνο μετά τη γέννησή μου, το 1953, αλλά τίποτε άλλο, πέρα από τη σειρά γραμματοσήμων που είχε κυκλοφορήσει με αυτή την ευκαιρία, δεν τραβούσε το ενδιαφέρον μου. Στα γραμματόσημα αυτής της σειράς παρέλαυναν όλες οι ιερές φαντασιώσεις που είχαν σχέση με το πορτρέτο του Μωάμεθ του Πορθητή του Μπελίνι, το Ρούμελιχισαρ, η μεταφορά στον Κεράτιο των Καραβιών από την ξηρά.

Παρατηρώντας πως έχουν ονομαστεί ορισμένα γεγονότα μπορούμε να καταλάβουμε σε ποιο μέρος του κόσμου βρισκόμαστε, αν βρισκόμαστε στη Δύση ή στην Ανατολή. Αυτό που έγινε στις 29 Μαΐου 1453, ενώ για τους Δυτικούς είναι η Πτώση της Κωνσταντινούπολης, για τους Ανατολικούς είναι η Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Κοντολογίς «Πτώση» ή «Άλωση». Έπειτα από πολλά χρόνια, ο Αμερικανός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια όπου σπούδαζε η γυναίκα μου την κατηγόρησε για εθνικισμό, όταν σε μια εργασία της χρησιμοποίησε την λέξη άλωση. Αν και η καρδιά της γυναίκας μου, που η καταγωγή της από τη μεριά της μητέρας της ήταν ρωσική, χτυπούσε λίγο για τους ορθόδοξους, τα μάτια της έβλεπαν το γεγονός με τις λέξεις της τουρκικής εθνικής παιδείας, επειδή είχε τελειώσει το λύκειο στην Τουρκία. Ίσως πάλι να μην έβλεπε το γεγονός ούτε σαν άλωση ούτε σαν πτώση, αλλά να ένιωθε ότι ήταν ανάμεσα σε δυο κόσμους, σαν κάποιους άτυχους αιχμαλώτους πολέμου που έπρεπε να είναι ή χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, μιας και δεν είχαν άλλη επιλογή.

Οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ έμαθαν να γιορτάζουν το γεγονός ως «άλωση» στις αρχές του εικοστού αιώνα εξαιτίας του εκδυτικισμού και του τουρκικού εθνικισμού. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο μισός πληθυσμός της Ιστανμπούλ δεν ήταν μουσουλμάνοι και το μεγαλύτερο μέρος του μη μουσουλμανικού πληθυσμού το αποτελούσαν οι Ρωμιοί που ήταν η συνέχεια των Βυζαντινών. Στα παιδικά και στα τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια υπήρχε μια κίνηση έντονου τουρκικού εθνικισμού που υποστήριζε ότι η χρήση της λέξης Κωνσταντινούπολη σήμαινε ότι οι Τούρκοι δεν ανήκουν σε αυτή την πόλη, ότι οι πρώτοι ιδιοκτήτες της πόλης αυτής μια μέρα που θα έρχονταν και θα έδιωχναν εμάς τους κατακτητές εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια ή, το λιγότερο, θα μας μετέτρεπαν σε υπηκόους δεύτερης κατηγορίας. Για τους οπαδούς του τουρκικού εθνικισμού η χρήση της λέξης άλωση είχε πολύ μεγάλη σημασία. Υπήρχαν βέβαια περιπτώσεις που ακόμη και οι Οθωμανοί λέγανε την πόλη Κωνσταντινούπολη.

Οι Τούρκοι που θέλει να τον εξευρωπαϊσμό προτίμησαν να μην τονίζουν την «άλωση». Το 1953, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Τζελάλ Μπαγιάρ και ο πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές, για να μη δυσαρεστήσουν τους Δυτικούς φίλους των Τούρκων τους Έλληνες, δεν συμμετείχαν στην επέτειο του εορτασμού των πεντακοσίων χρόνων της άλωσης, που η προετοιμασία της είχε κρατήσει χρόνια. Τα πρώτα χρόνια του ψυχρού πολέμου η Τουρκία μέλος του ΝΑΤΟ, δεν ήθέλε να θυμίζει στον κόσμο την «άλωσή». Αν και έπειτα από δύο χρόνια, το 1955, καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν οι περιουσίες των Ρωμιών και των άλλων μειονοτήτων στην Ιστανμπούλ, επειδή ήταν αδύνατο να συγκρατηθούν τα πλήθη που είχαν υποκινηθεί από την τουρκική κυβέρνηση. Τα γεγονότα αυτά που συμπεριλάμβαναν καταστροφές εκκλησίών και δολοφονίες παπάδων, μοιάζουν σε λεηλασία και ωμότητα με τα γεγονότα που περιγράφουν οι «Δυτικοί» ιστορικοί της «πτώσης». Οι Ρωμιοί που εγκατέλειψαν τα τελευταία πενήντα χρόνια την Ιστανμπούλ εξαιτίας των λαθών των τουρκικών και των ελληνικών κυβερνήσεων που συμπεριφέρονταν στις μειονότητές τους, από τότε που η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν εθνικά κράτη, σαν να ήταν όμηροι, είναι περισσότεροι από κείνους που την εγκατέλειψαν στα πενήντα χρόνια μετά το 1453.

Το 1955 όταν οι Εγγλέζοι ετοιμαζόταν να φύγουν από την Κύπρο και οι Έλληνες να αναλάβουν ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση του νησιού, ένας πράκτορας των μυστικών τουρκικών υπηρεσιών έβαλε βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Όταν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις και μεγαλοποιώντας το περιστατικό κυκλοφόρησαν την είδηση, το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ, έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ’ όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη την πόλη.

Οι καταστροφικοί τσέτες, στις περιοχές όπως το Ορτάκιοϊ, το Μπαλουκλί, τα Ψωμαθειά, το Φανάρι, όπου ζούσαν πολλοί Ρωμιοί, με βιαιότητα που προκαλούσε φρίκη, έκαψαν και λεηλάτησαν μικρά φτωχικά ρωμαίικα μπακάλικα, γκρέμισαν μάντρες και μπήκαν σε σπίτια, βίασαν Ρωμιές και Αρμένισσες· μπορεί κανείς να πει ότι φέρθηκαν το ίδιο ανελέητα με τους στρατιώτες που λεηλάτησαν την Ιστανμπούλ, όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής μπήκε στην πόλη. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι οι οργανωτές, τους οποίους στήριζε η κυβέρνηση, για να κινητοποιήσουν τους πλιατσικολόγους, που για δύο μέρες σκόρπισαν την φρίκη στην πόλη και μετέτρεψαν την Ιστανμπούλ σε κόλαση χειρότερη κι από τους πιο κακούς εφιάλτες των χριστιανών και των Ευρωπαίων, τους είχαν πει ότι το πλιάτσικο ήταν ελεύθερο.

Το πρωί της νύχτας όπου στους δρόμους κινδύνευε να λιντσαριστεί όποιος δεν ήταν μουσουλμάνος, το Μπέγιογλου και η λεωφόρος Ιστικλάλ ήταν γεμάτη από αντικείμενα που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν από τα λεηλατημένα μαγαζιά με τις σπασμένες βιτρίνες και πόρτες, αλλά είχαν καταστραφεί με πολλή χαρά. Χρώματα χρώματα, τόπια τόπια τα υφάσματα, χάλια και φορέματα και από πάνω αναποδογυρισμένα ψυγεία, ραδιόφωνα, πλυντήρια ρούχων, καινούργια ακόμη τότε στην τουρκική αγορά· το οδόστρωμα δεν φαινόταν από τις σπασμένες πορσελάνες, τα παιχνίδια (τα καλύτερα καταστήματα παιχνιδιών ήταν στο Μπέγιογλου), τα έπιπλα κουζίνας, τα ενυδρεία που ήταν της μόδας τότε, τα κρύσταλλα φωτιστικών. Ποδήλατα, αναποδογυρισμένα ή καμένα αυτοκίνητα, σπασμένα πιανα, ακρωτηριασμένες κούκλες που κοίταζαν τον ουρανό, πεσμένες ανάσκελα από τη βιτρίνα κάποιου μεγάλου καταστήματος, και μερικά τανκς που έστω και αργά είχαν βγει στους δρόμους για να επαναφέρουν την τάξη.

Όλα αυτά επειδή περιγράφονταν για πολλά χρόνια συχνά στο σπίτι, είναι ζωντανά στο νου μου, με όλες τους τις λεπτομέρειες, σαν να τα έχω δει ο ίδιος. Το θέμα που συζητούσαν πιο πολύ στην οικογένειά μου, όταν οι χριστιανοί καθάριζαν τα σπίτια τους και τα καταστήματά τους, ήταν πως η γιαγιά μου κι ο θείος μου τρέχανε από το ένα παράθυρο του σπιτιού στο άλλο και κοίταζαν γεμάτοι αγωνία καθώς οι πλιατσικολόγοι σταματούσαν μπροστά στο σπίτι μας, τρέχανε από τη μια άκρη του δρόμου μας στην άλλη, έσπασαν τις βιτρίνες των καταστημάτων φωνάζοντας συνθήματα ενάντια στους Ρωμιούς, στους χριστιανούς, στους πλούσιους. Εξαιτίας του ανερχόμενου τουρκικού εθνικισμού εκείνο τον καιρό ο Αλααντίν είχε αρχίσει να πουλάει στο ψιλικατζίδικο του μικρές πάνινες τουρκικές σημαιούλες. Ο αδελφός μου, που του άρεσαν οι σημαιούλες είχε αγοράσει μία μερικές μέρες πριν και την είχε βάλει κάπου μέσα στο αυτοκίνητο. Το αποτέλεσμα ήταν να μη σπάσουν τα τζάμια ούτε να αναποδογυρίσουν την Ντοτζ του θείου μου.
Ορχάν Παμούκ, Ιστανμπούλ, Εκδ. Ωκεανίδα, σ.276–84

Το μυθολογικό υπόστρωμα του βαμπιρισμού

| Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

The Vampire, by Philip Burne-Jones, 1897

Οι βρυκόλακες, βουρδούλακες βαμπίρ -ή όπως αλλιώς προτιμάτε- είναι αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκού θρύλου. Ένα κομμάτι βέβαια που έχει το δικό του μυθολογικό υπόστρωμα πίσω από τις διακριτές εκφάνσεις της παγκόσμιας μυθολογίας. Για την Karen Thompson και τη μελέτη της για τη μυθολογία των βαμπίρ, οι βρυκόλακες αντιπροσωπεύουν ένα φάντασμα που έχει επιβληθεί μέσω του φόβου εδώ και αρκετούς αιώνες σχεδόν σε όλο τον κόσμο.

Παρά τις χωρικές και χρονικές αποστάσεις που χωρίζουν τους διάφορους πολιτισμούς, οι ιστορίες που αφορούν τα βαμπίρ είναι εκπληκτικά ομοιόμορφες. Οι περισσότερες από τις περιγραφές επιθέσεων βαμπίρ προέρχονται από την Ελλάδα, την Κίνα και τα σλαβικά έθνη. Και αν τα σλαβικά έθνη κινούνται σε μια κοινή λίγο-πολύ μυθολογική δεξαμενή με τον ελλαδικό χώρο, η Κίνα τόσο πολιτισμικά όσο και χωρικά απέχει μακράν της βαλκανικής χερσονήσου και της βορειοδυτικής Ασίας.

Το βαμπίρ είναι το προϊόν συσσώρευσης, η συνισταμένη των σκοτεινότερων ανθρώπινων φόβων και των βαθύτερων πεποιθήσεων. Τα διαφορετικά διανύσματα που το συνθέτουν είναι ο πρωτόγονος φόβος του ανθρώπου για το θάνατο και τους νεκρούς, η αναζήτησή του για την αθανασία, η επιθυμία του να ελέγξει το περιβάλλον του, οι ανθρωπόμορφες αντιλήψεις του για τη γονιμότητα της γης και τη δημιουργία της, ο ανιμισμός του, η αντίληψή του για τον κόσμο και για τη θέση του μέσα σ' αυτόν. Όλα αυτά μαζί στο πέρασμα του χρόνου συνέκλιναν για να μας δώσουν τη σύγχρονη και σχετικά περίπλοκη εικόνα του σημερινού βαμπίρ.

Το σημαντικότερο γεγονός για το βαμπίρ είναι ότι "ζει" πέρα από το φυσικό θάνατο, και οι μύθοι οι σχετικοί με την προέλευσή του υποδεικνύουν την πολύ ισχυρή σύνδεσή του με το σύμβολο του φιδιού. Το βαμπίρ συνδέεται με τους αρχαίους μύθους της γονιμότητας, και μέσω της κυριάρχης σχέσης που κατέχει το φίδι με τη γονιμότητα, και μέσω των ανακυκλούμενων ζωικών χαρακτηριστικών του βαμπίρ, όπως είναι ο τρόπος του ύπνου του, η επιστροφή εκ νεκρών και η ανανέωσή του μέσω της επαφής του με τη διαβίωση.

Οι δύο μύθοι που σχετίζονται με την προέλευση του βαμπίρ είναι παρόμοιοι και είναι πιθανώς, παραλλαγές στο ίδιο λαογραφικό μοτίβο. Ο πρώτος μύθος είναι η ιστορία της Λάμιας, της όμορφης βασίλισσας της Λιβύης που αγαπήθηκε από το Δία. Ένα παιδί γεννήθηκε την ένωσή τους. Η ζηλότυπη Ήρα από το θυμό της έκλεψε το νήπιο. Θρηνώντας η Λάμια αποσύρθηκε σε μια σπηλιά κοντά στη θάλασσα. Ο χρόνος πέρασε και η Λάμια, άσχημη πια, άρχισε να περιπλανιέται μέσα στη νύχτα, κλέβοντας και τρώγοντας τα νεογέννητα μωρά. Σιγά-σιγά οι προτιμήσεις της επεκτάθηκαν στην αποπλάνηση των νεαρών ανδρώνν, που τους σκότωνε είτε κανοντάς τους έρωτα μέχρις ότου πέθαιναν, ή πίνοντας το αίμα τους. Το εντυπωσιακό εδώ είναι ότι παρόλο που μπορούσε να κρατήσει την όμορφη όψη της, πάντα επέστρεψε στην ασχήμια της. Σε μια από τις μορφές στην οποία μας είναι γνωστή, το χαμηλότερο μισό του σώματός της είναι ερπετοειδές και έχει φτερά. Τα σύγχρονα θηλυκά βαμπίρ υποτίθεται ότι έχουν κόκκινη τρίχα χλωμό δέρμα και τα πράσινα μάτια του φτερωτού δράκοντα.
Ο δεύτερος μύθος αφορά στη Λίλιθ, την πρώτη σύζυγο του Αδάμ στη Βίβλο. Η Λίλιθ δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με τον Αδάμ, από τον ίδιο πηλό, και επομένως ήταν ίση του σε όλα τα πράγματα. Αρνήθηκε την υποακοή στον Αδάμ, έβγαλε φτερά και πέταξε μακριά του. Οι άγγελοι βρήκαν την κρυψώνα της της και της είπαν ότι η τιμωρία της για την απομάκρυνσή της από τον Αδάμ ήταν πως θα πέθαιναν όλα τα παιδιά της. Βαθιά παραδομένη στη θλίψη, η Λίλιθ συλλογίστηκε την αυτοκτονία. Συγκινημένοι οι άγγελοι της έδωσαν πλήρη δικαιοδοσία πάνω στη ζωή των νεογνών, για την πρώτη εβδομάδα από γέννησή τους. Σε πιο πρόσφατους χρόνους συναντάμε ξόρκια που αναφέρουν τη Λίλιθ με το όνομά της, για να την κρατήσουν μακριά από τα παιδιά. Ιδιαίτερη προσοχή λαμβάνεται έτσι ώστε να αποδοθεί το μωρό στη φύλαξη των αγγέλων, έτσι ώστε να προστατευθεί από τη ζηλοτυπία και της θλίψη της Λίλιθ για τα χαμένα παιδιά της. Η Λίλιθ έγινε αργότερα η σύζυγος η υποτιθέμενη σύζυγος του Σατάν, ο οποίος περιγράφεται επίσης συχνά ως φίδι. Τα παιδιά της ένωσής τους έζησαν και έγιναν γνωστά ως δαίμονες. Να σημειώσουμε εδώ πως και η Λίλιθ επίσης παραπλανούσε τους νεαρούς άνδρες και τους σκότωνε.

