Αίθυια

Η ελληνική εμπορική ναυτιλία

| Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Το ιστορικό ιστιοφόρο «Ευγένιος Ευγενίδης», μια κομψή τρικάταρτη σκούνα του 1929, σε μαγεύει καταρχήν με την ιστορία του. Η ζωή του ξεκινά από ένα φημισμένο ναυπηγείο στη βροχερή Σκωτία, ως "Sunbeam II", ακολουθούν κρουαζιέρες αναψυχής στα ζεστά νερά της Μεσογείου, και στη συνέχεια, μυστικές αποστολές διάσωσης αγωνιστών της Αντίστασης στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Η δράση συνεχίζει μεταπολεμικά στις βόρειες θάλασσες, όπου το πλοίο, υπό σουηδική κυριότητα, λειτουργεί πλέον ως εκπαιδευτικό, για να καταλήξει αμέσως μετά στα ηλιόλουστα ελληνικά νερά, εκπαιδεύοντας τους ναυτικούς δόκιμους στην Ύδρα.
Φωτογραφία και λεζάντα: Πολεμικό Ναυτικό.

«Εκ της θαλάττης άπασα ήρτηται σωτηρία.» Ξενοφών

Στη μακραίωνη ιστορία του Ελληνικού Έθνους η Εμπορική Ναυτιλία διεδραμάτισε και συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας όσο και στους πολεμικούς της αγώνες, αλλά ακόμη και στη διεθνή προβολή του Ελληνικού ονόματος .
Σήμερα το γεγονός αυτό είναι δυστυχώς άγνωστο στους περισσότερους Έλληνες και ιδίως στους νέους, οι οποίοι ταυτίζουν την Εμπορική μας Ναυτιλία μόνο με τα επιβατηγά πλοία, που χρησιμοποιούν στις θερινές τους διακοπές ή στις μετακινήσεις τους στα νησιά. Λίγοι συμπατριώτες μας γνωρίζουν ότι η Ελληνόκτητη Εμπορική Ναυτιλία είναι πρώτη στον κόσμο και ότι το 90% περίπου του στόλου της (φορτηγά, δεξαμενόπλοια κ.α) ταξιδεύει σε όλη την υδρόγειο και εξυπηρετεί το διεθνές θαλάσσιο εμπόριο με 3.500 μεγάλα πλοία μεταφορικής ικανότητος 175.000.000 τόνων φορτίου. Ο τεράστιος αυτός στόλος απασχολείται κατ΄ανάγκη σε διεθνείς μεταφορές, δεδομένου ότι οι εσωτερικές μεταφορικές μας ανάγκες είναι περιορισμένες και εξυπηρετούνται επαρκώς από πλοία επιβατηγά –οχηματαγωγά, ταχύπλοα, κρουαζιερόπλοια κλπ. στελεχωμένα με Ελληνικά πληρώματα .
Για να καταδείξω την ανεκτίμητη συμβολή της εμπορικής μας Ναυτιλίας στην Εθνική ισχύ και άμυνα της χώρας μας, θα αναφερθώ πολύ συνοπτικά στα σχετικά γεγονότα της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας, αλλά και στα σημερινά ναυτιλιακά δρώμενα και τις προοπτικές του μέλλοντος .

Την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι τη ναυτοσύνη των νησιωτών μας ναυτολογούσαν στα πλοία τους δια της βίας Έλληνες για ένα έτος η και περισσότερο. Αυτό όμως τους έγινε μπούμερανγκ γιατί οι Έλληνες αποκτώντας ναυτική εμπειρία άρχισαν σιγά - σιγά να αξιοποιούν το εμπορικό τους δαιμόνιο και να διεισδύουν στο θαλάσσιο εμπόριο της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας με δικά τους ιστιοφόρα σκάφη. Σε αυτό το ξεκίνημα της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας συνέβαλε και η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί προσφέροντας την προστασία της Ρωσικής σημαίας. Το Γαλαξείδι, η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Κάσος, η Μύκονος, η Άνδρος και άλλα νησιά εξελίχθηκαν βαθμιαία σε μικρές ναυτικές δυνάμεις. Την εποχή εκείνη η διαφορά μεταξύ εμπορικών και πολεμικών πλοίων δεν ήταν μεγάλη, γιατί τα περισσότερα εμπορικά ήταν εξοπλισμένα με κανόνια και άλλο οπλισμό για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τα πειρατικά πλοία, που ελυμαίνοντο τις θάλασσες της Μεσογείου. ΄Ετσι με την έκρηξη της επανάστασης του 1821 περισσότερα από 200 εμπορικά σκάφη των νησιωτών μας μετατράπηκαν σε πολεμικά και ρίχτηκαν στον αγώνα, προκαλώντας σοβαρά πλήγματα στις ισχυρές τουρκικές αρμάδες. Παράλληλα πέτυχαν να ανεφοδιάζουν τις εξεγερμένες περιοχές με πυρομαχικά και τρόφιμα και να αναπτερώνουν το ηθικό των αδελφών αγωνιστών της στεριάς με τις πολεμικές τους επιτυχίες (νικηφόρες ναυμαχίες, πυρπολισμοί φρεγατών, κλπ.). Ιδιαίτερα τα μικρά πυρπολικά σκάφη (μπουρλότα) των τολμηρών Ελλήνων ναυτικών προξενούσαν τόσες σοβαρές απώλειες στα εχθρικά πλοία μεγάλης πολεμικής ισχύος, ώστε να γίνουν ο φόβος και ο τρόμος των Τουρκικών πληρωμάτων. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω την πυρπόληση στη Χίο από τον Κωνσταντίνο Κανάρη της Τουρκικής ναυαρχίδας των 84 κανονιών και των 2000 ανδρών, που παρέσυρε στον υγρό τάφο σχεδόν όλο το πλήρωμα χωρίς να υπάρξει ελληνική απώλεια. Τα πλήγματα κατά των εχθρικών πλοίων ήταν τόσο μεγάλα, που πολλές φορές αναγκάζονταν να αναστέλλουν την προσέγγισή τους στα ελληνικά λιμάνια με συνέπεια να καθυστερεί ο ανεφοδιασμός του Τουρκικού στρατού με πολεμοφόδια και τρόφιμα. Ότι ζούμε σήμερα ελεύθεροι το οφείλομε σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι την ώρα της εθνικής εξέγερσης οι καραβοκύρηδες πρόσφεραν τα πλοία τους στον αγώνα και οι τολμηροί καπετάνιοι και ναύτες μεταμορφώθηκαν σε ναυμάχους και μπουρλοτιέρηδες, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους ισχυρούς τουρκικούς και αιγυπτιακούς στόλους .

