Αίθυια

Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο

| Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Βυζαντινά διδασκαλεία

Η μελέτη της δομής και λειτουργίας της εκπαίδευσης στο Βυζάντιο δεν έχει αναπτυχθεί σε αξιόλογο βαθμό, κυρίως λόγω απουσίας ικανοποιητικού όγκου πληροφοριών. Η γνώση διαφόρων πτυχών του θέματος είναι μόνο επιφανειακή και συνήθως γίνονται αναγωγές σε παλαιότερες εποχές με βάση μεταγενέστερες πληροφορίες και πρότυπα. Οι συγγραφείς που αναφέρονται σ' αυτό τον κύκλο θεμάτων διαπιστώνουν συνήθως εκστατικά ότι, «η εκπαίδευση στο Βυζάντιο διαπνέεται από πνευματικότητα», το οποίο δεν σημαίνει περίπου τίποτα αφού, μεθερμηνευόμενο σε απλούστερα ελληνικά δηλώνει ότι, η εκπαίδευση εκείνης της εποχής χαρακτηρίζεται από «πνευματικό περιεχόμενο»! Αλλά αυτό έπρεπε να θεωρείται τελείως αυτονόητο, όταν γίνεται λόγος για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που λειτούργησε με τη μια ή την άλλη μορφή επί περίπου 11 αιώνες και διαδέχθηκε τα ελληνορωμαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα της ύστερης Αρχαιότητας.

Ερμηνεύοντας την πνευματικότητα που μαρτυρείται στο βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα και κρίνοντας από το γεγονός ότι για μεγάλες χρονικές περιόδους της ύπαρξής του, αποκλειστική πηγή για άντληση πληροφοριών είναι οι βίοι Αγίων, συμπεραίνουμε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα του Βυζαντίου είναι υποταγμένο, όπως και οι υπόλοιποι τομείς της κοινωνικής ζωής του Μεσαίωνα εξ άλλου, στον εκκλησιαστικό μηχανισμό και διέπεται από θρησκοληψία.

Ο Ιστορικός McCabe αξιολογεί την παραγωγή πολιτιμού στο Βυζάντιο διαπιστώνοντας ότι η βυζαντινή εποχή, «... επί 11 ολόκληρους αιώνες δεν κατόρθωσε να παραγάγει ούτε ένα βιβλίο που να διαβάζεται σήμερα από καλλιεργημένο άνθρωπο». προφανώς εξαιρεί τα βιβλία θρησκευτικού πριεχομένου. 'Αλλοι φιλοβυζαντινά στρατευμένοι ιστοριογράφοι επινόησαν ένα «μυστηριακό τρόπο λειτουργίας πάνω σε μεταφυσικές βάσεις» της βυζαντινής κοινωνίας (Καμπερίδης στο St. Runciman, Η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση, κι έτσι αποφεύγουν τον κίνδυνο επιστημονικής απάντησης για την ποιότητα και το επίπεδο του βυζαντινού πολιτισμού κατά τον ανατολικό Μεσαίωνα.

Οι μαθητές των πρώτων αιώνων του Βυζαντίου σπούδαζαν με εθνικούς καθηγητές και μελετούσαν μόνο τις γνώσεις της ελληνορωμαϊκής εποχής από «παλιά» συγγράμματα. Γι' αυτό, σύμφωνα με τις διδαχές του Μ. Βασιλείου, επισκόπου Καισαρείας, οι μαθητές έπρεπε σ' αυτές τις περιπτώσεις «να πάρουν από τη φιλολογία τα καλά, όπως οι μέλισσες συλλέγουν το μέλι τους από τα λουλούδια.» Επίσης, οι μαθητές, αν και μάθαιναν και μιμούνταν την πρακτική και τη χάρη της ρητορικής, εν τούτοις απέφευγαν τη «φλυαρία» και τα «ψεύδη». Από τη σημερινή σκοπιά μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι, ακριβώς το περιεχόμενο του ελληνικού πνεύματος που δεν επιτρεπόταν να εμπεδώσουν οι σπουδαστές, λειτουργούσε με τη λογική και την πειστικότητά του στο υποσυνείδητο των αποφοίτων και εκδηλωνόταν σε πολλές περιπτώσεις ευεργετικά, όταν οι πολιτικές περιστάσεις το επέτρεπαν και δεν υπήρχαν επαγγελματικές αναστολές.

Σε όλη τη βυζαντινή ιστορία υπήρχαν ενστάσεις από πλευράς του εκκλησιαστικού μηχανισμού για τη χρήση στην εκπαίδευση εθνικών βιβλίων. Πρότυπο υπηκόου και μοναχού ήταν για τους παράγοντες του εκκλησιαστικού μηχανισμού ο αμόρφωτος άνθρωπος. Υπάρχουν πολλά κείμενα που επαναλάμβαναν τα ερωτήματα διαφόρων «πατέρων», τί ανάγκη έχουν οι πιστοί να βρωμίζουν το μυαλό τους με αηδιαστικές ιστορίες θεών (π.χ. στον Όμηρο), αφού το μόνο θεμιτό ενδιαφέρον για τους ανθρώπους είναι η σωτηρία της ψυχής τους; Τί ανάγκη έχουν οι χριστιανοί να μάθουν γράμματα, αφού είχαν το μυαλό τους και τις γραφές για να κατακτήσουν τη βασιλεία των ουρανών; (Αντώνιος εξ Αιγύπτου, αναλφάβητος ο ίδιος και ιδρυτής του μοναχισμού) (C. Mango: «Βυζάντιο») Στο χριστιανικό δίλημμα «μυαλό ή γράμματα», προφανώς δινόταν προτίμηση στην αγραμματοσύνη!

Τον 4ο αιώνα είχε ωριμάσει η ιδέα να δημιουργηθούν χριστιανικά σχολεία, αντίστοιχα με τις ραβινικές σχολές των Εβραίων. Αυτή η ιδέα δεν υλοποιήθηκε, γιατί υπήρχε έλλειψη κατάλληλων διδακτικών βοηθημάτων και επειδή, ακόμα και επιφανείς παράγοντες του χριστιανισμού, θεωρούσαν τα ελληνικά κείμενα της Βίβλου άκομψα και πολύ κατώτερα εκείνων της ελληνικής γραμματείας. Στη δεκαετία του 360, όταν ο αυτοκράτορας Ιουλιανός απαγόρεψε να διδάσκουν οι χριστιανοί αντικείμενα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, μετέτρεψε ο χριστιανός ρήτορας και θεολόγος Απολλινάριος (310-392) την Παλαιά Διαθήκη σε έμμετρο κείμενο, αξιοποιώντας όλες τις αρχαίες ποιητικές τεχνικές και την Καινή Διαθήκη σε πλατωνικούς διαλόγους. Αυτή η προσπάθεια εγκαταλήφθηκε γιατί, αφενός τα αποτελέσματα είχαν τεράστια ποιοτική διαφορά σε σύγκριση με τα αρχαία κείμενα, αφετέρου οι εκκλησιαστικοί παράγοντες δεν έβρισκαν οτιδήποτε απορριπτικό στη Βίβλο για την ελληνική παιδεία (Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία, v18.)