Τόσο η Λάμια όσο και η Λίλιθ έχουν μια ισχυρή σχέση με το φίδι. Σε μια από τις μεταφράσεις της Βίβλου, συγκεκριμένα τη Vulgata, η μετάφραση του ονόματος Λίλιθ είναι Λάμια. Η λέξη Λίλιθ σημαίνει επίσης κουκουβάγια που βγάζει οξύ και διαπεραστικό ήχο και φάσμα ή φάντασμα. Η Λάμια και η Λίλιθ αποπλανούσαν και οι δύο τα αρσενικά θύματά τους και και τα οδηγούσαν στο θάνατο. Η Ιστάρ, η μεσοποταμιακή θεά της γονιμότητας, σκότωσε τους εραστές της με τον ίδιο τρόπο, αλλά δε δαιμονοποίθηκε όπως οι προκάτοχοί της, γεγονός που υποδεικνύει θρησκευτικές συγκρούσεις σε πανάρχαιες εποχές για την επικράτηση του αρσενικού στοιχείου στη λατρεία και τη σταδιακή αντικατάσταση της θεάς μετις διμονοποιημένες όψεις της. Στην ίδια μακρινή αρχαιότητα η Λάμια και ο Λάμος ήταν παιδιά του Ποσειδώνα που λατρεύτηκαν ως θεοί. Η λατρεία τους έσβησε και υποβιβάστηκαν στη θέση δαιμόνων, όταν ήρθε ο Δίας στην εξουσία.

Ο φόβος του θανάτου και ο κάτω κόσμος
Ο δεύτερος παράγοντας που συμβάλλει στη διαμόρφωση της ιδέας του βαμπίρ είναι ο φόβος των πρωτόγονων ανθρώπων για το θάνατο και οτιδήποτε συνδέεται μαζί του. Οι πεποιθήσεις οι σχετικές με τη διάσταση του θανάτου ποικίλουν ευρέως, όπως και εκείνες που καθορίζουν τη σύνδεση ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς. Κοινή στις πεποιθήσεις των πρωτόγονων ευρωπαϊκών λαών είναι η απαίτηση για ταφή του σώματος. Για να περάσει η ψυχή σε οποιοδήποτε είδος αστρικού κόσμου πέρα από το θάνατο, προϋποτίθεται ο ενταφιασμός του σώματος. Το σώμα κρατά το πνεύμα στη γη. Με αυτόν τον τρόπο το πνεύμα δεσμεύεται έως ότου το υλικό σώμα καλυφθεί από τη γη και πάρει δρόμο του προς τη διάλυση. Καθολική ανάμεσα στους Σλάβους είναι η πεποίθηση ότι μετά το θάνατο η ψυχή αιωρείται στη γη, κοντά στον τάφο, κι επισκέπτεται τους τόπους που γνώριζε εν ζωή. Στο τέλος των σαράντα ημερών προσπαθεί να επανεισέλθει στο σώμα της, που αποσυντίθεται στο μεταξύ. Η ψυχή αποκρούεται από την αποσύνθεση και αφήνει τη γη για το νέο αστρικό περιβάλλον της. Το βαμπίρ, φυσικά, βρίσκει το σώμα του άφθαρτο και επανεισέρχεται, ε"πιστρέφοντας" κατά συνέπεια από τον κόσμο των νεκρών. Ήταν συνεπώς καθήκον οποιουδήποτε συναντούσε ένα πτώμα κατά τη μακρινή αρχαιότητα, να το θάψει, και για την ανάπαυση της ψυχής του και για την ασφάλεια των ζωντανών. Επίσης, κοινή πεποίθηση για τους Έλληνες και τους Ρωμαίους της αρχαιότητας είναι η σχέση του φιδιού με την κατάσταση του θανάτου. Το φίδι εμφανίζεται πυκνά συχνά γύρω από τα νεκροταφεία και έτσι υποτίθεται ότι είναι η ενσωμάτωση της νεκρής ψυχής. Έγινε λοιπόν στο πέρασμα των αιώνων ένα σύμβολο του τάφου. Ο ίδιος ο Ερμής, ο περαματάρης των νεκρών στον Άδη συμβολιζόταν συχνά με φίδι.

Οι αρχέγονοι λαοί δε θεώρησαν ποτέ ότι οι νεκροί διαχωρίζονται πλήρως από τους ζωντανούς. Ανάμεσα στους δύο κόσμους παρατηρείται μια έντονη αλληλεπίδραση με κοινές σφαίρες επιρροής. Γενικά θεωρούσαν πως οι νεκροί ζούσαν σε έναν κάτω κόσμο που συνδεόταν πολύ με τον τάφο. Αρχικά θεωρούσαν πως ο κάτω κόσμος ήταν το ακριβές αντίγραφο του κόσμου των ζώντων, μια πεποίθηση που ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο ήλιος φαινόταν να πηγαίνει στον κάτω κόσμο όταν έδυε τη νύχτα. Η είσοδος στον κάτω κόσμο, επομένως, βρισκόταν στη δύση, κοντά στο σημείο όπου ο ήλιος έμπαινε στη γη. Αργότερα δημιουργήθηκε η ιδέα του σκοτεινού και φρικτού κάτω κόσμου βάσει του τύπου του κάτω κόσμου που αφηγείται ο σουμερο-βαβυλωνιακός μύθος της Ιστάρ και της αναζήτησης του εραστή της Ταμούζ. Δεδομένης μάλιστα της αρχαιότητας του μύθου, είναι πολύ πιθανό οι ελληνικές και ρωμαϊκές απόψεις να αναπτύχθηκαν από τούτη τη μεσοποτάμια ιδέα της κόλασης. Για τους πρώτους Ρωμαίους, η ψυχή αναπαυόταν με το σώμα μέσα στον τάφο. Σκεύη της καθημερινότητας σχετικά με τη συντήρηση της ζωής τοποθετούνταν μέσα και γύρω από τον τάφο για να στηρίξουν την ψυχή στη μετθανάτια ζωή της.

Η συνέχιση της ύπαρξης της ψυχής μετά από το θάνατο υπογραμμίστηκε λεπτομερώς. Οι Έλληνες, επίσης, πίστεψαν στην αθανασία της ψυχής. Σε μια αντίληψη της μετά θάνατον ζωής, η ψυχή κατοικούσε με το σώμα στον τάφο και διατηρούσε την ύπαρξή της εκεί. Ο τάφος περιείχε επίσης "είδωλα" τη φτερωτή μορφή του νεκρού στον οποίο άνηκε ο τάφος.

Με τον τάφο σχετιζόταν και το φίδι αντιπροσωπευτικό των συλλογικών δυνάμεων των νεκρών, των δυνάμεων της ζωής, της μετενσάρκωσης και της αθανασίας της φυλής, Μέσω αυτής της τελευταίας εικόνας ότι ο τάφος έγινε ναός του φιδιού. Μια άλλη αντίληψη για την εικόνα του κάτω κόσμου ήταν εκείνη σύμφωνα με την οποία όλες οι ψυχές συνυπήρχαν, η πιο κοινή εντύπωση της μετά θάνατον ζωής. Ο κάτω κόσμος ήταν σκοτεινός και θλιβερός και ο ήλιος ποτέ δεν έριχνε τις ακτίνες του στα δώματά του. Οι ψυχές αποκαλούνταν " σκιές" και περιγράφονταν ως αναιμικά φάσματα, χωρίς τη δύναμη της ομιλίας ή η δυνατότητα να ικανοποιούν οποιαδήποτε από τις ανθρώπινες επιθυμίες. Στην Οδύσσεια περιγράφεται πως όταν ο Οδυσσέας επισκέφτηκε τον κάτω κόσμο, έπρεπε να αίμα για τροφή στα πνεύματα, για να μπορέσουν να μιλήσουν.

Οι αρχαίοι μας πρόγονοι φοβούνταν ιδιαίτερα την επιστροφή μιας κακόβουλης ψυχής και λάμβαναν μέτρα για την ανάπαυσή της. Έτσι, η κηδεία και ο τρόπος ενταφιασμού είχαν ένα διπλό σκοπό: την προστασία των ζώντων από την περιπλάνηση των θαμμένων ψυχών και την επιβεβαίωση της ανάπαυσης των ψυχών στον κάτω κόσμο. Οι παραλλαγές που προέκυψαν στην πορεία του χρόνου, είχαν να κάνουν με τις ιδιαίτερες πτυχές αυτής πρακτικής που υπογράμμιζαν οι διαφορετικές φυλές με τα συγκεκριμένα έθιμά τους.

Προκειμένου να προστατευθούν οι ζωντανοί από τους νεκρούς, λαμβάνονταν ειδικές προφυλάξεις κατά τη διάρκεια της νεκρικής τελετής και στα μέσα του ενταφιασμού, όλες με στόχο να κρατήσουν τους νεκρούς στον τάφο. Πριν φύγει ο νεκρός από την κατοικία, οι συγγενείς περπατούσαν γύρω της τρεις φορές, μια πρακτική γνωστή ως κύκλωσις με την οποία υπενθύμιζαν στο σώμα ότι έπρεπε να παραμείνει στον τάφο. Κατά την απομάκρυνση του σώματος από την οικία λαμβανόταν ιδιαίτερη μέριμνα έτσι ώστε ο νεκρός, ακόμη και αν όλα τα άλλα αποτύγχαναν, να μην είναι σε θέση να βρεί τον τρόπο του πίσω στο σπίτι. Έβγαινε με τα πόδια μπροστά και τα μάτια δεμένα, έτσι ώστε δεν μπορούσε να "δει" πού πήγαινε. Δεδομένου επίσης ότι το βαμπίρ επέστρεφε πάντα για να επιτεθεί στους συγγενείς του πρώτα, αυτή η προφύλαξη ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Δεδομένου ότι η ψυχή μπορούσε να επιστρέψει από το ίδιο σημείο που χρησιμοποιήθηκε για την έξοδό της, συχνά το σώμα δε μεταφερόταν μέσω της πόρτας, αλλά μέσω κάποιου παραθύρου. Σε αρκετές περιπτώσεις γκρεμιζόταν ένα κομμάτι από τον τοίχο, περνούσε το σώμα και επισκευαζόταν κατόπιν. Το σκηνικό άλλαζε και το βαμπίρ δεν μπορούσε να επιστρέψει και να βλάψει την κατοικία και τους ενοίκους της.

Στον τόπο του ενταφιασμού λαμβάνονταν και άλλες προφυλάξεις. Το σώμα θαβόταν συχνά με το πρόσωπο προς τη γη για να μην μπορεί να βρει την έξοδο. Για να δεσμεύσουν το σώμα, ορισμένες πρωτόγονες φυλές της κεντρικής Ευρώπης έκοβαν τους τένοντες και τσάκιζαν τη σπονδυλική στήλη, προκειμένου να αποτρέψουν τη μετακίνηση, ενώ κάποιες άλλες προχωρούσαν σε ακρωτηριασμό του σώματος. Μόλις θαβόταν ο νεκρός, λίθοι συσσωρεύονταν πάνω από τον τάφο κι έτσι δεν μπορούσε να διαταραχθεί ο τάφος. Μερικές φορές ο ενταφιασμός γινόταν σε κάποια προσωρινή αλλαγή της κοίτης ποταμού, καθώς το νερό θεωρείται ακόμη και σήμερα αποτελεσματικός φραγμός για για την περιπλάνηση οποιουδήποτε πνεύματος.

Για τους νεκρούς που αυτοκτονούσαν οι διαδικασίες ήταν διαφορετικές. Συνήθως οι αυτόχειρες θάβονταν σε σταυροδρόμια με την καρδιά τους τρυπημένη με ένα παλούκι και με τα μέλη ακρωτηριασμένα. Με αυτόν τον τρόπο οι ζωντανοί πίστευαν ότι προστατεύονταν από τους νεκρούς που αψηφούσαν τους νόμους της φύσης και έβαζαν μόνοι τους τέλος στη ζωή τους. Μια ζωή στην οποία δικαιοδοσία έχει μόνον ο θάνατος.

Υπάρχουν βέβαια και άλλοι λόγοι για τους οποίους οι ζωντανοί φοβούνταν τον νεκρό. Ένας από αυτούς είναι το τελετουργικό μίασμα εξαιτίας της φυσικής επαφής με τον νεκρό. Επιστρέφοντας λοιπόν από την επικήδεια τελετή, οι συγγενείς άδειαζαν όλα τα δοχεία που περιείχαν νερό μπροστα από την κατοικία, για να εμποδιστεί η επιστροφή του νεκρού. Επίσης, κατά τη διάρκεια του πένθους όλοι οι καθρέπτες του σπιτιού στρέφονταν προς τον τοίχο. Στους αρχαίους χρόνους το είδωλο του καθρέπτη και κάθε αντανάκλαση θεωρείτο ως ψυχή. Αν το πνεύμα του νεκρού βρισκόταν κάπου κοντά, θα μπορούσε ίσως να κλέψει την ψυχή που απεικονιζόταν στον καθρέπτη και κατόπιν ο ζωντανός θα έπρεπε να τον ακολουθήσει στον κάτω κόσμο. Ο καθρέφτης υποτίθεται ότι απεικονίζει την αλήθεια και το καλό. Συνεπώς κανένα βαμπίρ ή πνεύμα δεν μπορεί να απεικονιστεί στον καθρέφτη.

Lemuria και Ανθεστήρια
Στην αρχαίες Ελλάδα και τη Ρώμη υπήρχαν γιορτές σε καθορισμένη περίοδο του έτους, που είχαν ως κεντρικό θέμα τους την επιστροφή των νεκρών. Στη Ρώμη ήταν τα Lemuria και στην Ελλάδα, τα Ανθεστήρια. Κατά τη διάρκεια αυτών των εορτών που κρατούσαν γενικά τρεις ημέρες, τελούνταν θυσίες και οι ειδικές οικιακές τελετουργίες, όλες για το καλωσόρισμα των νεκρών. Δεδομένου ότι ο θάνατος δεν αλλάζει το χαρακτήρα που είχε κάποιος εν ζωή, οι πρόγονοί μας θεωρούσαν πως υπήρχαν αγαθοποιοί νεκροί, οι Manes και κακόβουλοι, οι Lemures, που επέστρεφαν μόνο για κακό. Οι γιορτασμοί κρατούσαν μόνο για τρεις ημέρες, εξαιτίας του κακού που θα μπορούσε να γίνει αν παρέμεναν περισσότερο οι Lemures. Κάθε οικογένεια προετοίμασε ιδιαίτερη υποδοχή της για τους προγόνους της, παρασκευάζοντας τροφή και πιοτό για να κατευναστεί η πείνα και η δίψα των φαντασμάτων. Για να προστατευτούν από τους Lemures, τοποθετούσαν ή σχεδίαζαν φυλακτήρια στις πόρτες και τα παράθυρα. Οι Αθηναίοι ιδιαίτερα έδεναν σχοινιά γύρω από τους ναούς τους για να αποτρέψουν το μίασμα των ιερών εγκαταστάσεων από τους νεκρούς. Πριν αναχωρήσουν οι νεκροί για τον κάτω κόσμο στο τέλος των εορτασμών, προσπαθούσαν να πάρουν μερικούς ζωντανούς μαζί τους. Συνεπώς, αν άκουγε κανείς το όνομά του μέσα στη νύχτα, δεν έπρεπε να απαντήσει Οι Lemures ή οι Κήρες μπορούσαν να καλέσουν μόνο μια φορά. Αν όμως απαντούσε, τότε βρισκόταν νεκρός το επόμενο πρωί. Στο τέλος της περιόδου των τριήμερων εορτασμών, κάθε ρωμαϊκή ή ελληνική οικογένεια διοργάνωνε μια τελετή εξορκισμού, για να απελευθερώσει το σπίτι από τις ψυχές των νεκρών και να εξασφαλίσει ευλογία για το επόμενο έτος. Η κεφαλή του οίκου, αφού εξαγνιζόταν, εκτελούσε την τελετή ρίχνοντας σπόρους πίσω του. Είναι πολύ περίεργο το γεγονός ότι αυτού του είδους την τελετή συναντάμε σε μακρινούς λαούς, όπως είναι οι Κινέζοι ή οι Ιάπωνες.

Οι νεκροί λοιπόν έχουν δυνάμεις και σε τούτη την αντίληψη κρύβονται και οι λαϊκές πεποιθήσεις για τις δυνάμεις των βαμπίρ. Οι νεκροί μποορύν να παράγουν καλό και κακό, γεγονός που έχει σημαντική επίπτωση σε ολόκληρη κοινότητα. Η καλοκαγαθία των νεκρών οδηγεί σε καλή συγκομιδή, αφθονία των βροχοπτώσεων, καλούς και πολλούς απογόνους και άλλες γενικότερες ευλογίες. Η μοχθηρία των νεκρών οδηγεί σε θανατικό, σε στειρότητα των γυναικών και της γης, σε φτωχή συγκομιδή, σε θύελλες, σεισμούς και έκλειψη του ήλιου και της σελήνης, με λίγα λόγια σε απορρόφηση της ζωτικής ενέργειας που οδηγεί στην ευημερία.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στη σύγχρονη έννοια του βαμπίρ είναι η αρχέγονη ένωση του βαμπίρ με τις ιδιότητες του φιδιού ως σύμβολο γονιμότητας και αργότερα ως αντιπροσώπευση του κακού. Το φίδι φαίνεται αθάνατο επειδή αλλάζει το δέρμα του εποχιακά και φαίνεται έτσι να αναγεννάται κάθε χρόνο, επιστρέφοντας -όπως και το βαμπίρ- εκ νεκρών. Το βαμπίρ θεωρείται όπως και το φίδι υπεύθυνο για τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Ως κακόβουλος νεκρός και κάτοχος του κακού ματιού, το βαμπίρ θεωρείται ακόμα και σήμερα στη Ρουμανία αιτία της κακής συγκομιδής και των θυελλών. Επίσης στη Ρουμανία, το βαμπίρ θεωρείται αιτία της έκλειψης -ηλιακής ή σεληνιακής. Άλλοι λαοί, όπως οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες θεώρησαν πως η έκλειψη προκαλείται από το φτερωτό φίδι, το δράκοντα, ο οποίος καταβροχθίζει τον ήλιο και το φεγγάρι. Εξαιτίας αυτών των συσχετισμών και της σχέσης τους με τους νεκρούς, το βαμπίρ και το φίδι θεωρήθηκαν συνώνυμα. Η γνώση των αρχαίων λαών για τα βαμπίρ είναι στενά συνδεδεμένη με τη θέση που είχε το φίδι στο λατρευτικό τους υπόβαθρο.