Αλλά και στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ο Ελληνικός εμπορικός στόλος αποτελούμενος από 600 περίπου πλοία επιτάχθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση η οποία στη συνέχεια τον χρονοναύλωσε στους Βρεταννούς για να χρησιμοποιηθεί στην εξυπηρέτηση των συμμαχικών αναγκών, κυρίως σε νηοπομπές του Ατλαντικού ωκεανού μεταξύ Μ. Βρεταννίας και Η.Π.Α. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου η Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία θυσίασε τα ? της δύναμής της και 4.000 ΄Ελληνες ναυτικούς (2.000 νεκρούς στα βάθη των ωκεανών και άλλους τόσους ισόβια αναπήρους). Επί πλέον περισσότεροι από 150 άνδρες παρεφρόνησαν εξ αιτίας της φρίκης των τορπιλισμών των πλοίων τους. Επειδή τα ψυχρά νούμερα δεν απεικονίζουν την πραγματική φρίκη του ναυτικού πολέμου, θα αναφέρω εδώ ένα μόνο δραματικό περιστατικό που έζησε το πλήρωμα του φορτηγού πλοίου ΠΗΛΕΑΣ. Τη νύκτα της 13/3/1944 το πλοίο αυτό τορπιλίσθηκε στον Ατλαντικό Ωκεανό από το Γερμανικό υποβρύχιο U852. Όσοι από το πλήρωμα διασώθηκαν επιβιβάσθηκαν στις σχεδίες του πλοίου. Τότε ο κυβερνήτης του υποβρυχίου διέταξε εν ψυχρώ να τους πολυβολήσουν και να ρίξουν εναντίον τους χειροβομβίδες για να εξαφανίσουν τα ίχνη τους. Οι Έλληνες ναυτικοί προσπάθησαν απεγνωσμένα να σωθούν, αλλά οι περισσότεροι δεν τα κατάφεραν. Από τα 40 μέλη του πληρώματος διασώθηκαν μόνον τρεις. Αυτοί αφού ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα επί 36 ημέρες πάνω σε μία σχεδία και κάτω από το δυνατό ήλιο του Ισημερινού, τελικά διασώθηκαν από διερχόμενο εμπορικό πλοίο. ΄Ομως οι νεκροί του ΠΗΛΕΑ πήραν την εκδίκησή τους, γιατί αργότερα το δικαστήριο εγκληματιών πολέμου της Νυρεμβέργης δίκασε τον κυβερνήτη του υποβρυχίου Πλωτάρχη Erick Wilhem και με τη μαρτυρία του διασωθέντος υποπλοιάρχου Αντώνη Λιώση τον κατεδίκασε σε θάνατο. Παρόμοιες ναυτικές τραγωδίες υπήρξαν πάρα πολλές, γιατί δυστυχώς τα εμπορικά πλοία εδέχοντο παθητικά τις εχθρικές επιθέσεις χωρίς να μπορούν να αμυνθούν.

Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η ναυτιλία των Ελλήνων αναγεννήθηκε με την αγορά από τις Η.Π.Α. 100 φορτηγών πλοίων τύπου « Λίμπερτυ » και αγωνιζόμενη σκληρά στο διεθνή θαλάσσιο στίβο εξελίχθηκε στο σημερινό κολοσσό της πρώτης Ναυτιλίας στον κόσμο ξεπερνώντας τους στόλους των Η.Π.Α., της Μ. Βρεταννίας, της Ιαπωνίας, της Ρωσίας κ.α.
Σήμερα η σχεδίαση της αμυντικής συμμαχίας του Ν.Α.Τ.Ο. έχει λάβει σοβαρά υπόψη τον τεράστιο εμπορικό μας στόλο, ο οποίος επίσης αποτελεί ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο στη σχεδίαση πιθανών στρατιωτικών επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς αντιμετώπιση κρίσεων.
Σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης της Ελλάδος, τα Ελληνικά ακτοπλοϊκά πλοία είναι δυνατόν να επιταχθούν και να ενταχθούν στη δύναμη του Πολεμικού Ναυτικού για να χρησιμοποιηθούν σε μεταφορές στρατιωτικού προσωπικού και υλικού σε γεωγραφικές περιοχές στρατηγικής σημασίας. Επομένως είναι ευνόητο ότι και σήμερα στην περίπτωση που απειληθεί η ακεραιότητα της χώρας μας, η μεγάλη Ελληνική ναυτιλία με τους έμπειρους και τολμηρούς ναυτικούς της είναι έτοιμη να ριχθεί και πάλι στον αγώνα, σαν τέταρτο όπλο των Ενόπλων μας Δυνάμεων .
Εκτός από την εθνική άμυνα, η εμπορική ναυτιλία προσφέρει σημαντικά οφέλη και στην οικονομία της χώρας μας. Επί πλέον εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο και προβάλλει διεθνώς το ελληνικό όνομα.
Η Ελληνόκτητη Ναυτιλία απαρτιζόμενη από πλοία υπό Ελληνική και ξένες σημαίες, που ανήκουν σε Έλληνες πλοιοκτήτες και είναι επανδρωμένα με Έλληνες αξιωματικούς κατέχει επί μία δεκαετία την πρώτη θέση στον κόσμο. Αντιπροσωπεύει σχεδόν το 10% του αριθμού πλοίων και το 18% της χωρητικότητας του παγκόσμιου εμπορικού στόλου. Υπό Ελληνική σημαία είναι σχεδόν 1000 μεγάλα πλοία και υπό ξένες σημαίες ( Κύπρου, Λιβερίας, Μάλτας κλπ.) περισσότερα από 2.500 πλοία . Τα υπό Ελληνική σημαία πλοία αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% όλων των στόλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν σε αυτά προστεθούν και τα Ελληνόκτητα πλοία υπό σημαίες Κύπρου και Μάλτας τότε το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 60% .

Αν αναλογισθούμε ότι περίπου το 90% του παγκόσμιου εμπορίου και το 40% του ενδοκοινοτικού εμπορίου διεξάγεται με θαλάσσιες μεταφορές, μπορούμε να κατανοήσομε την ισχυρή διεθνή παρουσία του Ελληνικού ονόματος στον Παγκόσμιο και Ευρωπαϊκό οικονομικό στίβο.
Ως προς την εθνική μας οικονομία αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελληνόκτητη ναυτιλία απασχολεί σήμερα σχεδόν 50.000 Έλληνες ναυτικούς και 100.000 Έλληνες εργαζόμενους σε ναυτιλιακά γραφεία και άλλα παραναυτιλιακά επαγγέλματα (ναυλομεσίτες, δικηγόροι, τραπεζικοί κλπ.). Δυστυχώς ο αριθμός των Ελλήνων ναυτικών και ιδίως των κατωτέρων πληρωμάτων που απασχολούνται σε πλοία του εξωτερικού συνεχώς μειώνεται. Πριν από 30 χρόνια ήταν σχεδόν διπλάσιος. Αυτή η μείωση οφείλεται αφ΄ενός μεν στη μεγάλη προσφορά χαμηλομίσθων αλλοδαπών κατωτέρων πληρωμάτων, αφ΄ετέρου δε στη στροφή των νέων προς επαγγέλματα της στεριάς, που είναι πιο ελαφρά από το σκληρό επάγγελμα του ναυτικού. Γι΄αυτό απαιτείται διαρκής φροντίδα της Πολιτείας για ώθηση των ανέργων νέων προς το ναυτικό επάγγελμα που αμείβεται σχετικώς καλά, ώστε να μην αφελληνισθούν τα πλοία του εξωτερικού.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται συνεχής αύξηση του εισαγόμενου ναυτιλιακού συναλλάγματος, το οποίο έχει ξεπεράσει το τουριστικό συνάλλαγμα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος το έτος 2004 οι εισφορές ναυτιλιακού συναλλάγματος στη χώρα μας ξεπέρασαν τα 12 δισεκατομμύρια ευρώ.