Υπήρξαν εποχές, όπου η εκπαίδευση βρίσκεται σε παρακμή, όπως παρατηρεί ο Μιχαήλ Ψελλός (11ος αιώνας) για τις εποχές των Νικηφόρου Β', Ιωάννη Τσιμισκή και Βασιλείου Β'. Σε άλλες εποχές, μεραγενέστερες του Ψελλού, όπως αυτής των Παλαιολόγων, αναφέρεται μια σχετική άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών και γι' αυτό χαρακτηρίζεται αυτή η εποχή ως αναγεννησιακή, σίγουρα καθ' υπερβολήν. Κι αυτό γιατί δεν αναγεννάται αυτή τη χρονική περίοδο στο Βυζάντιο οτιδήποτε κοιμισμένο ή χαμένο, αλλά βελτιώνονται απλώς κάποιες τεχνικές και αντιλήψεις, πιθανόν στα πλαίσια μιας επίδρασης από τη Δύση (βλέπε και επόμενα). Αντίθετα, στη Δύση δηλώνεται την ίδια εποχή ευθαρσώς ότι στόχος είναι η αναγέννηση της ελληνορωμαϊκής τέχνης και φιλοσοφίας.

Το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα κληρονόμησε, όπως είναι φυσικό, την ελληνιστική παράδοση. Βασικός άξονας της εγκύκλιας παιδείας ήταν στο Βυζάντιο, όπως και στην ελληνιστική εποχή, οι δύο κύκλοι σπουδών, ο πρώτος με δάσκαλο το γραμματιστή (για παιδιά από ηλικία 7 ετών) και ο δεύτερος με το γραμματικό ή μαΐστορα (για παιδιά από ηλικία 12 ή 14 ετών). Ο γραμματιστής δεν διέθετε κατά κανόνα τυπικά προσόντα και κατείχε μια αρκετά χαμηλή κοινωνική θέση, κάτι σαν τεχνίτης (C. Mango: «Βυζάντιο»). Το ακροατήριο στα σχολεία αποτελείται αποκλειστικά από αγόρια. Για τα κορίτσια προβλέπεται, σύμφωνα με διάσπαρτες πληροφορίες, η χειροτεχνία και η γνώση των Ιερών Γραφών. Το βυζαντινό σχολείο παρέμεινε, κατά κύριο λόγο, ίδρυμα τους ενός προσώπου, δηλαδή του εκάστοτε διδάσκοντα. Όσα από τα παιδιά της ανώτερης ή μέσης κοινωνικής τάξης δεν πήγαιναν στο ιδιωτικό σχολείο και δεν διδάσκονταν από τους ίδιους τους γονείς, παρέμεναν για κάποια χρόνια σε μοναστήρι, όπου διδάσκονταν «ιερά βιβλία» και αποστήθιζαν το Ψαλτήρι. (Georgina Buckler: «Η βυζαντινή εκπαίδευση» στό το βιβλίο Baynes-Moss: «Βυζάντιο»).

Το βασικό εκπαιδευτικό ίδρυμα που δίνει την «εγκύκλιο εκπαίδευσιν» ονομάζεται σχολείον, μουσείον, ακροατήριον ή διδασκαλείον. Τα παιδιά κάθονται, σύμφωνα με περιγραφές σε θρανία ή στο πάτωμα ή στέκονται όρθια και κρατούν στα χέρια αντίγραφο του κειμένου που θα μελετήσουν. Στη Βηρυτό τα σχολεία λειτουργούσαν κατά τον 5ο αιώνα τα απογεύματα, ενώ στην Αντιόχεια μόνο τα πρωινά. Σε μερικά επαρχιακά σχολεία η διδασκαλία ήταν ολοήμερη, με ένα διάλειμμα για μεσημεριανό φαγητό. Τα παιδιά που βρίσκονταν σε τιμωρία έμεναν νηστικά.

Αντικείμενο διδασκαλίας είναι τα έργα του Διονυσίου του Θρακός (1ος αιώνας π.Χ.), του Ερμογένη τoυ Ταρσέως (Ξυστήρα, 2ος αιώνας μ.Χ.) και, εκτός από τον Όμηρο, σημαντικού αριθμού κλασικών συγγραφέων. Με την πάροδο του χρόνου εισάγονται νέα εγχειρίδια, κυρίως επιτομές του Ερμογένη, όπως τα «Προγυμνάσματα του Αφθονίου», η Γραμματική του Χοιροβοσκού, τα σχόλια στον Αφθόνιο που συνέγραψε ο Ιωάννης επίσκοπος Σάρδεων κλπ. Ο Θεοδοσιανός Κώδικας θέσπισε τη φοροαπαλλαγή των διδασκόντων, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν κατά κύριο λόγο ελληνίζοντες εθνικοί. Αυτό το μέτρο διήρκεσε μέχρι τα τέλη του 5ου αιώνα, οπότε το έτος 489 απαγορεύτηκε η διδασκαλία από μη χριστιανούς. Ο Ιουστινιανός επιβεβαιώνει με Νεαρά αυτή την απαγόρευση και καταργεί τις φοροαπαλλαγές στις απολαβές όλων των διδασκόντων.

Η αυτοκράτειρα Αθηναΐς που βαφτίστηκε χριστιανή, πριν παντρευτεί τον Θεοδόσιο Β', οπότε πήρε το όνομα Ευδοκία, μεταμόρφωσε στη δεκαετία του 430, σε συνεργασία με τον έπαρχο του Πραιτωρίου της Κων/πολης, Κύρο Πανοπολίτη, Έλληνα ποιητή, φιλόσοφο και «εραστή της τέχνης (Norwich,)», το σχετικά μέτριο εκπαιδευτικό ίδρυμα που είχε συσταθεί επί αυτοκράτωρος Κων/νου, σε μεγάλο και διακεκριμένο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα (με σημερινή ορολογία: πανεπιστήμιο). Αυτό το ίδρυμα ήταν ένα αντίβαρο προς το ελληνιστικό πανεπιστήμιο της Αθήνας.