Οι φαντασιώσεις του φυλετικού ασυνείδητου
Υπάρχουν, λοιπόν, τα βαμπίρ ή όχι; Δεν μπορούμε βεβαίως να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο μόνο ως μυθολογικό. Οι λογικές ερμηνείες είναι περισσότερο επιστημονικές, κοινωνικές και ψυχολογικές παρά μυθολογικές και η συλλογική γνώση της ανθρώπινης φυλής για τις μακάβριες "συνήθειες" των βαμπίρ μπορεί να οφείλεται στην ύπαρξη των παράλληλων ψυχολογικών φαινομένων. Είναι γεγονός πως στο παρελθόν και δυστυχώς και στο παρόν άνθρωποι θάφτηκαν όντας απλά σε κατάσταση νεκροφάνειας. Εκείνους που κατάφερναν να δραπετεύσουν από τους πρόωρους τάφους τους όλοι τους αντιμετώπιζαν με δέος, επειδή "είχαν επιστρέψει". Ένας άλλος τύπος βαμπίρ είναι αυτός που απορροφά την ψυχική ενέργεια των γύρω του μέσω του φόβου και έτσι τους στραγγίζει τη θέληση για ζωή. Σε αυτή την περίπτωση τα βαμπίρ είναι παντού γύρω μας, καθώς είναι πολλές και ιδιάζουσες οι συνθήκες που αποστραγγίζουν τη ζωτική μας ενέργεια. Μια άλλη άποψη για τα βαμπίρ διαμορφώθηκε από το γεγονός της σύμπτωσης της επιδημίας της μαύρης πανώλης και της έναρξης εκτεταμένων επιθέσεων βαμπίρ -έτσι τουλάχιστον αναφέρθηκαν- στα χρόνια του μεγάλου θανατικού στην κεντρική Ευρώπη. Οι επιθέσεις βαμπίρ θεωρούνταν πάντα επιδημία, επειδή εκείνος που σκοτωνόταν από ένα βαμπίρ γινόταν ο ίδιος βρυκόλακας.

Η οντογέση λοιπόν ανακεφαλαιώνει τη φυλογένεση. Η ατομική ανάπτυξη επαναλαμβάνει ουσιαστικά την ιστορία της φυλής. Η αντιληπτική ανάπτυξη ενός παιδιού από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση ακολουθεί την ίδια πρόοδο που ακολουθούν οι αντιλήψεις του για το περιβάλλον, από τις πιό πρωτόγονες ρίζες του ως την παρούσα εκλέπτυνσή του. Οι πρωτόγονοι είδαν τον κόσμο όπως βλέπει ένα μωρό το δικό του: ένα περιβάλλον που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί. Όλα αλλάζουν παρά τη θέλησή του. Οι εποχές, η ημέρα και η νύχτα, η πρόοδος της ζωής προς το θάνατο μεταβάλλεται παρά τη θέλησή του. Όπως το παιδί, έτσι και ο πρωτόγονος ονόμασε αυτά τα πράγματα, γιατί η κατοχή του ονόματος των πραγμάτων είναι κατοχή γνώσης. Απέδωσε ζωή στα άψυχα αντικείμενα και προσπάθησε να επιζήσει στον άγνωστο κόσμο του. Οι αποκλίσεις από τον φυσιολογικό του κόσμο ήταν πάντα εκφοβιστικές. Είτε λοιπόν αυτές οι αποκλίσεις ήταν πραγματικές ή φανταστικές, παρέμειναν για πάντα ριζωμένες στο ατομικό και το φυλετικό ασυνείδητο.Αν και ο άνθρωπος αναπτύχθηκε διανοητικά παρέμεινε έρμαιο των σκοτεινών του φαντασιώσεων, τις οποίες δεν κατόρθωσε ποτέ να ερμηνεύσει παρά την τεχνολογική του ανάπτυξη. Το βαμπίρ αντιπροσωπεύει πιθανώς μία από αυτές τις φαντασιώσεις βαθιά ριζωμένη στο φυλετικό ασυνείδητο, δεδομένου ότι οι ανεξήγητοι φόβοι της παιδικής ηλικίας ακολουθούν το άτομο για το υπόλοιπο της ζωής του.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: • J. E. Harison, Αρχαίες Ελληνικές Γιορτές, Ιάμβλιχος, 1995. Χ Louis Gray, (Ed), Mythology of All Races, Vol. III. Marshall-Jones Company, Boston; 1918. • Charles Lastings, (Ed), Encyclopedia of Religion and Ethics, Vol. 1-12. Charles Scribner's Sons, New York; 1908. • Montague Sommers The Vampire in Europe, E.P. Dutton & Co., New York; 1929. • R. Knight, The Symbolic Language of Ancient Art and Mythology, J.W. Boughton Co., New York; 1876. • D. Mackenzie, Myths of Crete and Pre-Hellenic Europe, Greenshaw Publishing Co., London; 1917. • George Cox, Mythology of the Aryan Nations, Longmans & Green Co., London; 1870. • J. G. Frazer, The Golden Bough, Macmillan Co., London; 1919. • J. G. Frazer, The New Golden Bough, Criterion Books; 1959. • Eli Burris, Taboo, Magic, and Spirits, Macmillan Co., New York; 1931.
Κωνσταντίνος Καλογερόπουλος, Archive

Ελληνική παιδεία και Βυζάντιο

| Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009
Στην ελληνική Ανατολή, σε αντίθεση με τη λατινική Δύση, «δεν έπαψαν ποτέ να μιλούν ελληνικά, και τα έργα της αρχαίας Ελλάδας δεν έπαψαν ποτέ να τροφοδοτούν τη διδασκαλία των γραμματικών και των ρητόρων». Επί πλέον, «η σχολική και πανεπιστημιακή εκπαίδευση έμεινε όπως ήταν», σε αντίθεση με τη Δύση όπου η εκπαίδευση υπήρξε για καιρό αποκλειστικό έργο των μοναστηριών και των επισκοπών.

Ο Σωκράτης, στην Εκκλησιαστική Ιστορία του, αναφέρει πως, μετά τον Ιουλιανό, έγινε απόπειρα από τους δύο Απολλινάριους, πατέρα και γιο, να αντικατασταθεί στα σχολεία η ελληνική γραμματεία από την Παλαιά Διαθήκη, μεταγραμμένη σε στίχους, και την Καινή Διαθήκη υπό μορφήν πλατωνικών διαλόγων. Η απόπειρα όμως αυτή, λέγει ο Σωκράτης, απέτυχε, μετά από παρέμβαση της… Θείας Πρόνοιας, διότι ο Χριστός και οι μαθητές του δεν επιδοκίμασαν αλλά ούτε και κατεδίκασαν την ελληνική «παίδευσι», και έτσι πολλοί Έλληνες φιλόσοφοι προσέγγισαν «μετά λογικής επιστήμης» τη γνώση του Θεού, και μπόρεσαν να πολεμήσουν τους επικουρείους και άλλους αντιπάλους τους. Εξ άλλου, οι Γραφές δεν διδάσκουν τη «λογική τέχνη» που είναι απαραίτητη για να δοθεί απάντηση στους εχθρούς της θρησκείας.

Από την εποχή του Κωνστάντιου Β΄ (337-361) έως τον Ιουστινιανό, η Κωνσταντινούπολη θα μεταβληθεί σε κέντρο των ελληνικών γραμμάτων και στο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής, από τον 4ο αιώνα, θα μεταγραφούν σε περγαμηνούς κώδικες όλα τα φθαρμένα αρχαία έργα που συγκεντρώθηκαν, μια και είχαν γραφτεί σε παπύρους. Οι ίδιοι οι Πατέρες της εκκλησίας θα φοιτήσουν στις φιλοσοφικές σχολές των εθνικών.

Ωστόσο, μετά την περίοδο της εδραίωσης του χριστιανισμού, κατά την οποία τα επιχειρήματα των χριστιανών αντλούνται από το οπλοστάσιο της ελληνικής φιλοσοφίας, ακολουθεί μία εποχή υποχώρησης της κλασικής παιδείας και παροξύνεται η αντιπαράθεση με τους «εθνικούς». Από το 425 θεσπίζεται ένα είδος «μονοπωλίου» της Κωνσταντινούπολης ως προς την πανεπιστημιακή μόρφωση ενώ, τον επόμενο αιώνα, θα κλείσει η Σχολή των Αθηνών, θα διωχθούν οι φιλόσοφοι, θα καούν κείμενα και βιβλία μέσα σε μία έκρηξη θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. Για δυόμισι ή τρεις αιώνες, η βυζαντινή γραμματεία θα περιοριστεί σε έργα ανθρώπων της εκκλησίας, ενώ οι όντως επιφανείς λόγιοι της περιόδου ανήκουν στη θρησκευτική γραμματεία: Μάξιμος ο Ομολογητής, Ιωάννης Δαμασκηνός, Θεόδωρος Στουδίτης. Οι εισβολές των βαρβάρων στη Δύση και οι εισβολές των Αράβων στην Ανατολή, η μάχη με τις αιρέσεις και κυρίως η μεγάλη σύγκρουση εικονομαχίας και «εικονολατρίας» θα σφραγίσουν το τέλος της πρώτης βυζαντινής περιόδου.

Ωστόσο, ακόμα και αυτή την εποχή των αντιπαραθέσεων και της έκλειψης των εκτός θεολογίας λογίων, η ελληνική παιδεία θα παραμένει κυρίαρχη. Το εκπαιδευτικό σύστημα περιλάμβανε την προπαιδεία κατά την οποία οι μικροί μαθητές (μετά τα έξι ή επτά χρόνια) μάθαιναν τα πρώτα γράμματα επί τη βάσει των ιερών κειμένων. Ακολουθούσε η «παίδευσις» ή «εγκύκλιος παίδευσις», από τα δέκα ή δώδεκα έως τα δεκαεπτά ή δεκαοκτώ, όπου διδασκόταν η μελέτη των θείων και η θύραθεν παιδεία επί τη βάσει των αρχαιοελληνικών ή ελληνιστικών κειμένων. Η θύραθεν παιδεία περιλάμβανε ήδη τη γνωστή στην τουρκοκρατία φιλολογική «τριτύα» (γραμματική, ρητορική και διαλεκτική) και τη μαθηματική «τετρακτύα» (αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονο­μία).

Το Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 425 από τον Θεοδόσιο. Ακόμα και στην πρώτη περίοδο, όταν τα λατινικά αποτελούσαν ακόμα την επίσημη γλώσσα του κράτους, από τους τριάντα καθηγητές του οι δεκαπέντε δίδασκαν την ελληνική γραμματική και φιλολογία και οι υπόλοιποι τη ρωμαϊκή φιλολογία, το δίκαιο και τη φιλοσοφία. Στα ελληνικά και τα λατινικά αντίστοιχα. Από τον 6ο ή 7ο αιώνα, τα λατινικά εξαφανίζονται.

Μετά από μία περίοδο κρίσης, κατά τους τελευταίους εικονομάχους αυτοκράτορες έως την εποχή του Βασιλείου Β΄, το Πανεπιστήμιο ανανεώνεται τον 11ο αιώνα από τον Κωνσταντίνο τον Μονομάχο και συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι την πτώση της Πόλης. Παράλληλα λειτουργούσε και «Πατριαρχική Ακαδημία» για όσους επιθυμούσαν να ακολουθήσουν εκκλησιαστική σταδιοδρομία, η οποία ουδέποτε ταυτίστηκε με το Πανεπιστήμιο, όπως συνέβη στη Δύση όπου τα πρώτα Πανεπιστήμια αποτελούσαν παραρτήματα των μονών και της εκκλησίας. Μια εκτεταμένη αναδιοργάνωση του Πανεπιστήμιου πραγματοποιήθηκε από τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο Β΄, στις αρχές του 14ου αιώνα, υπό την καθοδήγηση του μεγάλου Λογοθέτη Θεόδωρου Μετοχίτη.

Στη Δύση, την ίδια εποχή, η γνώση των ελληνικών εκμηδενίζεται. Σύμφωνα με τον Lemerle, η τελευταία γενιά που γνώριζε ελληνικά ήταν εκείνη του Βοηθίου (πέθανε το 525) και του Κασσιοδώρου (πέθανε το 570), ο οποίος μετέφρασε και στα λατινικά την Εισαγωγή στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη. Στη δε Ρώμη, γύρω στο 600, κανένας δεν διάβαζε ακόμα και τους πλέον επιφανείς Έλληνες πατέρες. Ο λόγιος δυτικός πατέρας της εκκλησίας, Ισίδωρος της Σεβίλλης, αγνοούσε τα ελληνικά ενώ ο επίσκοπος του Πουατιέ, Φορτουνάτος (530-609), ομολογούσε πως δεν γνωρίζει τίποτε για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Κατά τον Lemerle πρόκειται για αδιανόητη οπισθοδρόμηση. Ο δυτικός Μεσαίωνας θα επικοινωνεί για πολύ καιρό αποκλειστικά με τη λατινική παιδεία4 και θα έρθει σε επαφή με τους Έλληνες μόνο μερικούς αιώνες αργότερα, με τη διαμεσολάβηση των Αράβων, αρχικώς, και των Βυζαντινών στη συνέχεια.

Άραβες, Βυζάντιο και ελληνική γραμματεία
Στον ισλαμικό κόσμο, η ελληνική παράδοση θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του αραβικού πολιτισμού στην ακμή του. Τα κείμενα της ελληνικής γραμματείας θα διοχετευτούν από το Βυζάντιο, που κυριαρχούσε στη Μέση Ανατολή μέχρι τον 7ο αιώνα, είτε –κυρίως– μέσω της συριακής γλώσσας είτε απ’ ευθείας από τα ελληνικά. «Χωρίς το Βυζάντιο», λέει ο Gelzer (Byz. Kulturgeschichte 17), οι Άραβες θα έμεναν σχεδόν βάρβαροι, όπως ήταν στην εποχή του Μωάμεθ. Βρήκαν όμως στην Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Έδεσσα τα ελληνικά βιβλία»5. Έτσι, από τον 8ο και 9ο αιώνα, θα μεταφραστούν πολλά κείμενα στα αραβικά. Ο Αββασίδης χαλίφης Αλ Μαμούν (813-833), ο οποίος δημιούργησε στη Βαγδάτη έναν «Οίκο της Σοφίας» που περιλάμβανε πιθανότατα μια ανώτατη σχολή, ένα αστεροσκοπείο, μια βιβλιοθήκη και ένα κέντρο μεταφράσεων, έπαιξε βασικό ρόλο σε αυτό το μεταφραστικό διαφωτιστικό έργο. Στον «Οίκο της σοφίας» εγκατεστάθη ο Άραβας εγκυκλοπαιδιστής Αλ-Κιντί, ο επιλεγόμενος και «φαϊλασούφ-αλ-αράμπ», συγγραφέας και μεταφραστής τουλάχιστον 265 επιστημονικών συγγραμμάτων, τα οποία εμπνεύστηκε, αν όχι μετέφρασε, από ελληνικά έργα. Και από τους Άραβες και τους Εβραίους λογίους του αραβικού κόσμου, κατ’ εξοχήν της Ισπανίας, θα περάσουν και πάλι τα πρώτα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων στη Δύση κατά τον 10ο αιώνα.