Τέλος νομίζω πως αξίζει να μνημονευθούν και οι κατά καιρούς μεγάλες δωρεές ορισμένων Ελλήνων εφοπλιστών για κοινωφελείς και εθνικούς σκοπούς.
Τα Ελληνικά επιβατηγά πλοία εξυπηρετούν επαρκώς τις μεταφορικές μας ανάγκες τόσο στο εσωτερικό (ακτοπλοϊα ), όσο και στις γραμμές εσωτερικού - εξωτερικού. Τα Ελληνικά πλοία που είναι δρομολογημένα μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας και λειτουργούν υπό συνθήκες ελευθέρου και θεμιτού διεθνούς ανταγωνισμού, έχουν επικρατήσει πλήρως και ελέγχουν το 95% του συνολικού μεταφορικού έργου. Το ακτοπλοϊκό δίκτυο της Ελλάδος είναι από τα μεγαλύτερα στον κόσμο λόγω των πολλών νησιών της χώρας μας. Καίτοι από 1/11/2002 έχει αρθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το προνόμιο των Ελληνικών πλοίων στην ακτοπλοϊα μας, αυτή εξακολουθεί να εξυπηρετείται μόνο από Ελληνικά πλοία. Αυτά ανήκουν σε Ελληνικές ιδιωτικές εταιρίες σε αντίθεση με τα άλλα μεταφορικά μέσα (λεωφορεία, τραίνα, αεροπλάνα), τα περισσότερα των οποίων ανήκουν σε κρατικές εταιρίες. Σήμερα περίπου 300 επιβατηγά πλοία (μεγάλα και μικρά ) στελεχωμένα με 10.000 Έλληνες ναυτικούς μεταφέρουν ετησίως περίπου 36.000.000 επιβάτες και 9.000.000 οχήματα. Τις τελευταίες δεκαετίες τα αμιγώς επιβατηγά πλοία έχουν αντικατασταθεί από επιβατηγά-οχηματαγωγά με συνέπεια την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας γιατί τα προϊόντα της μεταφέρονται ταχύτερα στα καταναλωτικά κέντρα του εσωτερικού και του εξωτερικού. Επίσης τα τελευταία χρόνια έχουν δρομολογηθεί στο εσωτερικό και αρκετά ταχύπλοα σκάφη νέας τεχνολογίας που εξυπηρετούν πλήρως τις ανάγκες ταχείας μεταφοράς των επιβατών.

Οι ναύλοι επιβατών και οχημάτων δεν καθορίζονται με βάση τον ελεύθερο ανταγωνισμό, αλλά με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, που λαμβάνει υπόψη του σχετική γνώμη της γνωμοδοτικής επιτροπής ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών και την γενικότερη εισοδηματική πολιτική της Κυβερνήσεως. Γι΄αυτό οι ακτοπλόοι εφοπλιστές παραπονούνται ότι έχουν ελάχιστα περιθώρια κέρδους, που δεν τους επιτρέπουν ανανέωση του στόλου τους. Βέβαιο είναι ότι εκείνοι που αντιμετωπίζουν σήμερα μεγάλο οικονομικό πρόβλημα είναι οι πλοιοκτήτες των κρουαζιεροπλοίων. Οι κυριότεροι λόγοι της οικονομικής δυσπραγίας αυτής της κατηγορίας πλοίων είναι η αυξημένη προσφορά πλοίων σε σχέση με τη σημερινή μειωμένη ζήτηση και το υψηλό λειτουργικό κόστος των πλοίων.

Σήμερα η μικρή μας χώρα δεν έχει να επιδείξει σημαντική διεθνή δραστηριότητα, εκτός από την εμπορική της Ναυτιλία που μεταφέρει την Ελληνική σημαία και στις πέντε Ηπείρους της Υδρογείου. Επί σειρά ετών υπάρχει εποικοδομητική συνεργασία των τριών παραγόντων της Ναυτιλίας μας, δηλαδή εφοπλιστών, ναυτικών και κράτους. Σε σχέση με άλλους κλάδους της οικονομίας που υπάρχουν μεγάλες εντάσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, στη ναυτιλία υπάρχει σχετική εργασιακή ειρήνη μεταξύ εφοπλιστών και ναυτικών. Οι μεν Έλληνες εφοπλιστές με τη διορατικότητα, ευελιξία και δραστηριότητα που τους χαρακτηρίζει αντιμετωπίζουν επιτυχώς τον σκληρό διεθνή ανταγωνισμό, οι δε Έλληνες αξιωματικοί εμπορικού ναυτικού προικισμένοι με απαράμιλλη ναυτοσύνη και εργατικότητα ταξιδεύουν με ασφάλεια τα Ελληνόκτητα πλοία στα πιο απρόσιτα μέρη του πλανήτη μας. Δεν είναι υπερβολή αυτό που λέγεται, ότι δηλαδή « οι Έλληνες ναυτικοί κερδίζουν το ψωμί τους με ιδρώτα και αίμα », γιατί το ναυτικό επάγγελμα είναι πολύ σκληρό.

Αξιοσημείωτη είναι και η συμβολή του Ελληνικού κράτους στη δημιουργία της μεγάλης ναυτιλίας μας με τη σωστή διοίκηση και προστασία της που ασκείται από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας το οποίο είναι στελεχωμένο από το Λιμενικό Σώμα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Δυστυχώς λίγοι Έλληνες γνωρίζουν ότι το Λιμενικό Σώμα εκτός από τις ασκούμενες στην Ελληνική επικράτεια αρμοδιότητές του (εποπτεία ακτοπλοϊας, λιμενική αστυνομία, ασφάλεια ναυσιπλοϊας, προστασία θαλασσίου περιβάλλοντος, αποτροπή λαθρομετανάστευσης και τρομοκρατικών ενεργειών, κλπ.) είναι επιφορτισμένο και με άλλες πολύ σημαντικές αρμοδιότητες στο διεθνή χώρο (Προξενικά Λιμεναρχεία, ενεργός συμμετοχή σε διεθνείς ναυτιλιακούς οργανισμούς, άσκηση επωφελούς για τα ελληνικά συμφέροντα ναυτιλιακής πολιτικής κλπ.), που σκοπό έχουν την επί 24ώρου βάσεως συνδρομή στο Ελληνικό πλοίο και τον ΄Ελληνα ναυτικό προς επίλυση των ποικίλων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Οι Αξιωματικοί Λ.Σ. ανταποκρίνονται πλήρως στην πολυποίκιλη αποστολή τους, γιατί συνδυάζουν πανεπιστημιακή μόρφωση και ναυτική εκπαίδευση.

Η παγκοσμιοποιημένη εμπορική ναυτιλία λειτουργεί με κανόνες ελευθέρου και θεμιτού ανταγωνισμού, πλην ολίγων προστατευτικών εξαιρέσεων ορισμένων κρατών. Όμως οι κανονισμοί ασφαλείας που διέπουν τα πλοία είναι υποχρεωτικοί και κοινοί για όλες τις σημαίες και καθορίζονται από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό γνωστό ως Ι.Μ.Ο. (International Maritime Organization) που εδρεύει στο Λονδίνο και στον οποίο μετέχουν όλα τα ναυτικά κράτη της υδρογείου. Σήμερα Γενικός Γραμματέας του σημαντικού αυτού Οργανισμού του Ο.Η.Ε. είναι πρώην Αξιωματικός Λ.Σ, που εκλέχθηκε πριν 1 1/2 χρόνο με συντριπτική πλειοψηφία των ναυτικών κρατών. Επιπλέον των διεθνών συμβάσεων και κανονισμών του Ι.Μ.Ο. ισχύουν και συμπληρωματικοί κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα πλοία των χωρών που ανήκουν σε αυτήν.