Στα πανεπιστήμια διορίζονται ως διδάσκοντες Λατίνοι και Έλληνες, όπου οι δεύτεροι είναι πολύ περισσότεροι. Από τον 4ο αιώνα και μετά γλώσσα διδασκαλίας είναι η ελληνική, η λατινική υποχωρεί, αν και ο Codex Iustinianus, η κωδικοποίηση του βυζαντινού δικαίου κατά τον 6ο αιώνα, δημοσιεύτηκε στα λατινικά. Σε ορισμένες πανεπιστημιακές σχολές, κυρίως της Νομικής, έπρεπε οι διδάσκοντες να γνωρίζουν λατινικά. Πάντως η λατινική γλώσσα αρχίζει να επανέρχεται σε χρήση κατά το 14ο και 15ο αιώνα, όταν εντατικοποιείται η επικοινωνία Ανατολής Δύσης, στα πλαίσια των συζητήσεων για μια πιθανή επανένωση των εκκλησιών.
Σημαντικότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερου επιπέδου στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο ήταν αυτό της Βηρυτού, ιδίως η Νομική Σχολή της. Ο ελληνορωμαϊκός κόσμος δεν είχε πανεπιστήμια και, αν και υπήρχαν μερικές ακαδημίες και σχολές στο Βυζάντιο μεγάλης κλίμακας, δεν ταιριάζουν απόλυτα με την περιγραφή του πανεπιστημίου, όπως διαμορφώθηκε στη Δύση, ως χώρου όπου η γνώση διαφυλάσσεται και συγχρόνως διευρύνεται και μεταδίδεται συστηματικά μέσω προγραμμάτων διδασκαλίας και εξετάσεων. O ελληνικός όρος πανεπιστήμιο είναι σύγχρονος. Με διάταγμα του Ιουστινιανού ανακηρύχθηκε η Βηρυτός, μαζί με την Κων/πολη και τη Ρώμη «τροφός των νόμων». Με το ίδιο διάταγμα ορίστηκε δε ότι, οι σπουδαστές της Βηρυτού, των οποίων οι σύλλογοι είχαν δημιουργήσει «οχλοκρατικά γεγονότα» και είχαν επιδοθεί στη «μαγεία», θα ελέγχονταν, εκτός από τους καθηγητές, από τον κυβερνήτη της Φοινίκης και τον αρμόδιο επίσκοπο.

Η ζωή των σπουδαστών περιγράφεται ως έκλυτη, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό εκείνη την εποχή. Πάντως, πολλοί σπουδαστές βαφτίζονταν χριστιανοί μετά το τέλος των σπουδών τους, είτε από υποχρέωση για να μπορούν να καταλάβουν κάποιο αξίωμα, είτε από πεποίθηση, αφού θα παραγράφονταν πλέον όλες οι «αμαρτίες» της φοιτητικής ζωής. Το έτος 531 έγινε στην περιοχή ένας μεγάλος σεισμός και η πόλη της Βηρυτού καταστράφηκε σε σημαντικό βαθμό. Έκτοτε το πανεπιστήμιο αυτής της πόλης δεν συνήλθε και αργότερα η περιοχή πέρασε στην κυριαρχία των Αράβων.

Την εποχή του Ιουστινιανού διαδέχεται μια παρακμή του εκπαιδευτικού συστήματος, η οποία οφείλεται στα «άδεια ταμεία» που άφησε ο συγκεκριμένος αυτοκράτωρ και στην ανάγκη για αντιμετώπιση όλο και περισσότερων εξωτερικών εχθρών. Επιβαρυντικός παράγων ήταν επίσης η σταδιακή εξαφάνιση των πόλεων, οπότε στις επαρχίες διασώθηκε μια μορφή στοιχειώδους εκπαίδευσης, στην οποία διδασκόταν το Ψαλτήρι. Τα σχολεία της μέσης βαθμίδας λειτουργούσαν μόνο στα αστικά κέντρα και το διδακτικό τους πρόγραμμα περιλάμβανε τα αντικείμενα της τριτύος (trivium), δηλαδή Γραμματική, Ρητορική και Φιλοσοφία καθώς και τα αντικείμενα της μαθηματικής τετρακτύος (quadrivium), δηλαδή Αριθμητική, Γεωμετρία, Αστρονομία και Μουσική, όπως είχαν καθιερωθεί από την εποχή του Ισοκράτη. Η ανώτερη εκπαίδευση, αυτή που θα αποκαλούσαμε σήμερα πανεπιστημιακή, περιορίστηκε στην πρωτεύουσα χωρίς να βρίσκεται υπό την αιγίδα του κράτους. Έκφραση αυτής της παρακμής που κράτησε περί τους τρεις αιώνες, είναι η απομάκρυνση των λογίων από τη μελέτη των κλασικών γραμμάτων. (Ν. Καλογεράς, ΙΣΤΟΡΙΚΑ, τεύχος 9: «Η εκπαίδευση στα χρόνια της Εικονομαχίας»)

Το Πανδιδακτήριο της Κων/πόλης, κάτι σαν το σημερινό πανεπιστήμιο, έσβηνε και τελευταίος καθηγητής του φαίνεται ότι ήταν ο Στέφανος Αλεξανδρεύς, ο οποίος μετακλήθηκε στην πρωτεύουσα από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο μετά το έτος 610. Μετά τον Στέφανο, οι φοιτητές πήγαιναν στην Τραπεζούντα για να σπουδάσουν θετικές επιστήμες, στον Τυχικό, παλαιό στρατιωτικό, ο οποίος δεν είχε δεχτεί πρόσκληση του Ηράκλειου να διδάξει στην πρωτεύουσα. Μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα μοναδικός που αναφέρεται ότι έχει διδάξει στο Πανδιδακτήριο είναι ο Χοιροβοσκός (C. Mango: «Βυζάντιο»).