Βέβαια, το μεταφραστικό έργο των Αράβων δεν περιλαμβάνει ολόκληρη την αρχαία ελληνική γραμματεία αλλά επικεντρώνεται στις θετικές επιστήμες και τη φιλοσοφία.για παράδειγμα, στη φιλοσοφία, δεν αφορούσε ολόκληρο το έργο του Αριστοτέλη, καθώς εστιάζει ιδιαίτερα στη Λογική του. Η ποίηση, το θέατρο, η ρητορική, η ιστορία, κ.λπ. θα διασωθούν μόνο στο Βυζάντιο. «Τουλάχιστον το 75% των γνωστών σήμερα Αρχαίων Ελλήνων κλασικών μάς έγιναν γνωστοί μέσω βυζαντινών χειρογράφων.» Ο Ζακ Μπομπέρ, καθηγητής στη Σορβόννη, δεν αφήνει καμία αμφιβολία:

Τα έργα της αρχαίας Ελλάδας, η παράδοση των αρχαίων Ελλήνων, διασώθηκαν και έφτασαν ως τη νεώτερη Ευρώπη, την Ευρώπη της Αναγέννησης, βασικά μέσω του Βυζαντίου. Αυτό οφείλεται κατά πολύ στη γλωσσική συνέχεια, αλλά και στην αδιάλειπτη δράση των αντιγραφέων, βιβλιοθηκάριων, φιλολόγων και συγγραφέων του Βυζαντίου. Χωρίς αυτούς δεν θα μας είχαν απομείνει παρά ίχνη ελάχιστα μιας απέραντης κληρονομιάς. Χάρη σ’ αυτούς μας έμειναν πολλά. Δεν ξεχνώ πως υπήρξαν κι άλλοι ενδιάμεσοι, κυρίως οι μωαμεθανοί λόγιοι που μετέφρασαν Αριστοτέλη, Γαληνό, ή Πτολεμαίο, κι έκαναν έτσι να φτάσουν ως τη Δύση κάποια σημαντικά κείμενα, που μόνο απ’ τις μεταφράσεις τους είναι γνωστά. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους Σύριους, τους Ιρανούς, όπως και για τους Αρμένιους και τους Γεωργιανούς λογίους. Αλλά ο ρόλος όλων αυτών δεν συγκρίνεται κατά κανένα τρόπο με το ρόλο των Ελλήνων του Βυζαντίου.

Ιδιαίτερα μετά το τέλος της εικονομαχίας, την ίδια εποχή που αναπτύσσεται και η μεταφραστική δραστηριότητα των Αράβων, παρατηρείται μια ανανέωση του ενδιαφέροντος για τον ελληνικό ουμανισμό. Ενδιαφέρον που εκφράζεται τόσο με συγκέντρωση και αναπαραγωγή κειμένων (τότε θα μεταγραφούν τα ελληνικά κείμενα από τη μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη γραφή) όσο και με τη χρησιμοποίηση των αρχαίων κειμένων στην τρέχουσα επιχειρηματολογία. Ο Λέων ο Φιλόσοφος ή μαθηματικός (γεννήθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα και πέθανε μετά το 869) δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη για δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια, ενώ, μεταξύ 840 και 843, χρημάτισε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια, εξακολούθησε να διδάσκει ενώ επί Βάρδα τοποθετήθηκε επί κεφαλής της φιλοσοφικής Σχολής της Μαγναύρας («Φιλόσοφος Σχολή») ως καθηγητής φιλοσοφίας. Ο μαθητής του, Θεόδωρος, ήταν επί κεφαλής του τμήματος της γεωμετρίας («του της γεωμετρίας διαιτητηρίου προΐστατο»), ο Θεοδήγιος της αστρονομίας και ο ειδικός στον Όμηρο, Κομητάς, της γραμματικής.

Στο επίγραμμα ΧV της Παλατινής Ανθολογίας, με τον τίτλο Λέοντος φιλοσόφου και Εις εαυτόν του επονομαζομένου Έλληνος, ο Λέων ευχαριστεί την τύχη που του χάρισε την ήσυχη απραγματοσύνη του Επικούρου.

Ο σημαντικότερος λόγιος της περιόδου, ο Πατριάρχης Φώτιος, συγκέντρωσε τα 279 ελληνικά χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης του. Η επιλεγόμενη και «Μυριόβιβλος» καταγράφει και σχολιάζει 279 χειρόγραφα-βιβλία εκ των οποίων 158 κώδικες χριστιανικοί και 122 κοσμικοί. (Από αυτά, το μεγαλύτερο μέρος χάθηκε εν όλω ή εν μέρει, και δεν έφτασε ποτέ μέχρις εμάς, όπως τα εξήντα έργα λογοτεχνίας που περιλάμβανε). Παράλληλα, διαμόρφωσε και το Λεξικόν του [Λέξεων Συναγωγή κατὰ στοιχείον δι’ ων ρητόρων τε πονοί καὶ συγγραφέων εξωραΐζονται μάλιστα] που το δημοσιευμένο μέρος του –γύρω στο 1970– περιλάμβανε περίπου 7.000-8.000 λήμματα.

Ο Αρέθας «ο Πατρεύς» (γεννήθηκε μετά τα μέσα του 9ου αιώνα) διέσωσε ή κατείχε έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Αθήναιου, του Αίλιου Αριστείδη, του Δίωνα του Χρυσόστομου, του Επίκτητου, του Ευκλείδη, του Ευνάπιου, του Ησύχιου, του Ιουλιανού, του Λουκιανού, του Μάρκου Αυρηλίου, του Παυσανία, του Πινδάρου, του Πολυδεύκη, του Στράβωνα, πιθανότατα την Ιλιάδα του Ομήρου κ.λπ. Ο Αρέθας (που χρημάτισε αρχιεπίσκοπος Καισαρείας) εξέδωσε τους περισσότερους πλατωνικούς διαλόγους, εμπλουτισμένους με σχόλια και εισαγωγές για την πλατωνική φιλοσοφία, όπως επίσης και τις «Κατηγορίες» του Αριστοτέλη.

Τον 10ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς συγκέντρωσε την επιγραμματική ποίηση δέκα εφτά αιώνων, τρεις χιλιάδες εφτακόσια (3.700) ποιήματα, γύρω στους είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) στίχους, από τον 7ο π.Χ. ως τον 10ο μ.Χ. αι., επιτύμβια, ερωτικά, αναθεματικά, σατυρικά, βακχικά, επιδεικτικά, σκωπτικά, εγκωμιαστικά, χριστιανικά. Η Ανθολογία αυτή, που εμπλουτίστηκε από τον Μάξιμο Πλανούδη τον 13ο αιώνα, είναι σήμερα γνωστή ως Παλατινή Ανθολογία.

Τον ίδιο αιώνα γράφεται και το εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Σούδας (παλαιότερα γνωστό ως Λεξικόν του Σουΐδα), που περιλαμβάνει τεράστιο υλικό γνώσεων για Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, καθώς και αποσπάσματα από πολλά έργα. Το λεξικό αποτελεί και σήμερα βασική πηγή για πολλά χαμένα έργα της αρχαιότητας.

Η Φυλλάδα και οι μύθοι του Αισώπου
Ωστόσο, το φαινόμενο της «επιστροφής» στους αρχαίους Έλληνες δεν περιορίζεται αποκλειστικά στα στρώματα των λογίων. Χαρακτηριστική είναι η χρησιμοποίηση και η διάδοση λογοτεχνικών ιστορικών και διδακτικών κειμένων στην κοινή ελληνική, προσιτών έτσι στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, καθώς και η ανάμειξη αρχαιοελληνικών στοιχείων στα έπη και τις διηγήσεις της εποχής. Η Διήγησις Αλεξάνδρου του Μακεδόνος (γνωστή και ως «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου») διαμορφώθηκε στην πρώτη της γραπτή μορφή από τον «ψευδο- Καλλισθένη» τον 3ο μ.Χ. αιώνα και μεταφράστηκε σε πάρα πολλές γλώσσες. Στα ελληνικά, «όλα σχεδόν τα χειρόγραφα της ελληνικής παράδοσης για τον Αλέξανδρο προέρχονται από την βυζαντινή εποχή». Η παλαιότερη, σήμερα, σωζόμενη παραλλαγή είναι του 11ου αιώνα και η νεώτερη του 16ου. Μία έμμετρη εκδοχή χρονολογείται από το 1388. Η «Φυλλάδα» ήταν τόσο δεμένη με τη ζωή των βυζαντινών Ελλήνων ώστε, σε μία από τις τελευταίες εκδοχές της, που αντιγράφηκε μετά την κατάληψη της Μακεδονίας από τους Τούρκους, το 1430, προστέθηκε, προχρονολογημένη, μια υποτιθέμενη προφητεία του ετοιμοθά­να­του Αλέξανδρου: «Και άλλον να ηξεύρετε ότι ύστερα θέλουν ορίσει οι Πέρσηδες την Μακεδονίαν, ωσάν και ημεις την Περσίαν ορίσα­μεν».

Ο Διγενής –το έπος του νεώτερου ελληνισμού, για τον Ν. Πολίτη– έχει πάρει τόσα στοιχεία από τον Μέγα Αλέξανδρο ώστε «ο Διγενής να εμφανίζεται από μιαν ορισμένη άποψη ως ο μυθολογικός δορυφόρος του Αλεξάνδρου»14. Ο Αλέξανδρος, όπως και ο Διγενής, είναι «διγενής». Ο πατέρας του πρώτου είναι ένας Αιγύπτιος βασιλιάς και μάγος, ίσως ενσάρκωση του Άμμωνα, και του δεύτερου ένας βαφτισμένος χριστιανός Άραβας εμίρης, ενώ η μητέρα και των δύο Ελληνίδα. Η οικουμενική ελληνική διάσταση του ήρωα, που είναι πρόμαχος του ελληνισμού και ταυτόχρονα απόγονος αλλοφύλων, καταγράφει επακριβώς την πολιτισμική υφή της ελληνικής ταυτότητας, σε όλη τη μακρά εποχή, από τα ελληνιστικά μέχρι τα υστεροβυζαντινά χρόνια: Έλληνας γίνεσαι, δεν γεννιέσαι. Και οι δύο αρχίζουν την ηρωική τους σταδιοδρομία με την τιθάσευση ενός αλόγου (με πρότυπο τον Βουκεφάλα). Άλλα κοινά στοιχεία είναι η δρακοκτονία, η απελευθέρωση της απαχθείσας μητέρας (Αλέξανδρος) ή γυναίκας (Διγενής) του ήρωα, ο θάνατος και των δύο ηρώων στην ηλικία των τριάντα-τριών χρόνων κ.λπ.
Ίσως, εξ ίσου σημαντικοί, αν όχι και περισσότερο, για την παιδεία των Ελλήνων και ιδιαίτερα των ελληνοπαίδων του Βυζαντίου, υπήρξαν Οι Μύθοι του Αισώπου. Οι «Μύθοι» διεσώθησαν σε μία πρώτη έκδοση, τα Αισώπεια, από τον Δημήτριο τον Φαληρέα το 300 π.Χ. Οι Αισώπειοι μύθοι χρησιμοποιούνταν από τους Βυζαντινούς στην εκπαίδευση και μάλιστα στα «πρώτα γράμματα». Μύθους του Αισώπου στη βυζαντινή περίοδο παραθέτουν και διασκευάζουν πάμπολλοι συγγραφείς. Από τον 11ο αιώνα σώζεται η εκτενέστερη συλλογή που περιλαμβάνει 231 μύθους, η Συλλογή Ι. Τον δωδέκατο αιώνα, θα γράψουν διασκευές ο Νικηφόρος Βασιλάκης, ο Νικηφόρος Χρυσοβέργης και ο Ιωάννης Τζέτζης. στην Παλαιολόγεια περίοδο, ο Γρηγόριος ο Κύπριος, ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος κ.ά. ενώ από την ίδια εποχή, πιθανόν σε διασκευή του Μάξιμου Πλανούδη, σώζεται η Συλλογή ΙΙΙ. Ο κάθε αντιγραφέας ή συλλέκτης διασκευάζει εν μέρει τους μύθους, τους μεταγράφει σε στίχους ή πεζό, κ.λπ.

Δεδομένου δε, ότι κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και έως τον 20ό αιώνα, τόσο η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, όσο και οι Μύθοι του Αισώπου θα κυκλοφορούν σε αλλεπάλληλες εκδόσεις και θα διαβάζονται από ευρύτατα λαϊκά στρώματα, μπορούν να θεωρηθούν ως διαχρονικά αναγνώσματα του ελληνισμού που εκφράζουν την ενότητά του από την αρχαιότητα μέχρι τα νεώτερα χρόνια, παρά και πέραν των περιπετειών του. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου θα γνωρίσει τρεις εκδόσεις στον 16ο αιώνα, έξι τον 17ο, δεκατέσσερις τον 18ο και οκτώ στα πρώτα είκοσι χρόνια του 19ου αιώνα –σύνολο 31. Στην περίοδο 1529-1926 ο Γ. Βελουδής θα καταγράψει συνολικά 61 εκδόσεις μέχρι το 1926 και θα υπολογίσει περίπου σε 60.000 τον αριθμό των αντιτύπων που τυπώθηκαν. Ακολουθούν σε αριθμό εκδόσεων οι Μύθοι του Αισώπου, οι οποίοι θα εκδοθούν δεκάδες φορές σε νεοελληνική μετάφραση, εκτός από τις εκδόσεις του αρχαίου κειμένου, με σύνολο 50 εκδόσεις για την περίοδο 1529-1926.

Οι «κέντρωνες» και ο Διγενής Ακρίτης
Όπως υπογραμμίζει ο Νίκος Σβορώνος, ο ενδέκατος αιώνας αποτελεί μία κομβική στιγμή στη βυζαντινή ιστορία διότι ο μεσαιωνικός βυζαντινός ελληνισμός αρχίζει να μετασχηματίζεται σε νεώτερο ή εθνικό ελληνικό, ενώ επανασυνδέεται σε διευρυνόμενη κλίμακα και με την αρχαία ελληνική παράδοση.

Το βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της πε­ριό­δου αυτής που, αν θέλουμε να της δώ­σου­με μια συμ­βα­τι­κή χρο­νο­λο­γι­κή α­φε­τη­ρί­α, θα μπο­ρού­σα­με να δια­λέ­ξου­με το έ­τος 1071 (έ­τος των δυο με­γά­λων ητ­τών στην Α­να­το­λή και στη Δύση) ή, α­κό­μα, το 1081, έ­τος της α­νό­δου στο θρό­νο του Α­λε­ξί­ου Κο­μνη­νού, του ι­δρυ­τή της πρώ­της κα­θα­ρά ελ­λη­νι­κής δυ­να­στεί­ας, και που διαρ­κεί ως την ά­λω­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης α­πό τους Σταυ­ρο­φό­ρους (1204), εί­ναι η βαθ­μιαί­α α­νε­ξαρ­τη­το­ποί­η­ση ό­λων των μη ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νων στοι­χεί­ων. Το μό­νο συ­στα­τι­κό στοι­χεί­ο της μέ­νει ο Ελ­λη­νι­σμός που, α­πο­μο­νω­μέ­νος και πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νος α­πό ε­χθρι­κούς πλέ­ον λα­ούς-ε­θνό­τη­τες, παίρ­νει βα­θύ­τε­ρη συ­νεί­δη­ση του ε­αυ­τού του ως ι­διαί­τε­ρης πο­λι­τι­κής και πο­λι­τι­σμι­κής οντότητας. Η ελ­λη­νι­κή ι­δέ­α, που εί­χε αρ­χί­σει ν’ α­πο­κα­θί­στα­ται α­πό πριν, πα­ρου­σιά­ζε­ται στους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους συγ­γρα­φείς σαν δι­κή τους κλη­ρο­νο­μιά για την ο­ποί­α εί­ναι υπερήφανοι. Το ό­νο­μα Έλ­λην αρ­χί­ζει και ξα­να­παίρ­νει το δι­πλό πο­λι­τι­στι­κό και ε­θνο­λο­γι­κό του περιεχόμενο. Έλ­λην εί­ναι ό­ποιος με­τέ­χει ελ­λη­νι­κής παι­δεί­ας και έ­χει ελ­λη­νι­κή καταγωγή. Για άλ­λη μια φο­ρά οι Βυ­ζαντι­νοί λό­γιοι χω­ρί­ζουν τον κό­σμο σε Έλ­λη­νες και βαρβάρους.

Α­πό το τε­λευ­ταί­ο, λοι­πόν, τέ­ταρ­το του 11ου αιώ­να ως το 1204, ο Βυ­ζα­ντι­νός αρ­χί­ζει να συν­δέ­ε­ται με το ι­στο­ρι­κό του πα­ρελ­θόν και να ξα­να­βρί­σκει σι­γά-σι­γά τις λα­ϊ­κές ρί­ζες του πο­λι­τι­σμού του. Αρ­χαί­α Ελ­λη­νι­κή κλη­ρο­νο­μιά και χρι­στια­νι­κή πί­στη αρ­χί­ζουν να συμ­βι­βά­ζο­νται στη συ­νεί­δη­σή του και να γί­νο­νται τα συ­στα­τι­κά της στοι­χεί­α.

Η οργανική σχέση του βυζαντινού ελληνισμού με την ελληνική ανθρωπιστική παράδοση και τον γεννώμενο νέο ελληνισμό, από τον ενδέκατο αιώνα και μετά, μαρτυρείται αδιάψευστα από όλα σχεδόν τα βυζαντινά γραπτά μνημεία που διαθέτουμε, είτε πρόκειται για λόγια δημιουργήματα, γραμμένα σε αττικίζουσα διάλεκτο, είτε για «λαϊκά» κείμενα που έχουν αποδοθεί στη δημοτική της εποχής.