Χρόνο με το χρόνο η ποιότητα της Ελληνικής ναυτιλίας βελτιώνεται σε θέματα ασφαλείας και ενδιαίτησης επιβατών και πληρωμάτων. Πολύς κόσμος όμως έχει αντίθετη άποψη επηρεασμένος από τη δικαιολογημένη συγκινησιακή φόρτιση που προκαλούν ορισμένα ναυτικά ατυχήματα και την ανεύθυνη παρουσίασή τους από τα Μ.Μ.Ε. προς εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης. Όμως δεν είναι δυνατό να κινούνται μεταφορικά μέσα ( πλοία, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, τραίνα ) χωρίς να υπάρχουν καθόλου ατυχήματα, τα περισσότερα των οποίων οφείλονται σε ανθρώπινο λάθος. Τα υπεύθυνα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι τα Ελληνικά επιβατηγά πλοία είναι από τα ασφαλέστερα στον κόσμο. Συγκεκριμένα στο διάστημα των τελευταίων 50 ετών συνέβησαν στην Ελλάδα 5 θανατηφόρα ατυχήματα επιβατηγών πλοίων με 331 θύματα συνολικώς . (Ε/Γ ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, JUPITER. ΠΗΓΑΣΟΣ και ΕXPRESS SAMINA με 217, 28, 4, 1 και 81 θύματα αντιστοίχως). Αν λάβουμε υπόψη ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα μεταφέρθηκαν με τα Ελληνικά επιβατηγά πλοία περισσότεροι από 500.000.000 επιβάτες και ότι αναλογικώς σε ξένες χώρες οι απώλειες είναι πολύ μεγαλύτερες, τότε συμπεραίνομε ότι τα Ελληνικά επιβατηγά πλοία είναι από τα ασφαλέστερα στον κόσμο. Στην Ελλάδα το πιο ανασφαλές μεταφορικό μέσο είναι το αυτοκίνητο, αφού σκοτώνονται ετησίως περισσότερα από δύο χιλιάδες άτομα. Από σχετική μελέτη του Πολυτεχνείου προκύπτει ότι κινδυνεύουμε να σκοτωθούμε 1000 φορές περισσότερο ταξιδεύοντας με αυτοκίνητο παρά με πλοίο.
Ακρογωνιαίος λίθος της ασκούμενης από το Υ.Ε.Ν. Ναυτιλιακής Πολιτικής προς προσέλκυση πλοίων του εξωτερικού στην Ελληνική σημαία είναι δύο βασικά νομοθετήματα που έχουν συνταγματική κατοχύρωση και δεν μπορούν να τροποποιηθούν με νεώτερους νόμους, παρά μόνο με αναθεώρηση του συντάγματος. Πρόκειται για το Νόμο 2687/1953 περί προστασίας εισαγομένων στην Ελλάδα κεφαλαίων υπό μορφή πλοίων και το Νόμο 27/1975 περί φορολογίας των πλοίων, που εξασφαλίζουν σταθερότητα στην οικονομική τους εκμετάλλευση. Εάν δεν υπήρχαν αυτοί οι συνταγματικώς κατοχυρωμένοι νόμοι, είναι αμφίβολο εάν θα υπήρχαν πλοία διεθνών μεταφορών υπό Ελληνική σημαία.

Οι προοπτικές για το μέλλον της ναυτιλίας μας είναι πολύ ευοίωνες, δεδομένου ότι οι επενδυτική δραστηριότητα του Ελληνικού εφοπλισμού είναι εντυπωσιακή. Συγκεκριμένα υπάρχουν σήμερα παραγγελίες στα μεγαλύτερα ναυπηγεία του κόσμου για τη ναυπήγηση πλέον των 300 μεγάλων πλοίων (φορτηγών, δεξαμενοπλοίων κλπ.) κόστους 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι επενδύσεις αυτές δανειοδοτούνται από το διεθνές τραπεζικό σύστημα, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ελληνικές χρηματοδοτήσεις ή επιδοτήσεις.
Ο περιορισμένος χώρος που μου έχει διατεθεί δεν επιτρέπει περαιτέρω ανάπτυξη του μεγάλου αυτού θέματος. Εν τούτοις νομίζω ότι από αυτά που προανέφερα συνοπτικά συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι η Ελληνόκτητη εμπορική ναυτιλία που είναι στελεχωμένη κυρίως με ικανότατους Έλληνες ναυτικούς και χαρακτηρίζεται από αναμφισβήτητη δυναμικότητα και ευελιξία προσαρμογής προσέφερε, προσφέρει και θα συνεχίσει να προσφέρει σημαντικά οφέλη στην εθνική και οικονομική ισχύ της χώρας μας.

Δημήτρης Ορφανός, Αντιναύρχος Λ.Σ. (ε.α), Επίτιμος Αρχηγός Λιμενικού Σώματος
 Προβληματισμοί της Ελληνικής Εταιρείας Στρατηγικών Μελετών

O μύθος της πόλης των Αθηνών

| Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

Ο Περικλής ρητορεύει στην Πνύκα. Philipp von Foltz, 1852. Ενδεικτικό του μύθου της κλασικής Αθήνας στη συνείδηση της Δύσης. Eικόνα ανδρείας και καλλιέργειας από μια πόλη-σύμβολο τού τι μπορεί να κατακτήσει μια κυρίαρχη κοινωνία ελεύθερων πολιτών, στην τέχνη, τον λόγο και τον στοχασμό. Tο έργο καταστράφηκε στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Πηγή: «Παγκόσμιος Iστορία», Eλευθερουδάκης, Αθήναι 1932)

Στην Ακρόπολη των Αθηνών, την άνοιξη του 1936, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ διαπίστωνε έκπληκτος ότι η πόλη πράγματι υπήρχε κι ότι δεν ήταν άλλη μια ανάμνηση από τις αφηγήσεις των σχολικών χρόνων. Τη συνειδητοποίηση αυτή την ονόμασε «διατάραξη της μνήμης», μια αναπάντεχη εισβολή της πραγματικότητας στον κοιμισμένο χώρο των μύθων: ένιωσε -όπως ο ίδιος έγραψε- σαν να έβλεπε μπροστά του το τέρας του Λοχ Νες.

Η έκπληξη του ψυχαναλυτή μαρτυράει, πέρα από οτιδήποτε άλλο, για τη βαρύτητα του μύθου των Αθηνών στη συλλογική συνείδηση του δυτικού κόσμου. Πράγματι, η Αθήνα είναι ένα από τα «δραστικά» τοπωνύμια στον χάρτη του ανθρώπινου πολιτισμού, που ενεργοποιεί ένα σύμπαν αναμνήσεων ανδρείας και καλλιέργειας, σύμβολο του τι μπορεί να κατακτήσει μια κυρίαρχη κοινωνία ελεύθερων πολιτών, στην τέχνη, τον λόγο και τον στοχασμό.

Oπως όλοι οι μύθοι έτσι και ο μύθος της Αθήνας θέλει να είναι αρχετυπικός: ένα βαθιά ριζωμένο παράδειγμα που δίνει το μέτρο των όσων ακολουθούν. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν αληθεύει και οι αναλύσεις έρχονται να πιστοποιήσουν ότι οι περισσότεροι ενεργοί μύθοι είναι επεξεργάσματα της νεωτερικότητας. Για τον λόγο αυτό θα επιχειρήσουμε μια άλλη «μνημονική διατάραξη» και θα περιγράψουμε σχηματικά την ιστορική τύχη της Αθήνας στις συνειδήσεις Ελλήνων και Δυτικών κατά τους πρώιμους νεώτερους χρόνους.