Από τον 6ο μέχρι το 10ο αιώνα υπάρχουν ελάχιστες διάσπαρτες πληροφορίες για το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως και για την υπόλοιπη κοινωνική ζωή στο Βυζάντιο. Στα πλαίσια της εικονομαχίας που άρχισε επίσημα στη δεκαετία του 730, συνέβησαν διάφορα έκτροπα σε βάρος της εκπαίδευσης και των Εκπαιδευτικών, για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες μόνο από την πλευρά των «εικονολατρών» που επικράτησαν τελικά. Λέγεται, λοιπόν, ότι εγκαταλήφθηκε στην τύχη του το Πανδιδακτήριο της Πόλης, έως ότου κατέρρευσε τελείως, ίσως δε και να πυρπολήθηκε και θανατώθηκαν καθηγητές, οι οποίοι ήταν αντίθετοι με την αποκαθήλωση των εικόνων. Δεν είναι όμως απίθανο να αποτελούν αυτές οι πληροφορίες μυθοπλασίες γύρω από ένα πυρήνα αλήθειας, με στόχο την αμαύρωση της μνήμης του Λέοντα Γ' (717-741) που θεωρείται γενικά υπεύθυνος για την «απαιδευσία» και «αμάθεια», στην οποία βρέθηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία. Πιθανότερο είναι να φορτώνονται στο συγκεκριμένο αυτοκράτορα εκ των υστέρων οι «αμαρτίες» της πολιτικής των δεκαετιών και αιώνων μετά τον Ιουστινιανό.

Κάποιες άλλες πληροφορίες για τον 9ο αιώνα αναφέρουν ότι ο Βάρδας, καίσαρας από το έτος 862, θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ', του ονομαζόμενου «μεθύστακα», ξανάδωσε ζωή στο Πανδιδακτήριο. Ο Βάρδας εγκατέστησε αυτό το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο ανάκτορο της Μαγναύρας υπό τη διεύθυνση του Λέοντος του Μαθηματικού από τη Θεσσαλία (έζησε μεταξύ 790 και 869 μ.Χ.), ο οποίος δίδαξε σ' αυτό την τετρακτύ. Λέγεται ότι ο διορισμός του Λέοντα σε «εκκλησιαστική σχολή» και η ανάθεση σ' αυτόν του Πανδιδακτηρίου έγινε, όταν ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος πληροφορήθηκε ότι ο χαλίφης της Βαγδάτης Αλ Μαμούν είχε επιχειρήσει να προσελκύσει αυτόν τον κορυφαίο αλλά μεμονωμένο ερευνητή, στην Αυλή του.
Οι σημαντικότερες μαρτυρίες του 10ου αιώνα προέρχονται από το «Βίο του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη» και από το «Επιστολάριον του ανωνύμου καθηγητή του Λονδίνου». Κυριότερα συμπεράσματα είναι ότι το σχολείο στο Βυζάντιο συνεχίζει να είναι ιδιωτικός θεσμός και η χρηματοδότησή του γίνεται από τα δίδακτρα που καταβάλουν οι μαθητές. Τα δίδακτρα αυτά ονομάζονται μισθός. Αυτή την εποχή λειτουργούν στην Κων/πολη πέντε ιδιωτικά σχολεία και μεταξύ των διδασκόντων υπάρχει έντονος ανταγωνισμός για προσέλκυση μαθητών.
Μερικοί ερευνητές έχουν εκφράσει την άποψη ότι λειτουργεί ήδη και μία συντεχνία καθηγητών, αλλά σε άλλους φαίνεται υπερβολική αυτή η άποψη. Οι διδάσκοντες δεν έχουν φορολογική απαλλαγή και τα έσοδά τους είναι χαμηλά, γι' αυτό ασκούν παράλληλα άλλα επαγγέλματα, όπως του αντιγραφέα χειρογράφων, του ψάλτη σε ναούς κ.ά. Οι εκπαιδευτικοί διακρίνονται σε παιδευτές και διδασκάλους και η άνοδος από την πρώτη στη δεύτερη βαθμίδα γίνεται με εσωτερική εκλογή, εφόσον υπάρχουν αρκετοί εκπαιδευτικοί στο σχολείο.

Τον 11ο αιώνα έξι τουλάχιστον σχολεία σχετίζονται άμεσα με το Πατριαρχείο της Πόλης. Αν και η εκπαιδευτική πολιτική ασκείται από το κράτος, υφίσταται σύστημα εσωτερικής συνοχής μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας ώστε, αφενός να εξασφαλίζεται η αναπαραγωγή των απαραίτητων στελεχών για τη διοίκηση και τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, αφετέρου να αποτρέπονται έγκαιρα παραφωνίες και παρεκκλίσεις, όπως συνέβη στην περίπτωση των Μιχαήλ Ψελλού και Ιωάννη Ιταλού. Ο Ψελλός δίδασκε, εκτός από Φιλοσοφία, άλλα έντεκα μαθήματα, ανάμεσά τους την τετρακτύ που αναφέρθηκε στα προηγούμενα. Είχε τον τίτλο του «ύπατου φιλοσόφου» και θεωρείτο «η ψυχή» της εκπαίδευσης, ήταν δε επίσης σύμβουλος του αυτοκράτορα. Παρ' όλα αυτά, υποχρεώθηκε να απαρνηθεί διάφορες φιλοσοφικές απόψεις του και να δηλώσει δημόσια ότι είναι «ορθόδοξος».

Ο διάδοχος στο βαθμό του «ύπατου φιλοσόφου» και μαθητής του Ψελλού, Ιωάννης Ιταλός, γιος Νορμανδού μισθοφόρου από την Κάτω Ιταλία, απομακρύνθηκε από την εκπαίδευση, χαρακτηρίστηκε «ελληνόπληκτος και δαιμονόπληκτος στασιαστής κατά της Νέας Ρώμης» και καταδικάστηκε σε εγκλεισμό μέχρι το θάνατό του σε μοναστήρι, επειδή δίδασκε «αιρετικές αντιλήψεις». Προηγουμένως, είχε σωθεί ο Ιταλός, καταφεύγοντας στον τρούλο της Αγίας Σοφίας, από το λιντσάρισμα «αγανακτισμένων πιστών» που είχαν επιστρατευτεί από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Επί 50 χρόνια, μετά την απομάκρυνση του Ιταλού, έμεινε κενή η θέση του ύπατου φιλοσόφου και τελικά διορίστηκε σ' αυτή από τον Μανουήλ Α' ένας διάκονος της Αγίας Σοφίας. Όταν κατέλαβαν οι Λατίνοι την Κων/πολη το έτος 1204, οπότε λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν διάφορες βιβλιοθήκες της Πόλης, ζητήθηκε από τον πάπα να επιτραπεί η ίδρυση εκεί ενός Λατινικού Πανεπιστημίου. Ο πάπας δεν μπόρεσε όμως να εγκρίνει το αίτημα, γιατί διαφώνησε στην ιδέα, λόγω του αναμενόμενου ανταγωνισμού, το πανεπιστήμιο των Παρισίων.


Ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Αυτοκράτωρ

Οι ερευνητές υπολογίζουν από συναφή στοιχεία ότι, περί τα μέσα του 10ου αιώνα το σύνολο των μαθητών στην Κων/πολη δεν ξεπερνούσε τους 300 και αυτός ο αριθμός δεν φαίνεται να ήταν διαφορετικός έναν αιώνα πριν ή μετά. Όμως, από αυτό τον αριθμό «μορφωμένων» και από το περιορισμένο πρόγραμμα σπουδών, από μια αναλαμπή του θεσμού της δουλείας κατά τον 9ο και 10ο αιώνα, όπως προκύπτει από δικαστικές αποφάσεις της εποχής (Πείρα) και από τον περιορισμένο αριθμό αξιόλογων λογίων, οι οποίοι σχεδόν αποκλειστικά ασχολήθηκαν με την υμνογραφία, ανθολογία πατερικών κειμένων και βιογραφίες πατριαρχών, εκτιμάται ότι οι αναφορές σε ένα «πρώτο βυζαντινό ουμανισμό» και άλλα σχετικά, αποτελούν υπερβολές και επινοήσεις μεταγενέστερων ιστορικών που ενδιαφέρονταν, με γνώση των ύστερων εξελίξεων σε Ανατολή και Δύση, να προσδώσουν μια αίγλη στη βυζαντινή εποχή (Α. Μαρκόπουλου: «Οργάνωση του σχολείου στο Βυζάντιο», στον τόμο πρακτικών συνεδρίου «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο»).
Οι μόνοι λόγιοι της μεσοβυζαντινής εποχής που ξεφεύγουν από τη μετριότητα είναι ο Λέων ο Μαθηματικός και ο πατριάρχης Φώτιος ο οποίος, πέρα από το βιβλιογραφικό του κατάλογο Μυριόβιβλος («Απογραφή και συναρίθμησις των αναγνωσμένων ημίν βιβλίων») και το Λεξικό του, έχει μείνει στην Ιστορία για τις πολιτικο-θρησκευτικές του ίντριγκες. Για τους υπόλοιπους ισχύει η εκτίμηση του Σ. Μιχόπουλου (C. Mango: «Βυζάντιο...») «...απλώς έγραφαν και διάβαζαν τα αρχαία αριστουργήματα... Έγραφαν στην ελληνική γλώσσα, ονόμαζαν όμως τους εαυτούς τους Ρωμαίους... Εκπροσωπούσαν μια κατάσταση πραγμάτων που απαρτιζόταν από ποικίλα συστατικά, εκ των οποίων το κυριότερο ήταν ο χριστιανικός βίος... Έφεραν μέσα τους πολλά, όχι όμως τον Ελληνισμό.»

Ένας άλλος τρόπος για να εκτιμήσουμε κατά προσέγγιση τον όγκο του μορφωμένου λαού κατά τα βυζαντινά χρόνια είναι να εξετάσουμε τη λογοτεχνία από τον 4ο μέχρι το 15ο αιώνα. Η ελληνόφωνη λογοτεχνία αυτών των 11-12 αιώνων εκτιμάται ότι μπορεί να συμπεριληφθεί συνολικά σε 2-3 χιλιάδες τόμους κανονικού μεγέθους. Για τη λογοτεχνία στις άλλες γλώσσες του ανατολικού κράτους, αρμενική, συριακή, καππαδοκική κ.ά., δεν υπάρχουν εκτιμήσεις, δεν φαίνεται να ήταν όμως ποσοτικά αξιόλογη. Αυτά λοιπόν τα λογοτεχνικά κείμενα στην ελληνική γλώσσα, όσα έχουν διασωθεί φυσικά, γράφτηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στην πρώιμη, μικρότερο στη μέση και πολύ μικρό στην ύστερη βυζαντινή περίοδο (C. Mango: «Βυζάντιο»).

Ως προς το περιεχόμενο αυτών των συγγραμμάτων, το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα είναι θρησκευτικής φύσης (αγιολογία, κηρύγματα, λατρευτικά και υμνολογικά κείμενα, σχόλια στη Βίβλο και στα κείμενα των εκκλησιαστικών πατέρων κ.ά.) Το μη θρησκευτικό έργο που έχει διασωθεί είναι πολύ περιορισμένο. εκτιμάται ότι όλα τα ιστορικά έργα θα χωρούσαν σε περίπου 100 τόμους, τα λεξικά και άλλα συναφή έργα σε περίπου 200 τόμους και η μη θρησκευτική ποίηση σε περίπου 30 τόμους.

Από τα νούμερα που προηγήθηκαν συμπεραίνουμε ότι οι συζητήσεις και αρθρογραφίες, συχνά σε υπερβολικούς τόνους, για το επίπεδο της βυζαντινής λογοτεχνίας σε διάστημα 11-12 περίπου αιώνων έχει ως αντικείμενο μελέτης ένα πολύ μικρό αριθμό έργων. Βέβαια, η ποσότητα των παραγόμενων έργων δεν είναι ασύνδετη με την ύπαρξη ή μη αναγνωστικού κοινού. Ενώ, λοιπόν, στην εποχή του Ιουστινιανού τα έργα του Προκόπιου διαβάζονταν σχεδόν σε όλη την αυτοκρατορία, από τον 11ο αιώνα και μετά, το αναγνωστικό κοινό περιοριζόταν στους δημόσιους υπαλλήλους των αστικών κέντρων.

Με αυτές τις ποσοτικές εκτιμήσεις και παραβλέποντας τις ύστερες προσπάθειες για παρουσίαση μιας βελτιωμένης εικόνας, με στόχο να στηριχθεί το ιδεολόγημα περί «αξιόλογης πνευματικής δημιουργίας» κατά τη βυζαντινή εποχή, σημαντικό είναι να καταγράψουμε ότι το μορφωτικό επίπεδο του ελληνόφωνου χώρου πρέπει να βρίσκεται κατά τον 11ο αιώνα πολύ χαμηλότερα από εκείνο της ύστερης Αρχαιότητας. Στο Βυζάντιο είχε απονεκρωθεί σταδιακά, μέχρι τις δεκαετίες της μέσης εποχής του Μεσαίωνα, κάθε ζήλος και κάθε κίνητρο προόδου και η δημιουργική πνευματική ζωή είχε περιπέσει σε κατάσταση «μαλθακότητας και ραστώνης», όπως εκτιμά ο Παν. Κανελλόπουλος. Στη μετέπειτα πορεία του βρισκόταν το συρρικνωμένο βυζαντινό κράτος σε διαρκή ταλάντευση μεταξύ οριστικής διάλυσης και υποδούλωσης, λόγω των εκρηκτικών πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων του.