Ο Όμηρος θα συνεχίσει, όπως και στην αρχαιότητα, να αποτελεί τη βάση της παιδείας και χρησιμοποιείται όλο και πιο εκτεταμένα στους κέντρωνες. Σε έναν Ομηροκέντρωνα μάλιστα, η Αυγούστα Ευδοκία και ο επίσκοπος Πατρίκιος μετέφεραν τα Ευαγγέλια σε ομηρικούς στίχους:

"Κέκλυτε μευ, μνηστήρες αγακλειτής βασιλείης,Όφρ’ είπω, τα τε θυμός ενί στήθεσι κελεύει"
[Ακούστε με, εραστές του ευγενικότατου βασιλείου, Να σας πω τι μου υπαγορεύει το πνεύμα μου από τα βάθη της καρδιάς μου (=Για την Αγαθότητα του Πατέρα και την Αποστολή του Υιού)]

"Άλλο δε τοι ερεώ, συ δε ενί φρεσί βάλλεο σήσιν" [Έχω να σου πω κάτι ακόμα: βάλε βαθιά στο βάθος των φρενών σου (= Για την Ανάσταση του Χριστού)]

Οι κέντρωνες αποτελούν συνθέσεις δάνειων στίχων που προέρχονται από τα ομηρικά έπη και τις αρχαίες τραγωδίες. Οι βυζαντινοί συγγραφείς χρησιμοποιούν αυτούσιους, ή με μικρές παραλλαγές, τους δάνειους στίχους και συνθέτουν ένα καινούργιο έργο, το οποίο εντάσσεται σε μια νέα νοηματική σύνθεση, παρ’ όλο που ο αναγνώστης ή ο ακροατής αναγνωρίζει πιθανότατα την προέλευση των στίχων. Ο αρχαιότερος κέντρωνας χρονολογείται στον 2ο αιώνα αλλά δεν έχει διασωθεί. Το έργο, Χριστός πάσχων, που αναφέρεται στα πάθη του Χριστού, από τον Γολγοθά ως την Ανάστασή του, είναι ο γνωστότερος κέντρωνας και διδάσκεται και στο θέατρο μετά την εισαγωγή του στη σύγχρονη εργογραφία από τον Αλέξη Σολωμό. Οι Βυζαντινοί το χαρακτήρισαν ως κείμενο του Γρηγόριου Ναζιανζηνού, είναι όμως μάλλον έργο του 11ου ή 12ου αιώνα. Το ένα τρίτο των στίχων του προέρχεται κυρίως από τις τραγωδίες του Ευριπίδη, Μήδεια, Εκάβη, Βάκχες και τέσσερις άλλες, καθώς και από δύο του Αισχύλου και μια του Λυκόφρονα…

Τα αρχαία αποσπάσματα –ανάμεσά τους και χαμένα σήμερα χωρία από τις Βάκχες– παρατίθενται από κοινού με αποσπάσματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη καθώς και από Απόκρυφα κείμενα. Το «πρώτο» βυζαντινό θεατρικό κείμενο αναφέρεται στα Πάθη του Χριστού, την Ταφή και την Ανάσταση, μέσα από τους θρήνους της Θεοτόκου, που αποτελεί και το βασικό πρόσωπο του έργου, και συνδυάζεται με την προβληματική του έργου του Ευριπίδη, με αίσιο όμως τέλος, καθώς το τραγικό αδιέξοδο αίρεται με την Ανάσταση. Ήδη από την αρχή του κειμένου, ο άγνωστος συγγραφέας επισημαίνει την προέλευσή του: «Θα σου παρουσιάσω τώρα την διήγηση ‘των Παθων κατ’ Ευριπίδην’».

Την ίδια εποχή, τον 12ο αιώνα, δραστηριοποιείται και ο ποιητής Θεόδωρος Πρόδρομος ή «Πτωχοπρόδρομος», στον οποίο αποδίδονται τέσσερα σατιρικά ποιήματα, τα Προδρομικά –ανάμεσά τους και το έργο Κατομυομαχία, όπου κατόρθωσε να μιμηθεί πολύ καλά τον τόνο της αρχαίας τραγωδίας– και στον οποίο ορισμένοι ερευνητές προσγράφουν και την πατρότητα του Χριστού Πάσχοντος.

Η «Αλεξιάς» και ο λόγιος ανθρωπισμός
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα και γνωστότερα κείμενα της περιόδου είναι και η Αλεξιάς της Άννας Κομνηνής που, ανεπίγνωστα ίσως, περιγράφει την αρχή της βυζαντινής παρακμής και τη γένεση του νεώτερου ελληνισμού, ενώ ταυτόχρονα καταδεικνύει τις βαθύτατες σχέσεις του ύστερου Βυζαντίου με την αρχαία ελληνική παράδοση δεδομένου ότι σηματοδοτεί μια ανεπιφύλακτη επιστροφή στους Έλληνες. Το πρότυπό της είναι προφανώς η Ιλιάδα, («Αλεξιάς» κατά το «Ιλιάς») τη γλώσσα της οποίας συχνά η συγγραφέας προσπαθεί να μιμηθεί, ενώ σε πάμπολλες περιπτώσεις παραθέτει αυτούσια αποσπάσματα, όχι μόνο από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια αλλά και από άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως τον Πίνδαρο, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο κ.ά. Τη μητέρα της Ειρήνη την συγκρίνει μόνο με την Αθηνά, ακόμα και τον μεγάλο αντίπαλο του πατέρα της, τον Ροβέρτο Γυισκάρδο, με τον Αχιλλέα. Όσο για τον πατέρα της, αναρωτιέται: «ποιος άραγε θα μπορούσε να υμνήσει επάξια τα κατορθώματά του; η βαριά φωνή του Δημοσθένη, η διαπεραστική του Πολέμωνος ή όλες μαζί οι Μούσες του Ομήρου; Εγώ θα έλεγα πως ούτε ο ίδιος ο Πλάτων, ούτε ολόκληρη η Στοά και η Ακαδημία συγκεντρωμένες σε ένα μέρος δεν θα μπορούσαν να φιλοσοφήσουν όπως ταιριάζει στη δύναμη της ψυχής του».
Γιώργος Καραμπελιάς, Άρδην

Οι άθεοι αντεπιτίθενται

| Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Ο Θεός οπλίζει το χέρι του Αβραάμ, έτοιμου να θυσιάσει το ίδιο το παιδί του.
Νομιμοποιούνται έτσι όλοι οι εκτελεστές που προβάλλουν τη δικαιολογία «ακολουθούσα εντολές»;

Mέχρι πριν από μερικά χρόνια οι άθεοι κάθονταν ήσυχοι στη γωνιά τους και στα πανεπιστήμιά τους. Κοιτούσαν αφ’ υψηλού τις λαοθάλασσες των πιστών και μπορεί να έκαναν καμιά μελέτη για το εξελικτικό στάδιο της κοινωνίας που είχε στο επίκεντρο των αντιλήψεών της το θείο.

Η πίστη, αν και διαδεδομένη, δεν ήταν γι’ αυτούς παρά μία ψευδής αντίληψη και οι τελετουργίες της δεν διέφεραν από την καθημερινή συνήθεια δισεκατομμυρίων ανθρώπων να ρίχνουν το πρωί μια ματιά στα ζώδια. Οι λίγες απόπειρες εισβολής των θεϊκών «εξηγήσεων» στις επιστήμες αντιμετωπιζόταν με σηκωμένο το φρύδι και την ιστορική ρήση του Λαπλάς: «Ο Θεός είναι μια παράμετρος που δεν χρειάστηκε στις εξισώσεις μου». Αυτή η κατάσταση ήταν περισσότερο απόρροια ενός ιστορικού συμβιβασμού, ο οποίος σιωπηρά είχε επέλθει στη Δύση.

Μετά από αιώνες θρησκευτικών πολέμων, διώξεων και σφαγών, οι κληρονόμοι του Διαφωτισμού συμβιβάστηκαν με αντίτιμο την ελευθερία τους. Δεν ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, τους αρκούσε που τους επετράπη να κάνουν τη δουλειά τους. Τα πανεπιστήμια γίνονταν οάσεις ελευθερίας κι εξάλλου υπήρχε πολύς φυσικός κόσμος να ασχοληθούν για να μπλέξουν στον λαβύρινθο του μεταφυσικού. Υπήρξαν, βέβαια, διαπρύσιοι κήρυκες του αθεϊσμού, όπως ο μαθηματικός Μπέρναρντ Ράσελ ή ο φυσικός Αλμπερτ Αϊνστάιν, αλλά τα φιλοσοφικά τους δοκίμια γίνονταν κτήμα μόνον ενός μικρού κύκλου εγγραμμάτων και η πολυπλοκότητα του στοχασμού τους οριακά μπορούσε να επηρεάσει την τεράστια πελατεία κάθε θρησκευτικού δόγματος.
Γενικώς, πάντως, στη Δύση η θρησκεία έγινε θέμα ταμπού. Ενώ οι άθεοι τη θεωρούσαν μια ιδεολογία σαν όλες τις άλλες, απέφευγαν να κριτικάρουν τα δόγματά της. Πιθανώς να κυριάρχησε το «πού να βρεις άκρη τώρα;»: Αν όλα είναι «θέλημα Θεού», συνεπώς και το παράλογο είναι «θέλημα Θεού», άρα δεν μπορεί να γίνει λογική συζήτηση για το πώς μπορεί κάποιος να περπατήσει πάνω στα κύματα. Ισως, πάλι, να υπήρχαν οι μνήμες των θρησκευτικών φανατισμών και του αίματος που σημάδεψαν επί αιώνες την Ευρώπη και να κυριάρχησε ένας φοβικός σεβασμός προς τα θρησκευτικά δόγματα. Και ύστερα ήλθε η 11η Σεπτεμβρίου… Ο ιστορικός συμβιβασμός της Δύσης διερράγη από την επίθεση που έγινε στο όνομα του Ισλάμ. Οι άθεοι αποφάσισαν να μιλήσουν. Πρώτος ο βιολόγος Ρίτσαρντ Ντόκινς έδειξε «τον ελέφαντα στο μέσον του δωματίου κι όλοι μας είμαστε πολύ ευγενικοί ή υπερβολικά ευλαβείς να επισημάνουμε». Κι αυτός ο ελέφαντας που καμωνόμαστε ότι δεν βλέπουμε είναι η θρησκεία.

«Yπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούσαν να πειστούν για να βουτήξουν με ένα αεροπλάνο σε ένα ουρανοξύστη;» αναρωτήθηκε. «Nαι!», απάντησε με άρθρο του στην εφημερίδα Guardian. «Eίναι μακροχρόνια προσπάθεια, αλλά μπορεί να πιάσει. Πρέπει να τους πάρετε νέους. Tαΐστε τους με μια συνολική και αυτο-αποδεικνυόμενη μυθολογία, έτσι ώστε το μεγάλο ψέμα να μοιάζει λογικοφανές. Δώστε τους ένα ιερό βιβλίο και αναγκάστε τους να το μάθουν απ’ έξω... (Για τη βοήθειά σας) υπάρχει ένα έτοιμο σύστημα ελέγχου της σκέψης που τιμάται ανά τους αιώνες και παραδίδεται από γενιά σε γενιά. Eκατομμύρια άτομα έχουν μεγαλώσει μ’ αυτό. Oνομάζεται θρησκεία και για λόγους που δεν έχουν γίνει κατανοητοί μέχρι σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι το αποδέχονται. Tώρα, το μόνο που χρειάζεστε είναι να βρείτε μερικά από τα γεμάτα θρησκεία κεφάλια και να τους δώσετε μαθήματα αεροπλοΐας…

«Aν ο θάνατος θεωρηθεί τελειωτικός, κάποιος ορθολογικά πράττων θα έχει υψηλή εκτίμηση στη ζωή του και θα διστάσει να τη θέσει σε κίνδυνο. Aυτό κάνει τον κόσμο ασφαλέστερο, όπως κι ένα αεροπλάνο είναι πιο ασφαλές αν ο αεροπειρατής θέλει να επιβιώσει. Στο άλλο άκρο, αν ένας ικανός αριθμός ανθρώπων πείσουν τον εαυτό τους –ή πεισθούν από τους ιερείς τους– ότι ο μαρτυρικός θάνατος είναι αντίστοιχο με το πάτημα ενός κουμπιού που θα μας στείλει σε ένα άλλο σύμπαν, τότε ο κόσμος γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνο μέρος. Eιδικά αν αυτοί οι άνθρωποι πιστέψουν ότι το άλλο σύμπαν είναι μια παραδεισένια διαφυγή από τα προβλήματα του πραγματικού κόσμου. Προσθέστε δε τις (γελοίες και απαξιωτικές για τις γυναίκες) σεξουαλικές υποσχέσεις και δεν θα μείνει καμιά απορία γιατί τόσοι αφελείς και οργισμένοι νέοι στριμώχνονται στον προθάλαμο ώστε να επιλεγούν για υποθέσεις αυτοκτονίας».

Η βία στα θρησκευτικά κείμενα
O Ρίτσαρντ Ντόκινς έδωσε το σύνθημα και πολλοί άρχισαν να ψάχνουν τα θρησκευτικά βιβλία για να ανακαλύψουν τις σχέσεις βίας και θρησκείας. Οχι μόνο το Κοράνι, για το οποίο έχει γίνει μεγάλη συζήτηση, αλλά και τη Βίβλο, το θεόπνευστο βιβλίο των χριστιανών. Γράφτηκαν δεκάδες βιβλία που αποκαλύπτουν (ή, καλύτερα, υπενθυμίζουν) ότι και ο ιουδαιοχριστιανισμός προτρέπει σε πράξεις βίας τους πιστούς του. Ειδικά στην Παλαιά Διαθήκη ο λόγος του Θεού δεν είναι διόλου σπλαχνικός:
«Εάν ο αδελφός σου, ο υιός της μητρός σου, ή ο υιός σου ή η γυνή του κόλπου σου ή ο φίλος σου όστις είναι ως ψυχή σου, σε παρακινήσει κρυφίως, λέγων “Ας υπάγωμεν και ας λατρεύσωμεν άλλους Θεούς” (…) δεν θέλεις συγκατανεύσεις εις αυτόν, ουδέ θέλεις δώσει ακρόασιν εις αυτόν (…) ουδέ θέλεις σπαλχνισθή, ουδέ θέλεις κρύψει αυτόν• αλλά θέλεις θανατώσει αυτόν• η χειρ σου θέλει είσθαι πρώτη επ’ αυτόν διά να θανατώσεις αυτόν, και η χειρ παντός του λαού έπειτα. Και θέλεις λιθοβολήσει αυτόν με λίθους, ώστε να αποθάνη. (…) Εάν ακούσης εις τινά των πόλεών σου, τα οποίας Κύριος ο Θεός σου δίδει εις εσέ διά να κατοικείς εκεί, να λέγωσιν (…) “Ας υπάγωμεν να λατρεύσωμεν άλλους Θεούς” (…) εξάπαντος θέλεις πατάξει τους κατοίκους της πόλεως εκείνης εν στόματι μαχαίρας, εξολοθρεύων αυτήν και πάντας τους εν αυτή, και τα κτήνη αυτής, εν στόματι μαχαίρας» (Δευτερονόμιον 13:6–15. μτφ. Νεόφυτου Βάμβα).

Η αλήθεια είναι ότι σε αντίθεση με την Παλαιά Διαθήκη, που βρίθει προτροπών σε σφαγές και λιθοβολισμούς, ο Θεός της Καινής Διαθήκης είναι πιο σπλαχνικός.

Οι άθεοι όμως τονίζουν ότι ο ίδιος ο Ιησούς έκανε μέρος της χριστιανικής θρησκείας τον αιμοσταγή μωσαϊκό νόμο: «Σας διαβεβαιώ με πάσαν επισημότητα ότι έως ότου υπάρχει ο ουρανός και η γη, ούτε ένα γιώτα ή ένα κόμμα δεν θα παραπέσει από τον νόμον» (Κατά Ματθαίον 5:18). Μπορεί ο Ιησούς να δίδαξε (κατά κύριο λόγο) την αγάπη, ο Απόστολός του Παύλος όμως υπήρξε απολογητής του βίαιου στάτους της κοινωνίας στην οποία ζούσε. Οι αναφορές του στις γυναίκες –από τις οποίες ζητούσε υποταγή στον άνδρα (Προς Εφεσσίους 5:22)– και τους δούλους δεν είναι κολακευτικές: «Οι δούλοι να υπακούετε εις τους κατά σάρκαν κυρίους σας, με φόβον και τρόμον, με ευθύτητα και ειλικρίνεια της καρδίας σας σαν να υπακούετε εις τον Χριστόν» (Προς Εφεσσίους 6:5).