H πόλη - σύμβολο
Η Αναγέννηση διαθέτει πλήθος εστιών και απομακρύνεται από τη δισημία που κυριαρχούσε προηγουμένως, με τη σχεδόν αποκλειστική αναφορά στο δίπολο της χριστιανοσύνης, την Ιερουσαλήμ και την Ρώμη. Σταδιακά, μέσα από την αυξανόμενη πολυσημία των εστιών της, η Αναγέννηση καθίσταται άκεντρη. Ασφαλώς τα παλαιά κέντρα του μεσαιωνικού κόσμου, η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ, διατηρούν αλώβητη την αίγλη τους και τη συμβολική τους έλξη. Ο Πετράρχης, που θα δώσει τον τόνο των ουμανιστικών αναζητήσεων για δύο και πλέον αιώνες, θα επιχειρήσει το ταξίδι και στις δυο και θα περιγράψει τα αρχαία και τα ιερά μνημεία τους. Περισσότερο και από τα Ιεροσόλυμα, η Ρώμη, μετά την επιστροφή των παπών από την εξορία τους στην Αβινιόν, θα αποβεί ένας ισχυρός ιστορικός, πνευματικός και πολιτικός πόλος, που αντισταθμίζεται ωστόσο από εκείνους της Φλωρεντίας ή της Βενετίας. Κοντά στα ιταλικά κέντρα εξουσίας και πολιτισμού αναδύονται νέα, στα δυτικά και τα βόρεια. Σταδιακά, μέσα από την εργασία των ουμανιστών και των αρχαιογνωστών του 15ου και του 16ου αι., τα αναγεννησιακά κέντρα θα αποκτήσουν τη γενεαλογία τους, θα συνδεθούν με το ρωμαϊκό ή το κελτικό παρελθόν, ενώ τα περισσότερα από αυτά θα αποσκιρτήσουν με τη Μεταρρύθμιση από την ηγεμονία της Ρώμης.


Η γέννηση της Αθηνάς. Αντόνιο Λομπάρντο, 1506-1508. Δεξιά, ο Hφαιστος κρατώντας τον πέλεκυ με έναν Κύκλωπα σιδηρουργό. Αριστερά, ο Δίας υποφέρει πριν γεννηθεί από την κεφαλή του η Αθηνά. Μαρμάρινο ανάγλυφο που προέρχεται από την Αίθουσα των Zωντανών Λίθων του ανακτόρου των Eστε στη Φεράρα. Αγία Πετρούπολη, Μουσείο του Ερμιτάζ.

Οι έρευνες των μελετητών συγκλίνουν στη διαπίστωση της απουσίας των Αθηνών κατά την περίοδο της πρώιμης νεωτερικότητας, περίοδο που οριοθετείται από τον ουμανισμό του Πετράρχη στα μέσα του 14ου αι. και από το νέο επιστημονικό πνεύμα που προπαγανδίζει ο Νιούτον, στις αρχές του 17ου. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούνται από τον μικρό αριθμό των άμεσων αναφορών στην πόλη και την ιστορία της, από την εξαιρετικά περιορισμένη προσέλευση σε αυτήν επισκεπτών, και από τις κοινότοπες διαπιστώσεις για την ολοσχερή παρακμή της.
Το σχήμα αυτό αντικατοπτρίζει ορισμένες από τις κυρίαρχες όψεις της ιστορικής πραγματικότητας. Σίγουρα, η Αθήνα δεν σήμαινε για την αναγεννησιακή διανόηση αυτά που θα σημάνει αργότερα, από τον φθίνοντα 17ο αι. και μετά. Ωστόσο, θα ήταν αναλυτικό σφάλμα να εκλάβει κανείς ως απουσία από τον πολιτιστικό χάρτη της αναγεννησιακής Ευρώπης το στίγμα της Αθήνας.

Καθώς η αναγεννησιακή πόλη, η κοινωνία της, οι θεσμοί και ο πολιτισμός της παίζουν νέους, καθοριστικούς ρόλους δημιουργείται μια ψευδαίσθηση συγγένειας με τις πόλεις του αρχαίου κόσμου, ιδίως την Αθήνα, τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια, πράγμα που επισημαίνεται από τους ιστορικούς της εποχής. Εν τούτοις η αναγεννησιακή πόλη είναι ένα μόρφωμα της νεωτερικότητας και έχει σαν πυρήνα της την ηγεμονική αυλή, πράγμα που δεν έχει αρχαίο αντίστοιχο.

Δεν έχει έως τώρα διενεργηθεί καμία συστηματική έρευνα για την αναγεννησιακή πρόσληψη της Αθήνας, τους ρόλους και τις λειτουργίες της. Ωστόσο, η αθηναϊκή θεματολογία δεν απουσιάζει από την πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής. Ο Σαίξπηρ θα επιλέξει την αρχαία Αθήνα ως πλαίσιο δράσης του Τίμωνα, ενώ ο ιδρυτικός μύθος της πόλης, η διαμάχη μεταξύ Αθηνάς και Ποσειδώνα, συναντάται συχνά στην εικονογραφία της εποχής. Τα παραδείγματα των αναπαραστάσεων αυτών είναι πολλά, τα συναντάμε ακόμη και σε μετάλλια της εποχής, γεγονός που δηλώνει την ευρεία διάδοση του συμβόλου.

Ωστόσο, η συμβολική σηματοδότηση της Αθήνας ολοκληρώνεται στο πλαίσιο των αναγεννησιακών ηγεμονικών αυλών. Και εδώ τα παραδείγματα είναι πολλά, όπως το κεραμικό ανάγλυφο στο ανάκτορο των Μεδίκων Ρικάρντι, στη Φλωρεντία, φιλοτεχνημένο στα μέσα του 15ου αι., πιθανότατα από τον Ντονατέλο, που παρουσιάζει την αθηναϊκή διαμάχη των δύο θεών, ή το γλυπτό σύμπλεγμα που φιλοτέχνησε ο Λορέντζο Μπερνίνι για το σιντριβάνι της Βίλα Αντριάνα, στο Τίβολι.


Φανταστική αναπαράσταση της Αθήνας. H πόλη, με φλαμανδική εδώ αρχιτεκτονική μεταμφίεση, παρουσιάζεται, λόγω του ξεχωριστού της κύρους, επιβλητική και μνημειώδης. Μικρογραφία σε περγαμηνή, αγνώστου, από το Χρονικό του Ζαν ντε Κουρσί, 15ος αι. Αθήνα, Γεννάδειος Bιβλιοθήκη

Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρεται από την ιδιότυπη αναγέννηση της ηγεμονικής αυλής της Φεράρας. Ο γενεαλογικός μύθος των Αθηνών αποτελεί το θέμα της «Αίθουσας των Ζωντανών Λίθων» («Stodio de' prede vive»), στο δουκικό ανάκτορο του Αλφόνσου Α΄ των Eστε: ανάγλυφα, φιλοτεχνημένα από τον βενετσιάνο Αντόνιο Λομπάρντο ανάμεσα στα 1506 και 1508, εικονογραφούσαν τη γέννηση της Αθηνάς από την κεφαλή του Δία και την επικράτησή της στην Αθήνα. Η διακόσμηση ήταν εμπνευσμένη απευθείας από την περιγραφή του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα του Παυσανία. Η αίθουσα ήταν ο χώρος διαλογισμού του δούκα και ο διάκοσμός της συμβόλιζε την εγκατάλειψη της ένοπλης βίας, την επιστροφή στην ειρήνη και την καλλιέργεια της γνώσης.