Σ' αυτή την πορεία μέχρι την οριστική κατάλυση στα μέσα του 15ου αιώνα γίνονται κάποιες περιπτωσιακές προσπάθειες για ανασυγκρότηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Με την ανακατάληψη της Κων/πολης το 1261 αποφασίζει ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος να ανοικοδομήσει «ένα άρτιο εκπαιδευτικό σύστημα», το οποίο θα εξασφάλιζε τη στελέχωση του κράτους με αξιόλογους αξιωματούχους. Αυτό το έργο ανατέθηκε στον κων/πολίτη διανοούμενο, θεολόγο και ιστορικό, Γεώργιο Ακροπολίτη (1217-1282), ο οποίος προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το Πανδιδακτήριο της Πόλης, αλλά πέραν αυτού δεν φαίνεται να έγινε τίποτα. Κάποια εμφανής βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν έχει καταγραφεί, κρίνοντας από τις νομικές σπουδές, οι οποίες πέρασαν ολοκληρωτικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Από συναφείς αναφορές συμπεραίνεται δε ότι, στο δεύτερο μέρος του 14ου αιώνα, εκατό χρόνια μετά την ανασύσταση του βυζαντινού κράτους, δεν είναι διαθέσιμα στους δικαστικού κύκλους ούτε τα κείμενα των νόμων και οι εκδικάσεις γίνονταν με ό,τι βοηθήματα διέθετε τυχαία κάθε δικαστής (Σπ. Τρωιάνου: «Το Δίκαιο πριν από την 'Αλωση», ΙΣΤΟΡΙΚΑ, τεύχος Μαΐου 2003). Διάφοροι νομομαθείς συντάσσουν κατόπιν αυτού με δική τους πρωτοβουλία κώδικες (Σύνταγμα κατά στοιχείον, Εξάβιβλος, Μικρή σύνοψη, Αυξημένο πρόχειρο κ.ά.), οι οποίοι και στηρίζουν το έργο της Δικαιοσύνης. Αυτή η παρακμή δεν αποτελεί, φυσικά, ένα απομονωμένο φαινόμενο, αλλά συνοδεύεται από συνολική υποβάθμιση του δικαστικού συστήματος και από διαφθορά των προσώπων που στελεχώνουν αυτό το θεσμό. Έτσι μέχρι και τις αρχές του 15ου αιώνα κυκλοφορούν καταγγελίες για χρηματισμούς, σε μερικές δε περιπτώσεις υπάρχουν και καταδίκες χρηματιζόμενων δικαστών.

Όμως, ήδη από τον 11ο αιώνα έχει παραχωρηθεί σε ανώτερους κληρικούς η αρμοδιότητα για εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Αυτή η συμμετοχή του κλήρου και του εκκλησιαστικού μηχανισμού γενικότερα επεκτείνεται σταδιακά κατά το 14ο και 15ο αιώνα στο αστικό, το ενοχικό και σε μερικές περιπτώσεις στο εμπορικό δίκαιο. Η απουσία συστηματικής εκπαίδευσης των νομομαθών οδηγεί λοιπόν στην άλωση της δικαστικής λειτουργίας από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό ο οποίος, σε συσχετισμό και με τα φαινόμενα διαφθοράς που προαναφέρθηκαν, προφανέστατα λειτουργούσε υπέρ των εκκλησιαστικών συμφερόντων, κυρίως όσον αφορά ιδιοκτησιακά θέματα.

Μία ένδειξη για το επίπεδο των επιστημών κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα αλλά και για την αδυναμία του κράτους να ανασυστήσει τους εκπαιδευτικούς θεσμούς, προκύπτει από μια επιστολή του λόγιου κληρικού Μάξιμου Πλανούδη (έζησε μεταξύ 1255 και 1310). Ο Πλανούδης απαντάει σε υπόδειξη άλλου να χρησιμοποιήσει για τις μελέτες του τη «βασιλική βιβλιοθήκη», αφού δεν βρίσκει αλλού τα κατάλληλα συγγράμματα, ότι: «Το μέγεθος αυτής της βιβλιοθήκης είναι σήμερα μικρό, όσον αφορά το πλήθος των βιβλίων, ενώ από πλευράς κτηρίου είναι αμελητέα, σε βαθμό που δεν μπορεί να θεωρηθεί καν βιβλιοθήκη. Από την παλιά βιβλιοθήκη δεν έμεινε παρά το όνομα και ένα βραχύ λείψανο». Στη συνέχεια αναφέρει ο Πλανούδης στην επιστολή του ότι κλέβονται τα βιβλία με βραδινές διαρρήξεις, ότι δεν επιστρέφονται τα δανεισμένα κ.ο.κ., δηλαδή μια πλήρης διάλυση της υποδομής.

Οι όποιες προσπάθειες στο ύστερο Βυζάντιο για ανύψωση του χαμηλού μορφωτικού και πολιτισμικού επιπέδου, την ίδια εποχή που στη Δύση είχαν γίνει τα νέα πανεπιστήμια θεσμός και είχε αρχίσει εκεί να εξελίσσεται η Αναγέννηση τεχνών και επιστημών, ήταν λοιπόν εκ προοιμίου θνησιγενείς, πέρα από τις αναλαμπές μεμονωμένων ιδιοφυών ανθρώπων, οι οποίοι δεν λείπουν από καμιά εποχή και καμιά κοινωνία. Θεμελιώδης αιτία της διογκούμενης παρακμής της κοινωνίας του ύστερου Βυζαντίου ήταν η εμμονή στις θεόπληκτες ιδέες και η αδυναμία των ηγετών και των λογίων για προσωπική και κοινωνική αυτο-εκτίμηση και αξιολόγηση. Η παρουσία μεμονωμένων διανοουμένων (λογίων) σε μια κοινωνία και εποχή, όσο σημαντικοί κι αν είναι αυτοί, δεν εξασφαλίζει αυτόματα την ύπαρξη αξιόλογου πολιτισμικού επιπέδου σ' αυτή την κοινωνία, την καθιστά όμως υπεύθυνη εφόσον δεν αποδειχθεί ικανή να αξιοποιήσει το έργο των λογίων της και να το μετουσιώσει σε πολιτισμό.