Πολλοί πιστοί, βέβαια, θεωρούν αυτά τα κείμενα συμβολικά και οφείλουμε να μην τα λαμβάνουμε τοις μετρητοίς, όπως ισχυρίζονται και οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι για το Κοράνι, που ζητάει τον εξανδραποδισμό και τη σφαγή των απίστων. Το ερώτημα όμως είναι, ποιον πρέπει να πιστέψει ο άνθρωπος; Τον Θεό που κατηγορηματικά ζητάει «θέλεις λιθοβολήσει αυτόν με λίθους, ώστε να αποθάνη» ή τους θνητούς ερμηνευτές του που λένε «μη δίνετε σημασία;» Εξάλλου, αρκούν δεκαεννιά να πάρουν τοις μετρητοίς τον λόγο του Θεού για να κάνουν μια 11η Σεπτεμβρίου.
Πάσχος Μανδραβέλης, Καθημερινή

Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο

| Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Βυζαντινά διδασκαλεία

Η μελέτη της δομής και λειτουργίας της εκπαίδευσης στο Βυζάντιο δεν έχει αναπτυχθεί σε αξιόλογο βαθμό, κυρίως λόγω απουσίας ικανοποιητικού όγκου πληροφοριών. Η γνώση διαφόρων πτυχών του θέματος είναι μόνο επιφανειακή και συνήθως γίνονται αναγωγές σε παλαιότερες εποχές με βάση μεταγενέστερες πληροφορίες και πρότυπα. Οι συγγραφείς που αναφέρονται σ' αυτό τον κύκλο θεμάτων διαπιστώνουν συνήθως εκστατικά ότι, «η εκπαίδευση στο Βυζάντιο διαπνέεται από πνευματικότητα», το οποίο δεν σημαίνει περίπου τίποτα αφού, μεθερμηνευόμενο σε απλούστερα ελληνικά δηλώνει ότι, η εκπαίδευση εκείνης της εποχής χαρακτηρίζεται από «πνευματικό περιεχόμενο»! Αλλά αυτό έπρεπε να θεωρείται τελείως αυτονόητο, όταν γίνεται λόγος για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που λειτούργησε με τη μια ή την άλλη μορφή επί περίπου 11 αιώνες και διαδέχθηκε τα ελληνορωμαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα της ύστερης Αρχαιότητας.

Ερμηνεύοντας την πνευματικότητα που μαρτυρείται στο βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα και κρίνοντας από το γεγονός ότι για μεγάλες χρονικές περιόδους της ύπαρξής του, αποκλειστική πηγή για άντληση πληροφοριών είναι οι βίοι Αγίων, συμπεραίνουμε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα του Βυζαντίου είναι υποταγμένο, όπως και οι υπόλοιποι τομείς της κοινωνικής ζωής του Μεσαίωνα εξ άλλου, στον εκκλησιαστικό μηχανισμό και διέπεται από θρησκοληψία.

Ο Ιστορικός McCabe αξιολογεί την παραγωγή πολιτιμού στο Βυζάντιο διαπιστώνοντας ότι η βυζαντινή εποχή, «... επί 11 ολόκληρους αιώνες δεν κατόρθωσε να παραγάγει ούτε ένα βιβλίο που να διαβάζεται σήμερα από καλλιεργημένο άνθρωπο». προφανώς εξαιρεί τα βιβλία θρησκευτικού πριεχομένου. 'Αλλοι φιλοβυζαντινά στρατευμένοι ιστοριογράφοι επινόησαν ένα «μυστηριακό τρόπο λειτουργίας πάνω σε μεταφυσικές βάσεις» της βυζαντινής κοινωνίας (Καμπερίδης στο St. Runciman, Η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση, κι έτσι αποφεύγουν τον κίνδυνο επιστημονικής απάντησης για την ποιότητα και το επίπεδο του βυζαντινού πολιτισμού κατά τον ανατολικό Μεσαίωνα.

Οι μαθητές των πρώτων αιώνων του Βυζαντίου σπούδαζαν με εθνικούς καθηγητές και μελετούσαν μόνο τις γνώσεις της ελληνορωμαϊκής εποχής από «παλιά» συγγράμματα. Γι' αυτό, σύμφωνα με τις διδαχές του Μ. Βασιλείου, επισκόπου Καισαρείας, οι μαθητές έπρεπε σ' αυτές τις περιπτώσεις «να πάρουν από τη φιλολογία τα καλά, όπως οι μέλισσες συλλέγουν το μέλι τους από τα λουλούδια.» Επίσης, οι μαθητές, αν και μάθαιναν και μιμούνταν την πρακτική και τη χάρη της ρητορικής, εν τούτοις απέφευγαν τη «φλυαρία» και τα «ψεύδη». Από τη σημερινή σκοπιά μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι, ακριβώς το περιεχόμενο του ελληνικού πνεύματος που δεν επιτρεπόταν να εμπεδώσουν οι σπουδαστές, λειτουργούσε με τη λογική και την πειστικότητά του στο υποσυνείδητο των αποφοίτων και εκδηλωνόταν σε πολλές περιπτώσεις ευεργετικά, όταν οι πολιτικές περιστάσεις το επέτρεπαν και δεν υπήρχαν επαγγελματικές αναστολές.

Σε όλη τη βυζαντινή ιστορία υπήρχαν ενστάσεις από πλευράς του εκκλησιαστικού μηχανισμού για τη χρήση στην εκπαίδευση εθνικών βιβλίων. Πρότυπο υπηκόου και μοναχού ήταν για τους παράγοντες του εκκλησιαστικού μηχανισμού ο αμόρφωτος άνθρωπος. Υπάρχουν πολλά κείμενα που επαναλάμβαναν τα ερωτήματα διαφόρων «πατέρων», τί ανάγκη έχουν οι πιστοί να βρωμίζουν το μυαλό τους με αηδιαστικές ιστορίες θεών (π.χ. στον Όμηρο), αφού το μόνο θεμιτό ενδιαφέρον για τους ανθρώπους είναι η σωτηρία της ψυχής τους; Τί ανάγκη έχουν οι χριστιανοί να μάθουν γράμματα, αφού είχαν το μυαλό τους και τις γραφές για να κατακτήσουν τη βασιλεία των ουρανών; (Αντώνιος εξ Αιγύπτου, αναλφάβητος ο ίδιος και ιδρυτής του μοναχισμού) (C. Mango: «Βυζάντιο») Στο χριστιανικό δίλημμα «μυαλό ή γράμματα», προφανώς δινόταν προτίμηση στην αγραμματοσύνη!

Τον 4ο αιώνα είχε ωριμάσει η ιδέα να δημιουργηθούν χριστιανικά σχολεία, αντίστοιχα με τις ραβινικές σχολές των Εβραίων. Αυτή η ιδέα δεν υλοποιήθηκε, γιατί υπήρχε έλλειψη κατάλληλων διδακτικών βοηθημάτων και επειδή, ακόμα και επιφανείς παράγοντες του χριστιανισμού, θεωρούσαν τα ελληνικά κείμενα της Βίβλου άκομψα και πολύ κατώτερα εκείνων της ελληνικής γραμματείας. Στη δεκαετία του 360, όταν ο αυτοκράτορας Ιουλιανός απαγόρεψε να διδάσκουν οι χριστιανοί αντικείμενα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, μετέτρεψε ο χριστιανός ρήτορας και θεολόγος Απολλινάριος (310-392) την Παλαιά Διαθήκη σε έμμετρο κείμενο, αξιοποιώντας όλες τις αρχαίες ποιητικές τεχνικές και την Καινή Διαθήκη σε πλατωνικούς διαλόγους. Αυτή η προσπάθεια εγκαταλήφθηκε γιατί, αφενός τα αποτελέσματα είχαν τεράστια ποιοτική διαφορά σε σύγκριση με τα αρχαία κείμενα, αφετέρου οι εκκλησιαστικοί παράγοντες δεν έβρισκαν οτιδήποτε απορριπτικό στη Βίβλο για την ελληνική παιδεία (Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία, v18.)

Υπήρξαν εποχές, όπου η εκπαίδευση βρίσκεται σε παρακμή, όπως παρατηρεί ο Μιχαήλ Ψελλός (11ος αιώνας) για τις εποχές των Νικηφόρου Β', Ιωάννη Τσιμισκή και Βασιλείου Β'. Σε άλλες εποχές, μεραγενέστερες του Ψελλού, όπως αυτής των Παλαιολόγων, αναφέρεται μια σχετική άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών και γι' αυτό χαρακτηρίζεται αυτή η εποχή ως αναγεννησιακή, σίγουρα καθ' υπερβολήν. Κι αυτό γιατί δεν αναγεννάται αυτή τη χρονική περίοδο στο Βυζάντιο οτιδήποτε κοιμισμένο ή χαμένο, αλλά βελτιώνονται απλώς κάποιες τεχνικές και αντιλήψεις, πιθανόν στα πλαίσια μιας επίδρασης από τη Δύση (βλέπε και επόμενα). Αντίθετα, στη Δύση δηλώνεται την ίδια εποχή ευθαρσώς ότι στόχος είναι η αναγέννηση της ελληνορωμαϊκής τέχνης και φιλοσοφίας.

Το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα κληρονόμησε, όπως είναι φυσικό, την ελληνιστική παράδοση. Βασικός άξονας της εγκύκλιας παιδείας ήταν στο Βυζάντιο, όπως και στην ελληνιστική εποχή, οι δύο κύκλοι σπουδών, ο πρώτος με δάσκαλο το γραμματιστή (για παιδιά από ηλικία 7 ετών) και ο δεύτερος με το γραμματικό ή μαΐστορα (για παιδιά από ηλικία 12 ή 14 ετών). Ο γραμματιστής δεν διέθετε κατά κανόνα τυπικά προσόντα και κατείχε μια αρκετά χαμηλή κοινωνική θέση, κάτι σαν τεχνίτης (C. Mango: «Βυζάντιο»). Το ακροατήριο στα σχολεία αποτελείται αποκλειστικά από αγόρια. Για τα κορίτσια προβλέπεται, σύμφωνα με διάσπαρτες πληροφορίες, η χειροτεχνία και η γνώση των Ιερών Γραφών. Το βυζαντινό σχολείο παρέμεινε, κατά κύριο λόγο, ίδρυμα τους ενός προσώπου, δηλαδή του εκάστοτε διδάσκοντα. Όσα από τα παιδιά της ανώτερης ή μέσης κοινωνικής τάξης δεν πήγαιναν στο ιδιωτικό σχολείο και δεν διδάσκονταν από τους ίδιους τους γονείς, παρέμεναν για κάποια χρόνια σε μοναστήρι, όπου διδάσκονταν «ιερά βιβλία» και αποστήθιζαν το Ψαλτήρι. (Georgina Buckler: «Η βυζαντινή εκπαίδευση» στό το βιβλίο Baynes-Moss: «Βυζάντιο»).

Το βασικό εκπαιδευτικό ίδρυμα που δίνει την «εγκύκλιο εκπαίδευσιν» ονομάζεται σχολείον, μουσείον, ακροατήριον ή διδασκαλείον. Τα παιδιά κάθονται, σύμφωνα με περιγραφές σε θρανία ή στο πάτωμα ή στέκονται όρθια και κρατούν στα χέρια αντίγραφο του κειμένου που θα μελετήσουν. Στη Βηρυτό τα σχολεία λειτουργούσαν κατά τον 5ο αιώνα τα απογεύματα, ενώ στην Αντιόχεια μόνο τα πρωινά. Σε μερικά επαρχιακά σχολεία η διδασκαλία ήταν ολοήμερη, με ένα διάλειμμα για μεσημεριανό φαγητό. Τα παιδιά που βρίσκονταν σε τιμωρία έμεναν νηστικά.

Αντικείμενο διδασκαλίας είναι τα έργα του Διονυσίου του Θρακός (1ος αιώνας π.Χ.), του Ερμογένη τoυ Ταρσέως (Ξυστήρα, 2ος αιώνας μ.Χ.) και, εκτός από τον Όμηρο, σημαντικού αριθμού κλασικών συγγραφέων. Με την πάροδο του χρόνου εισάγονται νέα εγχειρίδια, κυρίως επιτομές του Ερμογένη, όπως τα «Προγυμνάσματα του Αφθονίου», η Γραμματική του Χοιροβοσκού, τα σχόλια στον Αφθόνιο που συνέγραψε ο Ιωάννης επίσκοπος Σάρδεων κλπ. Ο Θεοδοσιανός Κώδικας θέσπισε τη φοροαπαλλαγή των διδασκόντων, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν κατά κύριο λόγο ελληνίζοντες εθνικοί. Αυτό το μέτρο διήρκεσε μέχρι τα τέλη του 5ου αιώνα, οπότε το έτος 489 απαγορεύτηκε η διδασκαλία από μη χριστιανούς. Ο Ιουστινιανός επιβεβαιώνει με Νεαρά αυτή την απαγόρευση και καταργεί τις φοροαπαλλαγές στις απολαβές όλων των διδασκόντων.

Η αυτοκράτειρα Αθηναΐς που βαφτίστηκε χριστιανή, πριν παντρευτεί τον Θεοδόσιο Β', οπότε πήρε το όνομα Ευδοκία, μεταμόρφωσε στη δεκαετία του 430, σε συνεργασία με τον έπαρχο του Πραιτωρίου της Κων/πολης, Κύρο Πανοπολίτη, Έλληνα ποιητή, φιλόσοφο και «εραστή της τέχνης (Norwich,)», το σχετικά μέτριο εκπαιδευτικό ίδρυμα που είχε συσταθεί επί αυτοκράτωρος Κων/νου, σε μεγάλο και διακεκριμένο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα (με σημερινή ορολογία: πανεπιστήμιο). Αυτό το ίδρυμα ήταν ένα αντίβαρο προς το ελληνιστικό πανεπιστήμιο της Αθήνας.

Στα πανεπιστήμια διορίζονται ως διδάσκοντες Λατίνοι και Έλληνες, όπου οι δεύτεροι είναι πολύ περισσότεροι. Από τον 4ο αιώνα και μετά γλώσσα διδασκαλίας είναι η ελληνική, η λατινική υποχωρεί, αν και ο Codex Iustinianus, η κωδικοποίηση του βυζαντινού δικαίου κατά τον 6ο αιώνα, δημοσιεύτηκε στα λατινικά. Σε ορισμένες πανεπιστημιακές σχολές, κυρίως της Νομικής, έπρεπε οι διδάσκοντες να γνωρίζουν λατινικά. Πάντως η λατινική γλώσσα αρχίζει να επανέρχεται σε χρήση κατά το 14ο και 15ο αιώνα, όταν εντατικοποιείται η επικοινωνία Ανατολής Δύσης, στα πλαίσια των συζητήσεων για μια πιθανή επανένωση των εκκλησιών.
Σημαντικότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερου επιπέδου στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο ήταν αυτό της Βηρυτού, ιδίως η Νομική Σχολή της. Ο ελληνορωμαϊκός κόσμος δεν είχε πανεπιστήμια και, αν και υπήρχαν μερικές ακαδημίες και σχολές στο Βυζάντιο μεγάλης κλίμακας, δεν ταιριάζουν απόλυτα με την περιγραφή του πανεπιστημίου, όπως διαμορφώθηκε στη Δύση, ως χώρου όπου η γνώση διαφυλάσσεται και συγχρόνως διευρύνεται και μεταδίδεται συστηματικά μέσω προγραμμάτων διδασκαλίας και εξετάσεων. O ελληνικός όρος πανεπιστήμιο είναι σύγχρονος. Με διάταγμα του Ιουστινιανού ανακηρύχθηκε η Βηρυτός, μαζί με την Κων/πολη και τη Ρώμη «τροφός των νόμων». Με το ίδιο διάταγμα ορίστηκε δε ότι, οι σπουδαστές της Βηρυτού, των οποίων οι σύλλογοι είχαν δημιουργήσει «οχλοκρατικά γεγονότα» και είχαν επιδοθεί στη «μαγεία», θα ελέγχονταν, εκτός από τους καθηγητές, από τον κυβερνήτη της Φοινίκης και τον αρμόδιο επίσκοπο.

Η ζωή των σπουδαστών περιγράφεται ως έκλυτη, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό εκείνη την εποχή. Πάντως, πολλοί σπουδαστές βαφτίζονταν χριστιανοί μετά το τέλος των σπουδών τους, είτε από υποχρέωση για να μπορούν να καταλάβουν κάποιο αξίωμα, είτε από πεποίθηση, αφού θα παραγράφονταν πλέον όλες οι «αμαρτίες» της φοιτητικής ζωής. Το έτος 531 έγινε στην περιοχή ένας μεγάλος σεισμός και η πόλη της Βηρυτού καταστράφηκε σε σημαντικό βαθμό. Έκτοτε το πανεπιστήμιο αυτής της πόλης δεν συνήλθε και αργότερα η περιοχή πέρασε στην κυριαρχία των Αράβων.