Μια άλλη συμβολική λειτουργία της αρχαίας Αθήνας διαπιστώνεται στο πλαίσιο του ουμανιστικού χριστιανισμού. Πρόκειται για την περίφημη «Σχολή των Αθηνών», που ζωγράφισε στα 1540 ο Ραφαήλ για το επίσημο γραφείο του πάπα (Sala de la signatora) και που αναπαριστά την αρμονική σύζευξη της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη με τη χριστιανική θεολογία.

H φανταστική πόλη
Οι πόλεις, η ιστορία τους, τα αξιοθαύμαστά τους και οι διάσημοι κάτοικοί τους κυριαρχούν στη χειρόγραφη και την έντυπη παραγωγή του 15ου και του 16ου αι. Τα βιβλία των χρονικών και οι κοσμογραφίες θα αρθρώσουν ουσιαστικά τις αφηγήσεις τους γύρω από αυτές ενώ, παράλληλα, ένα νέο εγκυκλοπαιδικό είδος θα ανθήσει, οι άτλαντες των πόλεων, που θα αναδείξει τον αναγεννησιακό αστερισμό των πολλαπλών κέντρων.

Η Αθήνα είναι πάντα παρούσα στο δίκτυο των πολιτιστικών αστικών εστιών κατά τον πρώτο αιώνα της Αναγέννησης. Αυτό είναι απολύτως φυσικό καθώς -κοντά στην αρχαία αίγλη της- αποτελούσε ένα παράρτημα του δυτικού κόσμου στην ελληνική Ανατολή. Η συγκυρία μάλιστα θέλησε τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την οθωμανική κατάληψη, η Αθήνα να βρίσκεται στα χέρια του φλωρεντινού οίκου των Ατσαϊόλι.

Μέσα στο πυκνό πλέγμα περιγραφών και απεικονίσεων που προτείνει η Αναγέννηση, η Αθήνα παρουσιάζεται φανταστικά, όπως στην περίπτωση των αναπαραστάσεων που κοσμούν το Χρονικό της Νυρεμβέργης ή το Χρονικό του Ζαν ντε Κουρσί του 15ου αι. Η Αθήνα διαθέτει ξεχωριστό κύρος: είναι μνημειώδης και επιβλητική παρ' όλη τη γερμανική ή τη φλαμανδική αρχιτεκτονική της μεταμφίεση. Στο Χρονικό του Ζαν ντε Κουρσί, η πόλη παρουσιάζεται μάλιστα σε πλήρη οικοδομικό οργασμό.

Κατά το πρώτο μισό του 15ου αι. την αυλή των Ατσαϊόλι στην Αθήνα θα επισκεφθεί ο Φλωρεντίνος λόγιος Χριστόφορος Μπουοντελμόντι και ο εξ Αγκώνος Κυριακός. Ο πρώτος θα σχεδιάσει ένα μικρό χάρτη του δουκάτου, στον οποίο το κύριο βάρος πέφτει στη Θήβα, το οικονομικό κέντρο της περιοχής. Ο δεύτερος, μια από τις πλέον εξέχουσες μορφές του ουμανισμού, και ένας από τους προδρόμους της αρχαιολογίας, θα επισκεφτεί την πόλη δύο φορές, στα 1436 και στα 1444, θα την περιγράψει και θα αποτυπώσει τα μνημεία της. Από τα ελάχιστα σωζόμενα κατάλοιπα ή αντίγραφα έργων του Κυριακού (η ιστορία της αρχαιολογίας ξεκινά με μια καταστροφή, καθώς το έργο του Κυριάκου χάθηκε στην πυρκαγιά της βιβλιοθήκης των Σφόρτσα στα 1514), βλέπουμε τον αμέριστο θαυμασμό για την πόλη και τα μνημεία της: «Το πλέον εξαίρετο μνημείο ορθώνεται στην Ακρόπολη. Είναι ο μεγαλοπρεπής και αξιοθαύμαστος μαρμάρινος ναός της Αθηνάς Παλλάδας, το θείο έργο του Φειδία με τους 58 εξαίρετους κίονες. Παντού είναι στολισμένος με τα ευγενέστερα ανάγλυφα που σκαλίστηκαν ποτέ από χέρι γλύπτη».


Δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα. Σχέδιο του Kυριακού Αγκωνίτη, από τον κώδικα Χάμιλτον. «Παντού είναι στολισμένος με τα ευγενέστατα ανάγλυφα που σκαλίστηκαν ποτέ από χέρι γλύπτη», έγραψε ο Kυριακός για τον ναό της Αθηνάς Παλλάδος, «το θείο έργο του Φειδία». Αθήνα, Γεννάδειος Bιβλιοθήκη.

Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αι., η Αθήνα των Ατσαϊόλι διέθετε ορισμένα χαρακτηριστικά από την κουλτούρα των αναγεννησιακών πόλεων. Αυτό μπορεί να το συμπεράνει κανείς και από τους οδηγούς των αξιοθαύμαστων μνημείων της πόλης που κυκλοφορούσαν τότε, συνταγμένοι και στα ελληνικά. Eνα ενδιαφέρον στοιχείο των σύντομων αυτών ανώνυμων κειμένων είναι η ταύτιση του αρχαίου παρελθόντος με το σύγχρονο παρόν: «Εντός δε της πόλεως έστι το διδασκαλείον του Σωκράτους, εν ώ εισί κύκλω οι άνδρες και οι άνεμοι ιστορισμένοι. Κατά δύσιν δε τούτου ίστανται τα παλάτια του Θεμιστοκλέους. Και πλησίον τούτων εισίν οι λαμπροί οίκοι του πολεμάρχου ίστανται δε τα αγάλματα του διός έγγιστα τούτων... Προς δε τον νότον τούτων έστιν οίκος βασιλικός πλην ωραίος. Εις όν κατερχόμενος ο δούξ κατά καιρόν εις ευωχίαν εκινείτο. Εκεί εστι και η εννεάκρουνος πηγή, η καλλιρρόη. Εις ήν λουόμενος ανήρχετο εις τέμενος το της ήρας λεγόμενον...»

H έρημη πόλη
Η οθωμανική κατάκτηση έκλεισε βίαια την πόρτα που είχε ανοίξει ο ουμανισμός ανάμεσα στη λατινική Δύση και την ελληνική Ανατολή. Οι επισκέψεις των Δυτικών στην Αθήνα θα σταματήσουν, καθώς οι οικονομικοί και πολιτικοί ρόλοι της πόλης δεν δικαιολογούν πλέον την ένταξή της στα μεγάλα, διεθνή δρομολόγια. Oποια κι αν ήταν η πραγματικότητα, οι Δυτικοί προσλαμβάνουν την οθωμανική κυριαρχία στην Ελλάδα ως φυσική εξέλιξη μιας μακραίωνης παρακμής και ως θεία τιμωρία των σχισματικών Ελλήνων, των απογόνων εκείνων που κατέστρεψαν την Τροία.