Ιδιαίτερα θλιβερή κληρονομιά της παρακμής των τελευταίων αιώνων, αποτελούν τα εκπαιδευτικά συγγράμματα που ήταν διαθέσιμα στον ελληνόφωνο χώρο κατά τους αιώνες της τουρκοκρατίας, μέχρι και το 19ο αιώνα. Για παράδειγμα, στα Μαθηματικά η «επιστημονική» δραστηριότητα αφορούσε το σχολιασμό και την παράφραση στο έργο αρχαίων Ελλήνων, όπως ο Ευκλείδης, ο Νικόμαχος, ο Διόφαντος. Μόνη ουσιαστική αλλαγή ήταν η χρήση των αραβικών ψηφίων και των αλγοριθμικών μεθόδων στις μαθηματικές πράξεις, νεωτεριμοί που δεν έγιναν όμως εύκολα αποδεκτοί. Η χρήση νέων ψηφίων, με σύμβολα για το μηδέν και τις δεκαδικές υποδιαιρέσεις, άρχισε να γενικεύεται στα βυζαντινά εγχειρίδια μετά τις αρχές του 15ου αιώνα. Η 'Αλγεβρα, αν και ήταν γνωστή στην Κωνσταντινούπολη στον 14ο αιώνα, ποτέ δεν είχε πολλούς θιασώτες (Χριστιανίδης κ.ά.: «Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη...»).

Έτσι, το πρώτο βιβλίο Μαθηματικών που τυπώθηκε στην ελληνική γλώσσα το έτος 1532 στη Βενετία και χρησιμοποιείτο στην ελληνόφωνη εκπαίδευση, ήταν αυτό του Μιχαήλ Ψελλού από τις αρχές του 11ου αιώνα, με τίτλο: «Σύνταγμα ευσύνοπτον εις τας τέσσαρας μαθηματικάς επιστήμας, Αριθμητικήν, Μουσική, Γεωμετρία και Αστρονομία» (Στέλιος Λαμνής: Οι μαθηματικές επιστήμες στην περίοδο της τουρκοκρατίας). Το δεύτερο βιβλίο Μαθηματικών που τυπώθηκε το 1568, επίσης στη Βενετία και χρησιμοποιείτο μέχρι και τον 19ο αιώνα, ήταν το απλοϊκό σύγγραμμα Πρακτικής Αριθμητικής του Μανουήλ Γλυζόνιου «Βιβλίον πρόχειρον τοις πάσι περιέχον την τε Πρακτικήν Αριθμητικήν ή μάλλον ειπείν την Λογαριαστικήν». Το τρίτο βιβλίο σ' αυτή τη σειρά ήταν του μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού «Λογιστική» που γράφτηκε στα μέσα του 14ου αιώνα και τυπώθηκε για τις ανάγκες της ελληνόφωνης εκπαίδευσης περί το έτος 1600. Με την εμφάνιση των «δασκάλων του γένους» κατά την εποχή του λεγόμενου νεοελληνικού διαφωτισμού, άρχισαν να μεταφράζονται στην καθομιλουμένη ελληνική και να χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση, όσο επέτρεπαν βέβαια οι παρεμβάσεις καταστολής του πατριαρχείου, βιβλία των Μαθηματικών της ελληνιστικής εποχής (Ευκλείδης, Αρχιμήδης, Διόφαντος) και των τότε σύγχρονων Ευρωπαίων (Descartes, Pascal, Newton, Leibnitz, Euler, Clairaut, Legendre κ.ά.) Οι δάσκαλοι ενός λαού, ο οποίος δημιούργησε τη μαθηματική επιστήμη, βρέθηκαν έτσι σε αναζήτηση βοηθημάτων από τους συκοφαντημένους αρχαίους Έλληνες και τους περιφρονημένους δυτικούς διανοητές...

Αν και μπορούμε να γενικεύσουμε ότι η επιστημονική πρόοδος στους 11 αιώνες του Βυζαντίου, με την αρχαιο-ελληνική και με τη σύγχρονη αντίληψη, μπορεί να θεωρηθεί χωρίς υπερβολή από αμελητέα μέχρι ανύπαρκτη, υπάρχει ένας σημαντικός κλάδος μελέτης και έρευνας που δημιουργήθηκε και καλλιεργήθηκε στο Βυζάντιο σ' αυτούς τους αιώνες της μορφωτικής υποβάθμισης και του σκοταδισμού: η δαιμονολογία! Αυτός ο κλάδος γεννήθηκε στην ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε, από τη μια με τις βαθιά ριζωμένες στο λαό και τους λόγιους θρησκευτικές προλήψεις και δεισιδαιμονίες και από την άλλη με τις διαδιδόμενες από μοναχούς και λόγιους ιστορίες σχετικά με τη «φύση του σατανά και τις επιδράσεις του». Η «πολυμορφική φύση των δαιμόνων» απαιτούσε τη συστηματική μελέτη τους με τελετουργίες και τεχνικές αναγνώρισης, εντοπισμού, εξορκισμού κλπ., κάτι σαν τη σύγχρονη αφρο-αμερικάνικη μαύρη μαγεία του «βουντού». Η δαιμονολογία μελετά οτιδήποτε έχει σχέση με τους δαίμονες και τα πνεύματα και αποτέλεσε προϊόν της ανάγκης των χριστιανών να εξερευνήσουν τη φύση του «εχθρού», ώστε να είναι δυνατή η «επιτυχής αντιμετώπισή του». Ο εισαγόμενος από τη Μέση Ανατολή στον ελληνόφωνο χώρο σατανάς αποτέλεσε έτσι αίτιο για δημιουργία δήθεν «επιστημονικών κλάδων», με τους οποίους ασχολήθηκαν επισταμένως διάφοροι βυζαντινοί λόγιοι, κυρίως ο Μιχαήλ Ψελλός.