Την εποχή του Ιουστινιανού διαδέχεται μια παρακμή του εκπαιδευτικού συστήματος, η οποία οφείλεται στα «άδεια ταμεία» που άφησε ο συγκεκριμένος αυτοκράτωρ και στην ανάγκη για αντιμετώπιση όλο και περισσότερων εξωτερικών εχθρών. Επιβαρυντικός παράγων ήταν επίσης η σταδιακή εξαφάνιση των πόλεων, οπότε στις επαρχίες διασώθηκε μια μορφή στοιχειώδους εκπαίδευσης, στην οποία διδασκόταν το Ψαλτήρι. Τα σχολεία της μέσης βαθμίδας λειτουργούσαν μόνο στα αστικά κέντρα και το διδακτικό τους πρόγραμμα περιλάμβανε τα αντικείμενα της τριτύος (trivium), δηλαδή Γραμματική, Ρητορική και Φιλοσοφία καθώς και τα αντικείμενα της μαθηματικής τετρακτύος (quadrivium), δηλαδή Αριθμητική, Γεωμετρία, Αστρονομία και Μουσική, όπως είχαν καθιερωθεί από την εποχή του Ισοκράτη. Η ανώτερη εκπαίδευση, αυτή που θα αποκαλούσαμε σήμερα πανεπιστημιακή, περιορίστηκε στην πρωτεύουσα χωρίς να βρίσκεται υπό την αιγίδα του κράτους. Έκφραση αυτής της παρακμής που κράτησε περί τους τρεις αιώνες, είναι η απομάκρυνση των λογίων από τη μελέτη των κλασικών γραμμάτων. (Ν. Καλογεράς, ΙΣΤΟΡΙΚΑ, τεύχος 9: «Η εκπαίδευση στα χρόνια της Εικονομαχίας»)

Το Πανδιδακτήριο της Κων/πόλης, κάτι σαν το σημερινό πανεπιστήμιο, έσβηνε και τελευταίος καθηγητής του φαίνεται ότι ήταν ο Στέφανος Αλεξανδρεύς, ο οποίος μετακλήθηκε στην πρωτεύουσα από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο μετά το έτος 610. Μετά τον Στέφανο, οι φοιτητές πήγαιναν στην Τραπεζούντα για να σπουδάσουν θετικές επιστήμες, στον Τυχικό, παλαιό στρατιωτικό, ο οποίος δεν είχε δεχτεί πρόσκληση του Ηράκλειου να διδάξει στην πρωτεύουσα. Μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα μοναδικός που αναφέρεται ότι έχει διδάξει στο Πανδιδακτήριο είναι ο Χοιροβοσκός (C. Mango: «Βυζάντιο»).

Από τον 6ο μέχρι το 10ο αιώνα υπάρχουν ελάχιστες διάσπαρτες πληροφορίες για το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως και για την υπόλοιπη κοινωνική ζωή στο Βυζάντιο. Στα πλαίσια της εικονομαχίας που άρχισε επίσημα στη δεκαετία του 730, συνέβησαν διάφορα έκτροπα σε βάρος της εκπαίδευσης και των Εκπαιδευτικών, για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες μόνο από την πλευρά των «εικονολατρών» που επικράτησαν τελικά. Λέγεται, λοιπόν, ότι εγκαταλήφθηκε στην τύχη του το Πανδιδακτήριο της Πόλης, έως ότου κατέρρευσε τελείως, ίσως δε και να πυρπολήθηκε και θανατώθηκαν καθηγητές, οι οποίοι ήταν αντίθετοι με την αποκαθήλωση των εικόνων. Δεν είναι όμως απίθανο να αποτελούν αυτές οι πληροφορίες μυθοπλασίες γύρω από ένα πυρήνα αλήθειας, με στόχο την αμαύρωση της μνήμης του Λέοντα Γ' (717-741) που θεωρείται γενικά υπεύθυνος για την «απαιδευσία» και «αμάθεια», στην οποία βρέθηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία. Πιθανότερο είναι να φορτώνονται στο συγκεκριμένο αυτοκράτορα εκ των υστέρων οι «αμαρτίες» της πολιτικής των δεκαετιών και αιώνων μετά τον Ιουστινιανό.

Κάποιες άλλες πληροφορίες για τον 9ο αιώνα αναφέρουν ότι ο Βάρδας, καίσαρας από το έτος 862, θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ', του ονομαζόμενου «μεθύστακα», ξανάδωσε ζωή στο Πανδιδακτήριο. Ο Βάρδας εγκατέστησε αυτό το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο ανάκτορο της Μαγναύρας υπό τη διεύθυνση του Λέοντος του Μαθηματικού από τη Θεσσαλία (έζησε μεταξύ 790 και 869 μ.Χ.), ο οποίος δίδαξε σ' αυτό την τετρακτύ. Λέγεται ότι ο διορισμός του Λέοντα σε «εκκλησιαστική σχολή» και η ανάθεση σ' αυτόν του Πανδιδακτηρίου έγινε, όταν ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος πληροφορήθηκε ότι ο χαλίφης της Βαγδάτης Αλ Μαμούν είχε επιχειρήσει να προσελκύσει αυτόν τον κορυφαίο αλλά μεμονωμένο ερευνητή, στην Αυλή του.
Οι σημαντικότερες μαρτυρίες του 10ου αιώνα προέρχονται από το «Βίο του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη» και από το «Επιστολάριον του ανωνύμου καθηγητή του Λονδίνου». Κυριότερα συμπεράσματα είναι ότι το σχολείο στο Βυζάντιο συνεχίζει να είναι ιδιωτικός θεσμός και η χρηματοδότησή του γίνεται από τα δίδακτρα που καταβάλουν οι μαθητές. Τα δίδακτρα αυτά ονομάζονται μισθός. Αυτή την εποχή λειτουργούν στην Κων/πολη πέντε ιδιωτικά σχολεία και μεταξύ των διδασκόντων υπάρχει έντονος ανταγωνισμός για προσέλκυση μαθητών.
Μερικοί ερευνητές έχουν εκφράσει την άποψη ότι λειτουργεί ήδη και μία συντεχνία καθηγητών, αλλά σε άλλους φαίνεται υπερβολική αυτή η άποψη. Οι διδάσκοντες δεν έχουν φορολογική απαλλαγή και τα έσοδά τους είναι χαμηλά, γι' αυτό ασκούν παράλληλα άλλα επαγγέλματα, όπως του αντιγραφέα χειρογράφων, του ψάλτη σε ναούς κ.ά. Οι εκπαιδευτικοί διακρίνονται σε παιδευτές και διδασκάλους και η άνοδος από την πρώτη στη δεύτερη βαθμίδα γίνεται με εσωτερική εκλογή, εφόσον υπάρχουν αρκετοί εκπαιδευτικοί στο σχολείο.

Τον 11ο αιώνα έξι τουλάχιστον σχολεία σχετίζονται άμεσα με το Πατριαρχείο της Πόλης. Αν και η εκπαιδευτική πολιτική ασκείται από το κράτος, υφίσταται σύστημα εσωτερικής συνοχής μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας ώστε, αφενός να εξασφαλίζεται η αναπαραγωγή των απαραίτητων στελεχών για τη διοίκηση και τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, αφετέρου να αποτρέπονται έγκαιρα παραφωνίες και παρεκκλίσεις, όπως συνέβη στην περίπτωση των Μιχαήλ Ψελλού και Ιωάννη Ιταλού. Ο Ψελλός δίδασκε, εκτός από Φιλοσοφία, άλλα έντεκα μαθήματα, ανάμεσά τους την τετρακτύ που αναφέρθηκε στα προηγούμενα. Είχε τον τίτλο του «ύπατου φιλοσόφου» και θεωρείτο «η ψυχή» της εκπαίδευσης, ήταν δε επίσης σύμβουλος του αυτοκράτορα. Παρ' όλα αυτά, υποχρεώθηκε να απαρνηθεί διάφορες φιλοσοφικές απόψεις του και να δηλώσει δημόσια ότι είναι «ορθόδοξος».

Ο διάδοχος στο βαθμό του «ύπατου φιλοσόφου» και μαθητής του Ψελλού, Ιωάννης Ιταλός, γιος Νορμανδού μισθοφόρου από την Κάτω Ιταλία, απομακρύνθηκε από την εκπαίδευση, χαρακτηρίστηκε «ελληνόπληκτος και δαιμονόπληκτος στασιαστής κατά της Νέας Ρώμης» και καταδικάστηκε σε εγκλεισμό μέχρι το θάνατό του σε μοναστήρι, επειδή δίδασκε «αιρετικές αντιλήψεις». Προηγουμένως, είχε σωθεί ο Ιταλός, καταφεύγοντας στον τρούλο της Αγίας Σοφίας, από το λιντσάρισμα «αγανακτισμένων πιστών» που είχαν επιστρατευτεί από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Επί 50 χρόνια, μετά την απομάκρυνση του Ιταλού, έμεινε κενή η θέση του ύπατου φιλοσόφου και τελικά διορίστηκε σ' αυτή από τον Μανουήλ Α' ένας διάκονος της Αγίας Σοφίας. Όταν κατέλαβαν οι Λατίνοι την Κων/πολη το έτος 1204, οπότε λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν διάφορες βιβλιοθήκες της Πόλης, ζητήθηκε από τον πάπα να επιτραπεί η ίδρυση εκεί ενός Λατινικού Πανεπιστημίου. Ο πάπας δεν μπόρεσε όμως να εγκρίνει το αίτημα, γιατί διαφώνησε στην ιδέα, λόγω του αναμενόμενου ανταγωνισμού, το πανεπιστήμιο των Παρισίων.


Ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Αυτοκράτωρ

Οι ερευνητές υπολογίζουν από συναφή στοιχεία ότι, περί τα μέσα του 10ου αιώνα το σύνολο των μαθητών στην Κων/πολη δεν ξεπερνούσε τους 300 και αυτός ο αριθμός δεν φαίνεται να ήταν διαφορετικός έναν αιώνα πριν ή μετά. Όμως, από αυτό τον αριθμό «μορφωμένων» και από το περιορισμένο πρόγραμμα σπουδών, από μια αναλαμπή του θεσμού της δουλείας κατά τον 9ο και 10ο αιώνα, όπως προκύπτει από δικαστικές αποφάσεις της εποχής (Πείρα) και από τον περιορισμένο αριθμό αξιόλογων λογίων, οι οποίοι σχεδόν αποκλειστικά ασχολήθηκαν με την υμνογραφία, ανθολογία πατερικών κειμένων και βιογραφίες πατριαρχών, εκτιμάται ότι οι αναφορές σε ένα «πρώτο βυζαντινό ουμανισμό» και άλλα σχετικά, αποτελούν υπερβολές και επινοήσεις μεταγενέστερων ιστορικών που ενδιαφέρονταν, με γνώση των ύστερων εξελίξεων σε Ανατολή και Δύση, να προσδώσουν μια αίγλη στη βυζαντινή εποχή (Α. Μαρκόπουλου: «Οργάνωση του σχολείου στο Βυζάντιο», στον τόμο πρακτικών συνεδρίου «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο»).
Οι μόνοι λόγιοι της μεσοβυζαντινής εποχής που ξεφεύγουν από τη μετριότητα είναι ο Λέων ο Μαθηματικός και ο πατριάρχης Φώτιος ο οποίος, πέρα από το βιβλιογραφικό του κατάλογο Μυριόβιβλος («Απογραφή και συναρίθμησις των αναγνωσμένων ημίν βιβλίων») και το Λεξικό του, έχει μείνει στην Ιστορία για τις πολιτικο-θρησκευτικές του ίντριγκες. Για τους υπόλοιπους ισχύει η εκτίμηση του Σ. Μιχόπουλου (C. Mango: «Βυζάντιο...») «...απλώς έγραφαν και διάβαζαν τα αρχαία αριστουργήματα... Έγραφαν στην ελληνική γλώσσα, ονόμαζαν όμως τους εαυτούς τους Ρωμαίους... Εκπροσωπούσαν μια κατάσταση πραγμάτων που απαρτιζόταν από ποικίλα συστατικά, εκ των οποίων το κυριότερο ήταν ο χριστιανικός βίος... Έφεραν μέσα τους πολλά, όχι όμως τον Ελληνισμό.»

Ένας άλλος τρόπος για να εκτιμήσουμε κατά προσέγγιση τον όγκο του μορφωμένου λαού κατά τα βυζαντινά χρόνια είναι να εξετάσουμε τη λογοτεχνία από τον 4ο μέχρι το 15ο αιώνα. Η ελληνόφωνη λογοτεχνία αυτών των 11-12 αιώνων εκτιμάται ότι μπορεί να συμπεριληφθεί συνολικά σε 2-3 χιλιάδες τόμους κανονικού μεγέθους. Για τη λογοτεχνία στις άλλες γλώσσες του ανατολικού κράτους, αρμενική, συριακή, καππαδοκική κ.ά., δεν υπάρχουν εκτιμήσεις, δεν φαίνεται να ήταν όμως ποσοτικά αξιόλογη. Αυτά λοιπόν τα λογοτεχνικά κείμενα στην ελληνική γλώσσα, όσα έχουν διασωθεί φυσικά, γράφτηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στην πρώιμη, μικρότερο στη μέση και πολύ μικρό στην ύστερη βυζαντινή περίοδο (C. Mango: «Βυζάντιο»).

Ως προς το περιεχόμενο αυτών των συγγραμμάτων, το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα είναι θρησκευτικής φύσης (αγιολογία, κηρύγματα, λατρευτικά και υμνολογικά κείμενα, σχόλια στη Βίβλο και στα κείμενα των εκκλησιαστικών πατέρων κ.ά.) Το μη θρησκευτικό έργο που έχει διασωθεί είναι πολύ περιορισμένο. εκτιμάται ότι όλα τα ιστορικά έργα θα χωρούσαν σε περίπου 100 τόμους, τα λεξικά και άλλα συναφή έργα σε περίπου 200 τόμους και η μη θρησκευτική ποίηση σε περίπου 30 τόμους.

Από τα νούμερα που προηγήθηκαν συμπεραίνουμε ότι οι συζητήσεις και αρθρογραφίες, συχνά σε υπερβολικούς τόνους, για το επίπεδο της βυζαντινής λογοτεχνίας σε διάστημα 11-12 περίπου αιώνων έχει ως αντικείμενο μελέτης ένα πολύ μικρό αριθμό έργων. Βέβαια, η ποσότητα των παραγόμενων έργων δεν είναι ασύνδετη με την ύπαρξη ή μη αναγνωστικού κοινού. Ενώ, λοιπόν, στην εποχή του Ιουστινιανού τα έργα του Προκόπιου διαβάζονταν σχεδόν σε όλη την αυτοκρατορία, από τον 11ο αιώνα και μετά, το αναγνωστικό κοινό περιοριζόταν στους δημόσιους υπαλλήλους των αστικών κέντρων.

Με αυτές τις ποσοτικές εκτιμήσεις και παραβλέποντας τις ύστερες προσπάθειες για παρουσίαση μιας βελτιωμένης εικόνας, με στόχο να στηριχθεί το ιδεολόγημα περί «αξιόλογης πνευματικής δημιουργίας» κατά τη βυζαντινή εποχή, σημαντικό είναι να καταγράψουμε ότι το μορφωτικό επίπεδο του ελληνόφωνου χώρου πρέπει να βρίσκεται κατά τον 11ο αιώνα πολύ χαμηλότερα από εκείνο της ύστερης Αρχαιότητας. Στο Βυζάντιο είχε απονεκρωθεί σταδιακά, μέχρι τις δεκαετίες της μέσης εποχής του Μεσαίωνα, κάθε ζήλος και κάθε κίνητρο προόδου και η δημιουργική πνευματική ζωή είχε περιπέσει σε κατάσταση «μαλθακότητας και ραστώνης», όπως εκτιμά ο Παν. Κανελλόπουλος. Στη μετέπειτα πορεία του βρισκόταν το συρρικνωμένο βυζαντινό κράτος σε διαρκή ταλάντευση μεταξύ οριστικής διάλυσης και υποδούλωσης, λόγω των εκρηκτικών πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων του.

Σ' αυτή την πορεία μέχρι την οριστική κατάλυση στα μέσα του 15ου αιώνα γίνονται κάποιες περιπτωσιακές προσπάθειες για ανασυγκρότηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Με την ανακατάληψη της Κων/πολης το 1261 αποφασίζει ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος να ανοικοδομήσει «ένα άρτιο εκπαιδευτικό σύστημα», το οποίο θα εξασφάλιζε τη στελέχωση του κράτους με αξιόλογους αξιωματούχους. Αυτό το έργο ανατέθηκε στον κων/πολίτη διανοούμενο, θεολόγο και ιστορικό, Γεώργιο Ακροπολίτη (1217-1282), ο οποίος προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το Πανδιδακτήριο της Πόλης, αλλά πέραν αυτού δεν φαίνεται να έγινε τίποτα. Κάποια εμφανής βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν έχει καταγραφεί, κρίνοντας από τις νομικές σπουδές, οι οποίες πέρασαν ολοκληρωτικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Από συναφείς αναφορές συμπεραίνεται δε ότι, στο δεύτερο μέρος του 14ου αιώνα, εκατό χρόνια μετά την ανασύσταση του βυζαντινού κράτους, δεν είναι διαθέσιμα στους δικαστικού κύκλους ούτε τα κείμενα των νόμων και οι εκδικάσεις γίνονταν με ό,τι βοηθήματα διέθετε τυχαία κάθε δικαστής (Σπ. Τρωιάνου: «Το Δίκαιο πριν από την 'Αλωση», ΙΣΤΟΡΙΚΑ, τεύχος Μαΐου 2003). Διάφοροι νομομαθείς συντάσσουν κατόπιν αυτού με δική τους πρωτοβουλία κώδικες (Σύνταγμα κατά στοιχείον, Εξάβιβλος, Μικρή σύνοψη, Αυξημένο πρόχειρο κ.ά.), οι οποίοι και στηρίζουν το έργο της Δικαιοσύνης. Αυτή η παρακμή δεν αποτελεί, φυσικά, ένα απομονωμένο φαινόμενο, αλλά συνοδεύεται από συνολική υποβάθμιση του δικαστικού συστήματος και από διαφθορά των προσώπων που στελεχώνουν αυτό το θεσμό. Έτσι μέχρι και τις αρχές του 15ου αιώνα κυκλοφορούν καταγγελίες για χρηματισμούς, σε μερικές δε περιπτώσεις υπάρχουν και καταδίκες χρηματιζόμενων δικαστών.

Όμως, ήδη από τον 11ο αιώνα έχει παραχωρηθεί σε ανώτερους κληρικούς η αρμοδιότητα για εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Αυτή η συμμετοχή του κλήρου και του εκκλησιαστικού μηχανισμού γενικότερα επεκτείνεται σταδιακά κατά το 14ο και 15ο αιώνα στο αστικό, το ενοχικό και σε μερικές περιπτώσεις στο εμπορικό δίκαιο. Η απουσία συστηματικής εκπαίδευσης των νομομαθών οδηγεί λοιπόν στην άλωση της δικαστικής λειτουργίας από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό ο οποίος, σε συσχετισμό και με τα φαινόμενα διαφθοράς που προαναφέρθηκαν, προφανέστατα λειτουργούσε υπέρ των εκκλησιαστικών συμφερόντων, κυρίως όσον αφορά ιδιοκτησιακά θέματα.

Μία ένδειξη για το επίπεδο των επιστημών κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα αλλά και για την αδυναμία του κράτους να ανασυστήσει τους εκπαιδευτικούς θεσμούς, προκύπτει από μια επιστολή του λόγιου κληρικού Μάξιμου Πλανούδη (έζησε μεταξύ 1255 και 1310). Ο Πλανούδης απαντάει σε υπόδειξη άλλου να χρησιμοποιήσει για τις μελέτες του τη «βασιλική βιβλιοθήκη», αφού δεν βρίσκει αλλού τα κατάλληλα συγγράμματα, ότι: «Το μέγεθος αυτής της βιβλιοθήκης είναι σήμερα μικρό, όσον αφορά το πλήθος των βιβλίων, ενώ από πλευράς κτηρίου είναι αμελητέα, σε βαθμό που δεν μπορεί να θεωρηθεί καν βιβλιοθήκη. Από την παλιά βιβλιοθήκη δεν έμεινε παρά το όνομα και ένα βραχύ λείψανο». Στη συνέχεια αναφέρει ο Πλανούδης στην επιστολή του ότι κλέβονται τα βιβλία με βραδινές διαρρήξεις, ότι δεν επιστρέφονται τα δανεισμένα κ.ο.κ., δηλαδή μια πλήρης διάλυση της υποδομής.

Οι όποιες προσπάθειες στο ύστερο Βυζάντιο για ανύψωση του χαμηλού μορφωτικού και πολιτισμικού επιπέδου, την ίδια εποχή που στη Δύση είχαν γίνει τα νέα πανεπιστήμια θεσμός και είχε αρχίσει εκεί να εξελίσσεται η Αναγέννηση τεχνών και επιστημών, ήταν λοιπόν εκ προοιμίου θνησιγενείς, πέρα από τις αναλαμπές μεμονωμένων ιδιοφυών ανθρώπων, οι οποίοι δεν λείπουν από καμιά εποχή και καμιά κοινωνία. Θεμελιώδης αιτία της διογκούμενης παρακμής της κοινωνίας του ύστερου Βυζαντίου ήταν η εμμονή στις θεόπληκτες ιδέες και η αδυναμία των ηγετών και των λογίων για προσωπική και κοινωνική αυτο-εκτίμηση και αξιολόγηση. Η παρουσία μεμονωμένων διανοουμένων (λογίων) σε μια κοινωνία και εποχή, όσο σημαντικοί κι αν είναι αυτοί, δεν εξασφαλίζει αυτόματα την ύπαρξη αξιόλογου πολιτισμικού επιπέδου σ' αυτή την κοινωνία, την καθιστά όμως υπεύθυνη εφόσον δεν αποδειχθεί ικανή να αξιοποιήσει το έργο των λογίων της και να το μετουσιώσει σε πολιτισμό.

Ιδιαίτερα θλιβερή κληρονομιά της παρακμής των τελευταίων αιώνων, αποτελούν τα εκπαιδευτικά συγγράμματα που ήταν διαθέσιμα στον ελληνόφωνο χώρο κατά τους αιώνες της τουρκοκρατίας, μέχρι και το 19ο αιώνα. Για παράδειγμα, στα Μαθηματικά η «επιστημονική» δραστηριότητα αφορούσε το σχολιασμό και την παράφραση στο έργο αρχαίων Ελλήνων, όπως ο Ευκλείδης, ο Νικόμαχος, ο Διόφαντος. Μόνη ουσιαστική αλλαγή ήταν η χρήση των αραβικών ψηφίων και των αλγοριθμικών μεθόδων στις μαθηματικές πράξεις, νεωτεριμοί που δεν έγιναν όμως εύκολα αποδεκτοί. Η χρήση νέων ψηφίων, με σύμβολα για το μηδέν και τις δεκαδικές υποδιαιρέσεις, άρχισε να γενικεύεται στα βυζαντινά εγχειρίδια μετά τις αρχές του 15ου αιώνα. Η 'Αλγεβρα, αν και ήταν γνωστή στην Κωνσταντινούπολη στον 14ο αιώνα, ποτέ δεν είχε πολλούς θιασώτες (Χριστιανίδης κ.ά.: «Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη...»).

Έτσι, το πρώτο βιβλίο Μαθηματικών που τυπώθηκε στην ελληνική γλώσσα το έτος 1532 στη Βενετία και χρησιμοποιείτο στην ελληνόφωνη εκπαίδευση, ήταν αυτό του Μιχαήλ Ψελλού από τις αρχές του 11ου αιώνα, με τίτλο: «Σύνταγμα ευσύνοπτον εις τας τέσσαρας μαθηματικάς επιστήμας, Αριθμητικήν, Μουσική, Γεωμετρία και Αστρονομία» (Στέλιος Λαμνής: Οι μαθηματικές επιστήμες στην περίοδο της τουρκοκρατίας). Το δεύτερο βιβλίο Μαθηματικών που τυπώθηκε το 1568, επίσης στη Βενετία και χρησιμοποιείτο μέχρι και τον 19ο αιώνα, ήταν το απλοϊκό σύγγραμμα Πρακτικής Αριθμητικής του Μανουήλ Γλυζόνιου «Βιβλίον πρόχειρον τοις πάσι περιέχον την τε Πρακτικήν Αριθμητικήν ή μάλλον ειπείν την Λογαριαστικήν». Το τρίτο βιβλίο σ' αυτή τη σειρά ήταν του μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού «Λογιστική» που γράφτηκε στα μέσα του 14ου αιώνα και τυπώθηκε για τις ανάγκες της ελληνόφωνης εκπαίδευσης περί το έτος 1600. Με την εμφάνιση των «δασκάλων του γένους» κατά την εποχή του λεγόμενου νεοελληνικού διαφωτισμού, άρχισαν να μεταφράζονται στην καθομιλουμένη ελληνική και να χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση, όσο επέτρεπαν βέβαια οι παρεμβάσεις καταστολής του πατριαρχείου, βιβλία των Μαθηματικών της ελληνιστικής εποχής (Ευκλείδης, Αρχιμήδης, Διόφαντος) και των τότε σύγχρονων Ευρωπαίων (Descartes, Pascal, Newton, Leibnitz, Euler, Clairaut, Legendre κ.ά.) Οι δάσκαλοι ενός λαού, ο οποίος δημιούργησε τη μαθηματική επιστήμη, βρέθηκαν έτσι σε αναζήτηση βοηθημάτων από τους συκοφαντημένους αρχαίους Έλληνες και τους περιφρονημένους δυτικούς διανοητές...

Αν και μπορούμε να γενικεύσουμε ότι η επιστημονική πρόοδος στους 11 αιώνες του Βυζαντίου, με την αρχαιο-ελληνική και με τη σύγχρονη αντίληψη, μπορεί να θεωρηθεί χωρίς υπερβολή από αμελητέα μέχρι ανύπαρκτη, υπάρχει ένας σημαντικός κλάδος μελέτης και έρευνας που δημιουργήθηκε και καλλιεργήθηκε στο Βυζάντιο σ' αυτούς τους αιώνες της μορφωτικής υποβάθμισης και του σκοταδισμού: η δαιμονολογία! Αυτός ο κλάδος γεννήθηκε στην ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε, από τη μια με τις βαθιά ριζωμένες στο λαό και τους λόγιους θρησκευτικές προλήψεις και δεισιδαιμονίες και από την άλλη με τις διαδιδόμενες από μοναχούς και λόγιους ιστορίες σχετικά με τη «φύση του σατανά και τις επιδράσεις του». Η «πολυμορφική φύση των δαιμόνων» απαιτούσε τη συστηματική μελέτη τους με τελετουργίες και τεχνικές αναγνώρισης, εντοπισμού, εξορκισμού κλπ., κάτι σαν τη σύγχρονη αφρο-αμερικάνικη μαύρη μαγεία του «βουντού». Η δαιμονολογία μελετά οτιδήποτε έχει σχέση με τους δαίμονες και τα πνεύματα και αποτέλεσε προϊόν της ανάγκης των χριστιανών να εξερευνήσουν τη φύση του «εχθρού», ώστε να είναι δυνατή η «επιτυχής αντιμετώπισή του». Ο εισαγόμενος από τη Μέση Ανατολή στον ελληνόφωνο χώρο σατανάς αποτέλεσε έτσι αίτιο για δημιουργία δήθεν «επιστημονικών κλάδων», με τους οποίους ασχολήθηκαν επισταμένως διάφοροι βυζαντινοί λόγιοι, κυρίως ο Μιχαήλ Ψελλός.

Ο βυζαντινολόγος Steven Runciman παραθέτει στο βιβλίο του «Η τελευταία βυζαντινή Αναγέννηση» τους σημαντικότερους δημιουργούς των ύστερων βυζαντινών αιώνων, των οποίων το έργο υποβαθμίζει όμως ο ίδιος χαρακτηρίζοντάς το κατά κανόνα ως ανεπαρκές, αφελές κ.ο.κ. Στο καταληκτικό ερώτημά του δε, αν οι Βυζαντινοί λόγιοι πέτυχαν να προσθέσουν κάτι στο σύνολο των γνώσεων της εποχής, δηλαδή αν συνέβαλαν στον παγκόσμιο πολιτισμό, απαντάει ο ίδιος αρνητικά, παραπέμποντας στο κλίμα παρακμής που χαρακτήριζε ειδικότερα τους 2-3 τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου. Με την έννοια αυτή, ο «μυστηριακός τρόπο λειτουργίας» του βυζαντινού κράτους που επικαλούνται μερικοί Ιστορικοί, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό το ιδεολόγημα, σίγουρο είναι ότι δεν βοήθησε στην παραγωγή αξιομνημόνευτου πολιτισμικού έργου.

Ένας από τους σημαντικούς διανοούμενους του 15ου αιώνα, ο ανατολικός επίσκοπος και μετέπειτα δυτικός καρδινάλιος Βησσαρίων (1403-1472), πίστευε ότι δεν έπρεπε να απουσιάζουν οι Έλληνες λόγιοι από τον πολιτισμικό οργασμό που εξελισσόταν στην Ιταλία και ονομάστηκε αργότερα Αναγέννηση. Η απογοήτευσή του Βησσαρίωνα ήταν μεγάλη που δεν κατάφεραν ή δεν ενδιαφέρθηκαν εξέχοντες Έλληνες διανοούμενοι να παίξουν κάποιο σημαντικό ρόλο στις δυτικές εξελίξεις (S. Runciman). Ο ίδιος αυτός Βησσαρίων αλληλογραφούσε με τον (ακόμα) δεσπότη του Μυστρά και μετέπειτα αυτοκράτορα, Κων/νο Παλαιολόγο-Δραγάτση, και τον καλούσε να στείλει μαθητές στην Ιταλία για να σπουδάσουν τις νέες τεχνικές, περιέγραφε δε ταυτόχρονα τα τεχνικά έργα που συνάντησε στη Δύση: «... και τινάς εκλεξάμενος νέους ες Ιταλίαν πέμψαι, των τεχνών μαθησαμένους, τας αναγκαίας ... Ξύλα πρίζονται αυτομάτως, μύλωνες τάχιστα τε και ως ένεστιν οξύτατα κινούνται, οι τε φυσητήρες των εν χωνείαις και διακρίσεσι μετάλλων ασκοί εντεινόμενοί τε και ανιέμενοι, μηδεμιάς χειρός υπουργούσης ... Την δε ποίησιν του σιδήρου, ούτω μεν ούσαν χρήσιμον, ούτω δε αναγκαίαν ανθρώποις, ως άνευ αυτού μη τα πολεμικά, μη τα ειρηνικά τε και πολιτικά δύνασθαι καλώς έχειν, ενταύθα τις αν ευχερώς καταμάθοι ... Ου μην αλλά και την ναυπηγικήν, όση τε περί τας μικράς και τριήρεις, όση τε περί τας φορτηγούς και στρογγύλας καταγίνεται νήας, ων πλείστην εν Πελοποννήσω και καλλίστην έχετε ύλην ... Ταύτας τέτταρας τέχνας, άριστε δέσποτα, μηχανικήν, σιδηροποιητικήν, οπλοποιητικήν και ναυπηγικήν, ως αναγκαίας τε και χρησίμους ... » (Παν. Κανελλόπουλος: «Γεννήθηκα στο 1402»)

Ο Βησσαρίων περιγράφει ως αδαής περί την Τεχνική, αλλά οξυδερκής παρατηρητής τα τεχνικά επιτεύγματα της δυτικής Ευρώπης και ομαδοποιεί τις χρήσιμες για τη βυζαντινή κοινωνία τεχνολογικές κατηγορίες, με την ελπίδα ότι είναι δυνατόν να ξεκινήσει μια εκπαιδευτική και παραγωγική αναγέννηση στον ελλαδικό χώρο, όπου το μορφωτικό επίπεδο ήταν ακόμα χαμηλότερο και από εκείνο του 11ου αιώνα. Την ίδια στιγμή όμως οι λόγιοι αυτής της παρακμιακής εποχής σκιαμαχούν περί αριστοτελισμού και πλατωνισμού και οι κοσμικές και εκκλησιαστικές ομάδες εξουσίας αναζητούν συμμαχίες και συνεργασίες με τους επερχόμενους Οθωμανούς.

Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται μια φιλολογία στον ελληνόφωνο χώρο με κεντρικό ισχυρισμό το ιδεολόγημα ότι οι Βυζαντινοί ήξεραν μια χαρά να προωθήσουν, τόσο την επιστήμη, όσο και την τεχνολογία, δεν το έκαναν όμως επίτηδες, αφενός για να μην χάσουν την «πνευματικότητα» που τους χάριζε η ενασχόληση με τη θεολογία, αφετέρου για να μην δημιουργήσουν προβλήματα στο περιβάλλον, όπως αυτά δημιουργήθηκαν μετά την βιομηχανική επανάσταση, ιδιαίτερα στα τέλη του 20ου και στα αρχές του 21ου αιώνα.

Και για τα δύο αυτά «επιχειρήματα» περιττεύει φυσικά μια αναλυτική αντίκρουση, αρκεί να αναφερθεί, για το πρώτο, ότι η θρυλούμενη «πνευματικότητα» ήταν οι εκκλησιαστικές και πολιτικές διαμάχες για αναρρίχηση, για χρήμα και εξουσία, κάτι που κανείς δεν αμφισβητεί από το πλήθος των υπαρχόντων στοιχείων. Όσον αφορά δε το δεύτερο επιχείρημα, πρόκειται για αναδρομική τεκμηρίωση με τεχνοφοβική προδιάθεση και στόχο να αιτιολογηθεί η υποβάθμιση και ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος που ελεγχόταν από την εκκλησία, καθώς επίσης η ανεπάρκεια μιας πολιτείας που εξυπηρετούσε πρόσκαιρα οικονομικά συμφέροντα, χωρίς προοπτική μεγαλύτερη από την παρουσία του εκάστοτε ηγεμόνα στο θρόνο.
Στέλιος Φραγκόπουλος, http://sfrang.com