Αν για τον Κριτόβουλο και για τους μεταγενέστερους αναλυτές ο Σουλτάνος εμφανιζόταν ως κληρονόμος και εκδικητής των Τρώων, δεν συνέβαινε το ίδιο για τους ουμανιστές. Στα τέλη του 15ου αιώνα, ο πάπας-κοσμογράφος, ο Αινείας Σύλβιος Πικολόμινι, θα θεωρήσει τους κατακτητές της Ελλάδας ως εχθρούς της πίστης και των γραμμάτων: «Αλίμονο, τόσες ισχυρές πόλεις από τη φήμη και τον πλούτο τους είναι σήμερα χαλάσματα. Εκεί όπου ορθώνονταν η Θήβα, η Αθήνα, οι Μυκήνες, η Λάρισα, η Σπάρτη και η πόλη της Κορίνθου, αν ψάξεις σήμερα για τα τείχη τους, δεν θα βρεις ούτε ερείπια... και τώρα που οι Τούρκοι νίκησαν και κατέχουν όσα εξουσίαζαν πρωτύτερα οι Eλληνες, φοβάμαι ότι για τα ελληνικά γράμματα σήμανε πλέον το τέλος...».

Η κοσμογραφία της Αναγέννησης, η πληρέστερη μορφή μεθοδικής και εγκυκλοπαιδικής θεώρησης, ορίζει το συμβολικό και γεωγραφικό σύμπαν του 15ου και του 16ου αι. Στις μεγάλες αυτές εγκυκλοπαιδικές συνθέσεις, η Ελλάδα και η Αθήνα θα έχουν τη θέση τους. Συνεχίζοντας το έργο του Ηρόδοτου και του Στράβωνα, του Πλίνιου, αλλά και του Ισίδωρου της Σεβίλλης, οι αναγεννησιακοί ιστοριοκοσμογράφοι (ο όρος οφείλεται στον Ζαν Μποντέν, 1560), όπως ο Σεμπάστιαν Μίνστερ, o Αντρέ Τεβέ ή o Φρανσουά Μπελφορέ, αφιερώνουν σελίδες και εικόνες στην αρχαία αίγλη και την τωρινή ερήμωση των Αθηνών, δίνοντας έμφαση στη φανταστική αναπαράσταση της ερειπωμένης πόλης. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης βρίσκεται ακόμη σε πρωτογενές στάδιο και τα ερείπια συμβολίζουν πάντοτε τη θεία δίκη και τη μοιραία κατάληξη της ανθρώπινης ματαιότητας.

Η Αθήνα των κοσμογράφων του 16ου αι. είναι συνάθροιση πολλαπλών ιστορικών στρωμάτων. Είναι πρώτιστα η πόλη του Αποστόλου Παύλου, του Αγνώστου Θεού και του Διονυσίου, του πρώτου χριστιανού επισκόπου της. Είναι ακόμη η πόλη του Θουκυδίδη, του Σωκράτη και του Πλάτωνα, αλλά και η πόλη των ρωμαϊκών χρόνων, όπως την περιγράφει ο Παυσανίας, ήδη ένα «αρχαιολογικό» αξιοθέατο. Τέλος, είναι η πόλη όπου η αλαζονεία των ανθρώπων τιμωρείται από τον Θεό.

Συναφής είναι και η αντιμετώπιση των Ελλήνων λογίων όσοι διαβιούν στην οθωμανική Ελλάδα. Οι Θρήνοι για την άλωση και την αιχμαλωσία της «Αττικής Αθήνας» που συντάσσονται στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, ταυτίζουν τη σύγχρονη με την αρχαία πόλη, τους Οθωμανούς κατακτητές με τους Πέρσες και αναφέρονται έμμεσα στη θεία τιμωρία. Αργότερα, σε κείμενα που προέρχονται από τον χώρο της Εκκλησίας, θα βρούμε την Αθήνα και τους κατοίκους της συνδεδεμένους με την αρνητική εικόνα του αρχαίου παγανιστικού πνεύματος, που απαξίωνε και καταδίκαζε η χριστιανική θεολογία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα παραμένει η οργή μιας εξέχουσας Αθηναίας αρχόντισσας και μοναχής του 16ου αι., της οσίας Φιλοθέης, όπως αποτυπώνεται σε ένα από τα ελάχιστα κείμενά της που σώζεται. Η αφορμή της οργής αυτής είναι δευτερεύουσας σημασίας (μια κτηματική διαφορά ανάμεσα στην εκκλησία και τους κατοίκους της πόλης). Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το γεγονός ότι η μοναχή Φιλοθέη αφού προσάψει όλα τα ελαττώματα στους συγχρόνους της Αθηναίους («αγοραίον γένος, αχρείον και άτιμον... βαρβαρόφωνον, φιλαίτιον, φιλοτάραχον...»), θα τους παραλληλίσει με τους αρχαίους κατοίκους των Αθηνών, που κυνήγησαν τους αρίστους ανάμεσά τους, τον Σωκράτη, τον Μιλτιάδη, τον Θεμιστοκλή: «Τοιούτοι πολλάκις Αττικοί», θα καταλήξει.

Στα τέλη του 16ου αιώνα (1575) ο Μαρτίνος Κρούσιος θα αναζητήσει πληροφορίες για την παρούσα κατάσταση των Αθηνών από τον Θεοδόσιο Ζυγομαλά. Προκειμένου να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό, ο Ζυγομαλάς, πέρα από την κατάθεση της προσωπικής του μαρτυρίας (είχε ο ίδιος επισκεφθεί την πόλη και είχε περιηγηθεί στις εξοχές της), θα κινητοποιήσει ένα ευρύ δίκτυο πληροφοριοδοτών και θα συγκεντρώσει στοιχεία σχετικά με τα μνημεία και την τοπογραφία των Αθηνών, την εκκλησιαστική τους διοίκηση, τα ήθη, την εκπαίδευση, τις οικογένειες και τις διαλέκτους του τόπου. Συγκινημένος, ο Κρούσιος θα ζητήσει μια αναπαράσταση της πόλης («ευξαίμην δ΄αν και απεικόνισμα») για να τη δείξει στους μαθητές του, και θα εκφράσει τη γνήσια συγκίνησή του που η πόλη αυτή, «εξ ής αι τέχναι και αι επιστήμαι πανταχόθεν διεσπάρησαν», υπήρχε πάντοτε, καθώς οι Δυτικοί ιστορικοί διαβεβαίωναν ότι είχε εκ βάθρων ανασκαφεί κι ότι απόμεναν μόνο καλύβες ψαράδων.

Tο ελληνικό κέντρο
Οι Eλληνες λόγιοι, ιδίως όσοι μετέχουν στον δυτικό ουμανισμό συντηρούν τη συνείδηση του ιστορικού ρόλου της Αθήνας. Προς αυτήν τη κατεύθυνση κινούνται δύο χαρακτηριστικοί διανοητές που σημάδεψαν, ο καθένας με τον τρόπο του, τις αρχαιογνωστικές αναζητήσεις του ελληνικού ουμανισμού και δρομολόγησαν τη συγκρότηση της νεοελληνικής ιδιοπροσωπίας: ο Νικόλαος Σοφιανός και ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος. Στο έργο και των δύο, η Αθήνα κατέχει κεντρική θέση.


Χάρτης των Αθηνών περί τα 1670, σχεδιασμένος από τους Καπουτσίνους της πόλης.
Χαλκογραφία, από την έκδοση L. De Laborde, «athenes ao XVe, XVIe et XVIIe siecle», Παρίσι, 1854.

Το πρώτο παράδειγμα προσφέρει ο Νικόλαος Σοφιανός με τον μεγάλο χάρτη της Ελλάδας που πρωτοεκδόθηκε στο Βατικανό στα 1540, κατά το ποντιφικάτο του Παύλου Γ΄. Πρόκειται για έναν μεγάλο ιστορικό χάρτη της ελληνικής Ανατολής (περιλαμβάνει όλη τη βαλκανική και τη δυτική Μικρά Ασία) που περιλαμβάνει τοπωνύμια από το ιστορικό φάσμα που εκτείνεται από τα ομηρικά έπη (Τροία) έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους (Νικόπολη, Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη). Στο γεωγραφικό κέντρο του χάρτη, με μια επιβλητική βινιέτα που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Αττικής, δεσπόζει η Αθήνα με τον Πειραιά και τα μακρά τείχη.

Η «εισαγωγή» στον χάρτη, γραμμένη από τον μαθητή του Eρασμου τον ελληνιστή Νικόλαους Γκέρμπελ (Βασιλεία, 1545) λύνει τις απορίες γύρω από το ποια ακριβώς είναι η Αθήνα του Σοφιανού: είναι η Αθήνα των κλασικών χρόνων, αλλά και εκείνη της διάδοσης του χριστιανισμού, όπως την είδε ο Απόστολος Παύλος και όπως την περιέγραψε ο Παυσανίας.

Στην κεντρική θέση της Αθήνας στον ελληνικό, αλλά και τον παγκόσμιο πολιτισμό θα εστιάσει την περιγραφή του και ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μήτρου, εκατόν πενήντα χρόνια μετά τον Σοφιανό. Η Παλαιά και Νέα Γεωγραφία ολοκληρώθηκε τα τελευταία χρόνια του 17ου αι., και φέρει έντονες επιρροές από τα διαδεδομένα εγχειρίδια αρχαιογνωστικής γεωγραφίας της ύστερης Αναγέννησης. Στο έργο αυτό ο Μελέτιος θα αφιερώσει δεκατρείς σελίδες στην Αττική, από τις οποίες οι μισές περίπου αφορούν την Αθήνα: «Εστάθη αύτη η πόλις μήτηρ και τροφός πασών των επιστημών και πάσης μαθήσεως, και ιστορίας. Αύτη καλείται υπό του Θουκιδίδου: Παίδευσις Ελλάδος· υπό Διοδώρου του Σικελιώτη: κοινόν πάντων ανθρώπων παιδευτήριον· υπό του Στράβωνος: σοφών οικητήριον. υπό του Αριστείδου: σοφίας πρυτανείον, και τα εξής. Εις αυτήν έτρεχον πλήθος ανθρώπων, ή διά να μάθωσιν, ή διά να διδάξωσι. Διότι η Ελλάς επέχει τον μέσον τόπον του Κόσμου, το μέσον της Ελλάδος η Αττική, το μέσον της Αττικής αι Αθήναι. Ωστε αύτη η πόλις εστάθη όντως η κατοικία των Σοφών, η Ελλάς της Ελλάδος, ψυχή, καρδία, οφθαλμός, και είτε άλλο καλόν και επαινετόν είποις».

Iστορικό κέντρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού
Τον καιρό που συγγράφει ο Μελέτιος τη Γεωγραφία του, στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αι. η Αναγέννηση έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της. Πρόσφατες έρευνες, ιδίως εκείνες της Νάσιας Γιακωβάκη, έχουν διερευνήσει τις διεργασίες της δυτικής «ανακάλυψης» της Αθήνας και φωτίσει την ανάδυση της πόλης στο δυτικό στερέωμα: η ευρωπαϊκή σκέψη αντιλαμβάνεται με ωριμότερο τρόπο, τόσο τον χαρακτήρα όσο και την προοπτική της νεωτερικότητας και διαχωρίζεται από το παρελθόν. Η εποχή της αρχαιολογίας χαράζει. Στο πλαίσιο αυτό συντελείται και η τελική στροφή του ενδιαφέροντος της δυτικής λογιοσύνης προς την ελληνική αρχαιότητα και ειδικότερα την Αθήνα.

Οι δρόμοι που έφεραν την Αθήνα στο προσκήνιο του δυτικού ενδιαφέροντος στα τέλη του 17ου αι. είναι πολλοί: η ωρίμαση της ιδέας της Ευρώπης ως οντότητας πολιτιστικής και η αναζήτηση των απαρχών της. Tο κλασικό ιδεώδες που επιβάλλει την αρχαία τέχνη ως πρότυπο της νεώτερης και η συνακόλουθη θεαματική αύξηση της ζήτησης αρχαίων καλλιτεχνημάτων. H τελευταία φάση του ενετοτουρκικού ανταγωνισμού που θα οδηγήσει στην απώλεια της Κρήτης και στην πρόσκαιρη βενετική κατάκτηση των νότιων ελληνικών περιοχών. H οικονομική διείσδυση στην οθωμανική Ανατολή των ευρωπαϊκών συμφερόντων και η εγκατάσταση προξένων στη Αθήνα. H εγκατάσταση των καθολικών μοναχικών ταγμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Πράγματι, στη γνωριμία της Αθήνας ενεπλάκησαν άμεσα όσο και έμμεσα οι Ιησουίτες και οι Kαπουτσίνοι που στο μέσον του 17ου αι. εγκαθίστανται στην πόλη (1641 οι Ιησουίτες, 1659 οι Καπουτσίνοι). Μια από τις πρώτες μεθοδικές περιγραφές της Αθήνας, είναι εκείνη του Ιησουίτη αδελφού Μπαμπέν, η οποία δίνει έμφαση στη μνημειακή τοπογραφία της πόλης, ενώ στη μονή των Καπουτσίνων της Αθήνας, που περιλάμβανε στα τείχη της και το μνημείο του Λυσικράτη, οι μοναχοί χαρτογραφούσαν την πόλη και τις αρχαιότητές της, φιλοξενούσαν τους πρώτους επισκέπτες, συνέλεγαν και μελετούσαν αρχαιολογικά ευρήματα.

Στα 1674 πραγματοποιείται η επίσκεψη του Γάλλου πρέσβη μαρκησίου του Νουαντέλ, ο οποίος με το κύρος του καταφέρνει να περιηγηθεί στην Ακρόπολη. Ο ζωγράφος του πρέσβη, Ζακ Κάρεϊ, θα αποτυπώσει τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, λίγο πριν την έκρηξη που επέφερε σημαντικές ζημιές στο μνημείο κατά την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τον Μοροζίνι (1687). Ακολουθούν οι επιτόπου αρχαιολογικές έρευνες των Ζακόμπ Σπον και Τζορτζ Γουίλερ (1676). Οι εκδόσεις που θα προκύψουν, με τις αναλυτικές τους περιγραφές των θησαυρών της Αθήνας θα στρέψουν προς την πόλη αυτήν την προσοχή των φιλότεχνων και της διανόησης: η Αθήνα θα ενταχθεί στο ευρετήριο των ιστορικών κέντρων του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Από τα 1680 και μετά θα πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο επισκέψεις, αναλύσεις, εκτιμήσεις και περιγραφές. Αθηναϊκές εικόνες και κείμενα θα κατακλύζουν το δυτικό κοινό. Ο μύθος της πόλης έχει αρχίσει τον νέο κύκλο του.

Γιώργος Τόλιας, Ιστορικός, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό Iδρυμα Ερευνών
Καθημερινή

Ευρετήριο αναρτήσεων

| Σάββατο 25 Απριλίου 2009

Γίνεται φόρτωση του ευρετηρίου.
Παρακαλώ περιμένετε..