Ο βυζαντινολόγος Steven Runciman παραθέτει στο βιβλίο του «Η τελευταία βυζαντινή Αναγέννηση» τους σημαντικότερους δημιουργούς των ύστερων βυζαντινών αιώνων, των οποίων το έργο υποβαθμίζει όμως ο ίδιος χαρακτηρίζοντάς το κατά κανόνα ως ανεπαρκές, αφελές κ.ο.κ. Στο καταληκτικό ερώτημά του δε, αν οι Βυζαντινοί λόγιοι πέτυχαν να προσθέσουν κάτι στο σύνολο των γνώσεων της εποχής, δηλαδή αν συνέβαλαν στον παγκόσμιο πολιτισμό, απαντάει ο ίδιος αρνητικά, παραπέμποντας στο κλίμα παρακμής που χαρακτήριζε ειδικότερα τους 2-3 τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου. Με την έννοια αυτή, ο «μυστηριακός τρόπο λειτουργίας» του βυζαντινού κράτους που επικαλούνται μερικοί Ιστορικοί, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό το ιδεολόγημα, σίγουρο είναι ότι δεν βοήθησε στην παραγωγή αξιομνημόνευτου πολιτισμικού έργου.

Ένας από τους σημαντικούς διανοούμενους του 15ου αιώνα, ο ανατολικός επίσκοπος και μετέπειτα δυτικός καρδινάλιος Βησσαρίων (1403-1472), πίστευε ότι δεν έπρεπε να απουσιάζουν οι Έλληνες λόγιοι από τον πολιτισμικό οργασμό που εξελισσόταν στην Ιταλία και ονομάστηκε αργότερα Αναγέννηση. Η απογοήτευσή του Βησσαρίωνα ήταν μεγάλη που δεν κατάφεραν ή δεν ενδιαφέρθηκαν εξέχοντες Έλληνες διανοούμενοι να παίξουν κάποιο σημαντικό ρόλο στις δυτικές εξελίξεις (S. Runciman). Ο ίδιος αυτός Βησσαρίων αλληλογραφούσε με τον (ακόμα) δεσπότη του Μυστρά και μετέπειτα αυτοκράτορα, Κων/νο Παλαιολόγο-Δραγάτση, και τον καλούσε να στείλει μαθητές στην Ιταλία για να σπουδάσουν τις νέες τεχνικές, περιέγραφε δε ταυτόχρονα τα τεχνικά έργα που συνάντησε στη Δύση: «... και τινάς εκλεξάμενος νέους ες Ιταλίαν πέμψαι, των τεχνών μαθησαμένους, τας αναγκαίας ... Ξύλα πρίζονται αυτομάτως, μύλωνες τάχιστα τε και ως ένεστιν οξύτατα κινούνται, οι τε φυσητήρες των εν χωνείαις και διακρίσεσι μετάλλων ασκοί εντεινόμενοί τε και ανιέμενοι, μηδεμιάς χειρός υπουργούσης ... Την δε ποίησιν του σιδήρου, ούτω μεν ούσαν χρήσιμον, ούτω δε αναγκαίαν ανθρώποις, ως άνευ αυτού μη τα πολεμικά, μη τα ειρηνικά τε και πολιτικά δύνασθαι καλώς έχειν, ενταύθα τις αν ευχερώς καταμάθοι ... Ου μην αλλά και την ναυπηγικήν, όση τε περί τας μικράς και τριήρεις, όση τε περί τας φορτηγούς και στρογγύλας καταγίνεται νήας, ων πλείστην εν Πελοποννήσω και καλλίστην έχετε ύλην ... Ταύτας τέτταρας τέχνας, άριστε δέσποτα, μηχανικήν, σιδηροποιητικήν, οπλοποιητικήν και ναυπηγικήν, ως αναγκαίας τε και χρησίμους ... » (Παν. Κανελλόπουλος: «Γεννήθηκα στο 1402»)

Ο Βησσαρίων περιγράφει ως αδαής περί την Τεχνική, αλλά οξυδερκής παρατηρητής τα τεχνικά επιτεύγματα της δυτικής Ευρώπης και ομαδοποιεί τις χρήσιμες για τη βυζαντινή κοινωνία τεχνολογικές κατηγορίες, με την ελπίδα ότι είναι δυνατόν να ξεκινήσει μια εκπαιδευτική και παραγωγική αναγέννηση στον ελλαδικό χώρο, όπου το μορφωτικό επίπεδο ήταν ακόμα χαμηλότερο και από εκείνο του 11ου αιώνα. Την ίδια στιγμή όμως οι λόγιοι αυτής της παρακμιακής εποχής σκιαμαχούν περί αριστοτελισμού και πλατωνισμού και οι κοσμικές και εκκλησιαστικές ομάδες εξουσίας αναζητούν συμμαχίες και συνεργασίες με τους επερχόμενους Οθωμανούς.

Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται μια φιλολογία στον ελληνόφωνο χώρο με κεντρικό ισχυρισμό το ιδεολόγημα ότι οι Βυζαντινοί ήξεραν μια χαρά να προωθήσουν, τόσο την επιστήμη, όσο και την τεχνολογία, δεν το έκαναν όμως επίτηδες, αφενός για να μην χάσουν την «πνευματικότητα» που τους χάριζε η ενασχόληση με τη θεολογία, αφετέρου για να μην δημιουργήσουν προβλήματα στο περιβάλλον, όπως αυτά δημιουργήθηκαν μετά την βιομηχανική επανάσταση, ιδιαίτερα στα τέλη του 20ου και στα αρχές του 21ου αιώνα.

Και για τα δύο αυτά «επιχειρήματα» περιττεύει φυσικά μια αναλυτική αντίκρουση, αρκεί να αναφερθεί, για το πρώτο, ότι η θρυλούμενη «πνευματικότητα» ήταν οι εκκλησιαστικές και πολιτικές διαμάχες για αναρρίχηση, για χρήμα και εξουσία, κάτι που κανείς δεν αμφισβητεί από το πλήθος των υπαρχόντων στοιχείων. Όσον αφορά δε το δεύτερο επιχείρημα, πρόκειται για αναδρομική τεκμηρίωση με τεχνοφοβική προδιάθεση και στόχο να αιτιολογηθεί η υποβάθμιση και ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος που ελεγχόταν από την εκκλησία, καθώς επίσης η ανεπάρκεια μιας πολιτείας που εξυπηρετούσε πρόσκαιρα οικονομικά συμφέροντα, χωρίς προοπτική μεγαλύτερη από την παρουσία του εκάστοτε ηγεμόνα στο θρόνο.
Στέλιος Φραγκόπουλος, http://sfrang.com

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου